Βρετανία και ΗΠΑ επιλέγουν διαφορετικές πολιτικές για τις ΑΠΕ

Η βρετανική κυβέρνηση μείωσε τις επιδοτήσεις για τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μικρής κλίμακας κατά 65%, ενώ αντίθετα το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε την επέκταση των φορολογικών ελαφρύνσεων για την προώθηση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας κατά πέντε χρόνια και 73 δισ. δολάρια, όπως μεταδίδει το πρακτορείο Bloomberg.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η απόφαση της κυβέρνησης Κάμερον ήταν αναμενόμενη από τον περασμένο Μάιο όταν και επανεκλέχθηκε, διορίζοντας την Άμπερ Ραντ ως υπουργό Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Η επίσημη δικαιολόγηση της απόφασης κάνει λόγο για περιορισμό της κατανομής των επιδοτήσεων, οι οποίες ξεπέρασαν το στατικό οικονομικό στόχο που είχε τεθεί για το 2020.

Η πρόταση του υπουργείου αρχικά ήταν για μείωση 87%, αλλά ακόμα και με τη μείωση του 65 τοις εκατό αναμένεται να χαθούν μεταξύ 9.700 και 18.700 θέσεων εργασίας, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ίδιου του υπουργείου. Παράλληλα, οι μειώσεις αυτές θα οδηγήσουν στην επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με 63 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα.

Εξάλλου, οι κυβερνητικές επιδοτήσεις της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων συνεχίζουν όπως έχουν, στα 26 δισεκατομμύρια λίρες το έτος, ή αλλιώς στο 1,4 τοις εκατό του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ενδεικτικά, τα αμυντικά έξοδα αναλογούν στο 2,1 τοις εκατό του ΑΕΠ. Το κόστος για κάθε πολίτη υπολογίζεται περίπου στις 400 λίρες, ή 550 ευρώ ετησίως.

Εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική επιδοτήσεων από τις ΗΠΑ

Αντίθετα με την κυβέρνηση Κάμερον, το αμερικάνικο Κογκρέσο ενέκρινε αυτή την εβδομάδα την επέκταση των φορολογικών ελαφρύνσεων για τις επενδύσεις αιολικής και ηλιακής ενέργειας, που αλλιώς θα έληγαν το 2016.

Η επέκταση των φοροαπαλλαγών θα έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση 20 γιγαβάτ ισχύος από ηλιακή ενέργεια, ικανά να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες οκτώ εκατομμυρίων νοικοκυριών. Η ισχύς αυτή είναι περισσότερη από εκείνη που έχει εγκατασταθεί συνολικά σε φωτοβολταϊκά συστήματα στις ΗΠΑ πριν από το 2015, σύμφωνα με το Bloomberg.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση