Των δασών (και οικιών) ημών εμπιπραμένων, ημείς σχεδιάζομεν

του Φίλιππου Α. Αραβανόπουλου*

Η ασήμαντη καταστροφή

Αρχές Ιουνίου, στην επέτειο της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος, είχαμε πυρκαγιά σε ένα ρέμα κοντά στο σπίτι μου στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Οι συνθήκες κατάσβεσης ιδανικές: έρπουσα πυρκαγιά σε χαμηλή - σχετικά αραιή - βλάστηση, 6.00 το απόγευμα, σχεδόν άπνοια, θερμοκρασία κάτω από 25οC, υψηλή σχετική υγρασία, πυκνό οδικό δίκτυο ασφαλτοστρωμένο που περιλαμβάνει δύο δρόμους αριστερά και δεξιά του ρέματος. Μαζεύτηκε κόσμος, ήρθε και η Πυροσβεστική πολύ γρήγορα, πήρε θέση πάνω στην άσφαλτο, ξετύλιξε τις 20μετρες μάνικες και περίμενε να φτάσει η φωτιά σε απόσταση βολής… Τέτοια φωτιά μπορούσαμε να τη σβήσουμε ίσως και μόνο κτυπώντας την με χλωρά κλαριά. Δεν μας άφηναν όμως να πλησιάσουμε αρκετά, πόσο μάλλον να προσπαθήσουμε να τη σβήσουμε. Το θέμα ήταν βέβαια ότι εκτός από την απαγόρευση να κατέβουμε στο ρέμα, δεν κατέβαινε ούτε η Πυροσβεστική, πέρα από το σημείο που έφταναν οι μάνικες, οπότε πώς να σβήσει η φωτιά… Περίμενα μήπως ακούσω κανένα αλυσοπρίονο, σημάδι πως κόβουν θάμνους ψηλότερα στο ρέμα που στένευε κιόλας, προμήνυμα πως είχαν σκοπό να «πιάσουν» εκεί τη φωτιά, τίποτα… Στο μεταξύ κόπηκε και η οδική πρόσβαση, κυκλοφόρησε ότι έχει δοθεί και εντολή εκκένωσης στην περιοχή στα ανάντι του ρέματος και άρχισε και ένας μικρός πανικός στα καλά καθούμενα. Ώσπου βέβαια σε λίγο ήρθαν δύο Canadair από τη Μίκρα κι έπιασαν δουλειά. Τι να πω για τα παιδιά αυτά, τους πιλότους, chapeau! Ρίψεις πολύ μεγάλης ακριβείας σε κατοικημένη περιοχή, βουτούσαν στο ρέμα και κρατούσαμε την αναπνοή μας μέχρι να βγουν. Η φωτιά έσβησε βέβαια, αυτό έλειπε, αλλά καταπονήθηκε υπερ-πολύτιμο έμψυχο και άψυχο υλικό, ξοδεύτηκαν τόσα καύσιμα, για μια φωτιά για την οποία τίποτα δε δικαιολογούσε τέτοια αντιμετώπιση. Αναρωτιόμουν λοιπόν, γιατί σε όλες τις περιοχές που δοκιμάστηκαν τις μέρες αυτές, η μόνιμη επωδός κατοίκων και τοπικών αρχόντων ήταν συνεχώς και μετ’ επιτάσεως να έλθουν εναέρια μέσα; Μήπως τελικά, η κοινωνία έχει χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη της στις επίγειες δυνάμεις και γιατί έχει συμβεί αυτό;

Η ανείπωτη καταστροφή

Η καταστροφή στα δάση και τα φυσικά οικοσυστήματα που έχει βιώσει η χώρα μας το τελευταίο διάστημα, είναι πραγματικά δύσκολο να περιγραφεί. Είναι απίστευτο ότι χάσαμε περισσότερα από 1.000.000 στρέμματα δάσους μέσα με μια εβδομάδα περίπου, ξεπεράσαμε συνολικά τα 1.250.000 και το κακό συνεχίζεται. Και κοντά στην τεράστια καταστροφή της Βόρειας Εύβοιας και της Αττικής με την τόση ανάγκη πρασίνου, πέρασε σχετικά απαρατήρητη η επίσης πολύ μεγάλη καταστροφή που έχει συντελεστεί από τις πυρκαγιές στην Αρχαία Ολυμπία-Γορτυνία και στο Γύθειο. Πως φτάσαμε ως εδώ; Πως γίνεται οριοθετημένες πυρκαγιές το ένα απόγευμα να έχουν ξεφύγει το επόμενο πρωί; Πως γίνεται η πυρκαγιά στην Εύβοια να πηγαινο-έρχεται μεταξύ Βόρειου Ευβοϊκού και Αιγαίου μπρος - πίσω; Πως γίνεται στη φωτιά να φτάνουν πρώτα οι κάμερες και μετά οι δυνάμεις κατάσβεσης;

Ελπίζω σύντομα να έχουμε κάποιες απαντήσεις, αλλά θα μου επιτρέψτε να καταθέσω κάποιες σκέψεις. Όταν ως φοιτητής Δασολογίας πήγα να κάνω την πρακτική μου στο Δασαρχείο Μυτιλήνης, ήμασταν στο μέσο της αντιπυρικής περιόδου στην εποχή που την ευθύνη κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών είχε η Δασική Υπηρεσία (σ.σ. Μετά το 1998 η αρμοδιότητα κατάσβεσης μαζί με όλη τη σχετική υποδομή της Δασικής Υπηρεσίας πέρασε στην Πυροσβεστική). Καθημερινές οι περιπολίες (κι εγώ μαζί «για να μαθαίνω»), γινόταν συνεχής έλεγχος των υδατοδεξαμενών που υπάρχουν διασκορπισμένες σε όλο το δάσος και συνεχής παρατήρηση από τα πυροφυλάκια με αναφορές μέσω ασυρμάτου σε τακτά χρονικά διαστήματα όλη τη μέρα. «Δεν ανησυχώ», μου έλεγε ένας έμπειρος δασολόγος, «μέσα στο δάσος κυκλοφορούν ένα σωρό άνθρωποι, δασεργάτες, αγρότες, μελισσοκόμοι, ρητινοσυλλέκτες, περιπατητές, εμείς…». «Μόλις πιάσει φωτιά, θα τρέξουν, θα την προλάβουμε στο πρώτο τέταρτο – μισάωρο, πριν φουντώσει».

Όντως, όποιο καλοκαίρι είχε φωτιά, έτρεχαν όλοι. Πρώτοι οι κάτοικοι των κοντινών χωριών που έφερναν και ότι χρήσιμο είχαν από φτυάρια και αξίνες μέχρι μπουλντόζες. Λειτουργούσε το φιλότιμο, η αλληλεγγύη κι ερχόταν κόσμος και από πιο μακριά. Πηγαίναμε κι εμείς που δε μέναμε μόνιμα εκεί, ήμασταν συνήθως το καλοκαίρι για διακοπές. Οι δασικοί τους ήξεραν σχεδόν όλους, πολλούς με το μικρό τους όνομα. ‘Ήξεραν κάθε δασόδρομο, κάθε μονοπάτι και είχαν καλή εκτίμηση για τη συσσώρευση βιομάζας κατά θέση, για τα δασικά είδη της περιοχής και την ευφλεκτικότητα του καθενός. Μοίραζαν δουλειές. Η Δασική Υπηρεσία προσπαθούσε να κρατήσει το μέτωπο και πρόσεχε επίσης μη ξεφύγει η φωτιά από τα πλάγια ή πως θα την προσβάλει και από κει. Η Πυροσβεστική ερχόταν με τα πολύ πιο βαριά οχήματα, αλλά η Δασική Υπηρεσία είχε μάνικες και μπορούσε να «απλώσει» ακόμα 100 μέτρα από εκεί που έφταναν αυτές των οχημάτων και να προσβάλει από εγγύτερη απόσταση τη φωτιά. Ο κόσμος βοηθούσε όπως μπορούσε, δούλευε κυρίως στο άνοιγμα της αντιπυρικής ζώνης, στη θέση που - μετά από πολύ σκέψη - όριζε ο Δασάρχης. To θέμα ήταν να «κρατηθεί» τη φωτιά ως το βράδυ που «πέφτει» ή «γυρνάει» ο αέρας και να προσβληθεί τότε από παντού, με σκοπό να οριοθετηθεί πλήρως. Τα (ίδια) αεροπλάνα ερχόταν και τότε και βοηθούσαν πολύ στο να «κατεβάσουν» τη φωτιά και να τη μετατρέψουν από επικόρυφη σε έρπουσα, αλλά τις φωτιές τότε τις έσβηνε η Δασική Υπηρεσία με τον κόσμο! Τώρα τις φωτιές, τις σβήνει (;) «το Κράτος»… Πώς όμως;

Χωρίς πλευρική οριοθέτηση, με ανεπαρκή διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, χωρίς τη χρήση του αντιπυρός [αντιπύρ: Η ελεγχόμενη καύση επί τούτου μιας έκτασης, ώστε όταν φτάσει εκεί το μέτωπο της κύριας πυρκαγιάς, να βρει καμένα και να σταματήσει] (δοκιμασμένη πρακτική που τη γνωρίζουν οι δασολόγοι από τριτοετείς φοιτητές, αλλά σήμερα όποιος την επιχειρήσει κινδυνεύει να πάει μέσα για εμπρησμό), χωρίς (το κυριότερο) να μπαίνει στο δάσος. Όσο φιλότιμο κι αν έχουν δείξει όλες αυτές τις μέρες οι πυροσβέστες της πρώτης γραμμής, από το δρόμο φωτιά δύσκολα σβήνεται… Επαφιέμεθα στα εναέρια μέσα (και ενίοτε στην ακροθαλασσιά)… Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει σαφής αντίληψη του πεδίου και του τοπίου. Είναι ορθό να πέφτουν όλες οι δυνάμεις πάνω, για να σώσουν μια αυθαίρετη οικία και εξαιτίας αυτού να ξεφεύγει η πυρκαγιά με αποτέλεσμα να χάνονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους και να υφίσταται η δημόσια περιουσία μια ζημία, παρασάγγας υπερ-πολλαπλάσια αυτής του αυθαιρέτου κτίσματος;

Πολύ συζήτηση γίνεται βέβαια για το ότι όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ισχύουν έστω σε κάποιο βαθμό μόνο, δεν επηρεάζουν ουσιαστικά την τελική έκβαση ιδιαίτερα των μεγάλων πυρκαγιών «για τις οποίες ευθύνεται η κλιματική αλλαγή». Αυτή η άποψη διατυπώθηκε και για την ανείπωτη τραγωδία του 2018 στο Μάτι. Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί και αναμένεται να δημιουργήσει στο μέλλον ακόμη μεγαλύτερα - σε ένταση και συχνότητα - φαινόμενα καύσωνα, ανισοκατανομής βροχοπτώσεων, θυελλωδών ανέμων, καταιγίδων κτλ. Εξ’ αιτίας της κλιματικής αλλαγής αυξάνεται και αναμένεται να αυξηθεί έτι περισσότερο ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιών, η συχνότητα τους και ο κίνδυνος μετατροπής κάποιων εξ αυτών σε μεγα-πυρκαγιές. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε σήμερα 100 φορές πιο προσεκτικοί στο θέμα της επαγρύπνησης και της άμεσης αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών, από ότι ήμασταν 20 χρόνια πριν. Η κλιματική αλλαγή προειδοποιεί αν θέλετε για τα επερχόμενα. Από το σημείο αυτό, μέχρι την άποψη ότι φταίει η κλιματική αλλαγή που μας ξέφυγε η φωτιά και έκαψε τα πάντα, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Η κλιματική αλλαγή είναι αίτιο, όχι άλλοθι.

Η κρυφή καταστροφή

Είδαμε – και εξακολουθούμε να βλέπουμε – εικόνες απόγνωσης και καταστροφής. Χάθηκαν (πάλι) άνθρωποι, χάθηκαν τόσα σπίτια, περιουσίες ολόκληρες, γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, ένα τεράστιο ξυλώδες κεφάλαιο έγινε αποκαΐδια… Πέρα όμως από αυτά, υπάρχουν τεράστιες καταστροφές που δεν είναι (ακόμα τουλάχιστον) εύκολα ορατές: καταστροφή εδάφους, απώλεια ικανότητας συγκράτησης – αποταμίευσης πολύτιμου νερού, αφανισμός ολόκληρης σχεδόν της χλωρίδας και ενός μεγάλου μέρος της πανίδας των περιοχών αυτών. Χιλιάδες ζώα, κάηκαν ζωντανά και όσα σώθηκαν από τη φωτιά είναι αβέβαιο αν θα επιβιώσουν με το «σπίτι τους», το οικοσύστημα, να έχει εξολοθρευθεί. Καταστράφηκαν περιοχές ιδιαιτέρου φυσικού κάλους, στοιχεία πολιτισμού και τοπικής παράδοσης. Βιώνουμε την απώλεια οικολογικών θώκων και ενδιαιτημάτων, την καταστροφή της τροφικής αλυσίδας, την απώλεια θρεπτικών στοιχείων. Έχουν χαθεί, σπάνια, προστατευόμενα και επαπειλούμενα είδη, έχουν καταστραφεί σημαντικές περιοχές προστασίας της φύσης, περιοχές δηλαδή που η Πολιτεία δεσμεύεται επί τούτου να προστατεύει! Και βέβαια, έχουν χαθεί μοναδικοί συνδυασμοί γονιδίων (συνυφασμένοι με την τοπική προσαρμογή), χάθηκε γενετική ποικιλότητα που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της βιοποικιλότητας. Καταστράφηκαν οικοσυστήματα ανεκτίμητης οικολογικής και περιβαλλοντικής αξίας και τοπία που πήρε δεκαετίες να δημιουργηθούν και δυστυχώς θα πάρει δεκαετίες να επανέλθουν στην προτεραία κατάσταση.

Η επόμενη μέρα

Πολλά έχουν γραφεί κατά το παρελθόν και γράφονται σήμερα για τα θέματα της αποκατάστασης. Θα σταθώ μόνο σε δύο-τρία σημεία, στα οποία υπάρχει - ηθελημένα ή μη - μια διαχρονική σύγχυση. Κατ’ αρχήν η κήρυξη των καμένων περιοχών ως αναδασωτέων, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως τακτοποιήσαμε το ζήτημα και πάμε παρακάτω. Η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων έχει σημασία και η εν τοις πράγμασι προστασία του δασικού οικοσυστήματος από την παράνομη βόσκηση και τους οικοπεδοφάγους. Έπειτα χρειάζεται αναμονή και υπομονή για να δούμε αν θα έχουμε φυσική αναγέννηση και μετά θα έρθει η τεχνητή αναδάσωση στις περιοχές που δεν υπάρχει φυσική αναγέννηση. Αν και όταν έρθει η ώρα αυτή, η εκλογή του αναδασωτικού υλικού έχει τεράστια σημασία. Κατ’ αρχήν προέχει η εκλογή των ειδών, που θα πρέπει να είναι τα είδη που φύονται στην περιοχή. Οι ιδέες «να μη βάλουμε πεύκα, αλλά κάποια άλλα είδη που δεν είναι εύφλεκτα», ή «να μη βάλουμε τίποτα γιατί δεν πρόκειται να ξαναγίνει το δάσος», εδράζονται σε εντελώς σαθρά επιστημονικά θεμέλια. Τα μη προσαρμοσμένα στο τοπικό περιβάλλον είδη, αργά η γρήγορα θα ξεραθούν και θα αποτελέσουν την πυριτιδαποθήκη της επόμενης φωτιάς. Μόνο κατά θέσεις, μπορεί ενδεχομένως να γίνει κάποια μίξη με πλατύφυλλα. Το επόμενο, εξίσου σημαντικό σημείο, είναι η εκλογή της προέλευσης του γενετικού υλικού. Από ποιο πληθυσμό, από ποια προέλευση θα πάρουμε σπέρματα για να δημιουργηθούν τα φυτά που θα χρησιμοποιηθούν στην αναδάσωση; Εμείς, στο Εργαστήριο Δασικής Γενετικής του ΑΠΘ, έχουμε αποτελέσματα από δοκιμές προελεύσεων, από έρευνα γενετικής ποικιλότητας και γενετικών αποστάσεων πληθυσμών που πάει 40 χρόνια πίσω. Αν μπει ακατάλληλο υλικό, κινδυνεύει να μην αναπτυχθεί σωστά ή να ξεραθεί και να έχουμε την κατάληξη που αναφέρεται παραπάνω για τα ακατάλληλα είδη. Άρα, δε χρησιμοποιούμε ότι υλικό είναι διαθέσιμο σε κάποιο φυτώριο, συνήθως αγνώστου πατρός, αγνώστου μητρός και αγνώστου προελεύσεως, αλλά αυτό που προτάσσει η επιστήμη. Αλλιώς κινδυνεύουμε να κάνουμε, σε απλά ελληνικά, μια τρύπα στο νερό. Συν τω χρόνω, χρειάζεται να αρχίσει και η βιοπαρακολούθηση: η παρακολούθηση της εξέλιξης της φυσικής αναγέννησης, της ποικιλότητας ειδών και της γενετικής ποικιλότητας (σ.σ. Περισσότερα για τη γενετική παρακολούθηση στην εποχή της κλιματικής αλλαγής στο video εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=gDi0eDdJc&t=101s ).

Για τη Βόρεια Εύβοια τουλάχιστον, υπάρχει μια προφανής λύση. Γιατί, μια κιβωτός γενετικού υλικού της Εύβοιας περιμένει τώρα την αξιοποίηση της. Πρόκειται για το Σποροπαραγωγό Κήπο Χαλεπίου Πεύκης Αμφιλοχίας που ιδρύθηκε από τον ερευνητή Δ. Ματζίρη του τότε Ιδρύματος Δασικών Ερευνών Αθηνών (νυν ΙΜΔΟ), το 1987. Καθώς τα δάση χαλεπίου πεύκης της Εύβοιας είναι (ήταν) από τα καλύτερα και υψηλοπαραγωγικότερα της χώρας, ο Ματζίρης προσπάθησε να διασφαλίσει το γενετικό τους υλικό ιδρύοντας ένα κήπο σποροπαραγωγής με άριστα άτομα της Βόρειας Εύβοιας, στη άλλη άκρη της Ελλάδας. Στον κήπο έκτασης 100 στρεμμάτων φυτεύτηκαν 2360 άτομα και παρόλες τις απώλειες από τη διέλευση καλωδίων μέσα από τον κήπο και από μια ανεμοθύελλα, υπάρχει το δυναμικό σποροπαραγωγής που μπορεί να συνεισφέρει τα μάλα στις αναδασώσεις που ενδεχομένως θα χρειαστεί να γίνουν. Σε μια διδακτορική διατριβή που επέβλεψα και ολοκληρώθηκε το 2014, δουλέψαμε τόσο στα δάση της βόρειας Εύβοιας όσο και στον κήπο της Αμφιλοχίας. Εξετάσαμε τη γενετική ποικιλότητα του κήπου με μοριακούς δείκτες, τη συγκρίναμε με αυτήν των δασών της Βόρειας Εύβοιας και πιστοποιήσαμε ότι τα επιλεγμένα άτομα που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του κήπου, διατηρούν τη γενετική ποικιλότητα του μητρικού πληθυσμού και επίσης ότι τη μεταφέρουν στον παραγόμενο σπόρο (σ.σ. Περισσότερα, για όποιον ενδιαφέρεται, εδώ: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/38803). Πρόσφατα σε ένα διεθνές ερευνητικό έργο μας που κέρδισε μάλιστα μια σημαντική βράβευση (σ.σ. Βλ. ανταπόκριση του ΑΠΕ), επαναλάβαμε τη δουλειά αυτή με χρήση γονιδιωματικής ανάλυσης και μελετήσαμε χιλιάδες γονιδιακές θέσεις διεξάγοντας νέες δειγματοληψίες στη Βόρεια Εύβοια.

Η μοναδική λύση

Είναι η πρόληψη, τελεία και παύλα. Κατ’ αρχήν, τα δάση πρέπει να διαχειρίζονται κανονικά, να καλλιεργούνται και να υλοτομείται το ετήσιο λήμμα. Σήμερα - σε μια χώρα ελλειμματική σε ξύλο - και δεν βγαίνει η ξυλεία που μπορεί να βγει από το δάσος (και που αξίζει μια περιουσία) και – μένοντας μέσα – αυξάνεται η καύσιμη ύλη σε περίπτωση πυρκαγιάς. Μετά πρέπει να γίνονται οργανωμένοι καθαρισμοί στα περιαστικά δάση, στις περιοχές μίξης δάσους-οικισμών, καθώς και στις δύο πλευρές του οδικού δικτύου. Είναι προφανές ότι χρειάζεται συντήρηση των αντιπυρικών λωρίδων, των υδατοδεξαμενών (που βρίσκονται επί τούτου στα δάση για να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος πλήρωσης των πυροσβεστικών οχημάτων) και λειτουργία των πυροφυλακίων, των οποίων η χρήση δεν αντικαθίσταται από ένα drone. Πριν 10 χρόνια είχα κάνει μια ομιλία σε ένα συνέδριο του ΑΠΘ (σ.σ. Η ομιλία, εδώ: https://www.livemedia.gr/video/62782) με εκτενή αναφορά στα θέματα αυτά. Είναι ανεξήγητη, η επιμονή στην καταστολή. Για παράδειγμα, στην πανδημία – και σωστά – η Πολιτεία αναφέρεται συνεχώς στην πρόληψη, σχεδόν παρακαλάει τους πολίτες (και ως ένα βαθμό επιβάλει) μέτρα πρόληψης. Για να γίνει κατανοητό τι γίνεται με τα δάση, ο παραλληλισμός είναι να μη κάναμε τίποτα για την πρόληψη στην πανδημία, παρά να νοικιάζαμε κλίνες ΜΕΘ «για τις δύσκολες μέρες». Αν ένα σχετικά μικρό μέρος των τεράστιων κονδυλίων που δαπανώνται για την καταστολή των δασικών πυρκαγιών πήγαινε στην πρόληψη, δεν θα βιώναμε τα αδιέξοδα που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Τα κονδύλια για πρόληψη ωστόσο, έχουν μειωθεί δραματικά (διάβασα την εξωπραγματική τιμή της μείωσης των κονδυλίων κατά 97,8% την τελευταία 15ετία και δεν θέλω να το πιστέψω), η Δασική Υπηρεσία έχει αποψιλωθεί από προσωπικό, τα κενά στο Οργανόγραμμα είναι πολύ μεγάλα, επενδύσεις στο δασικό χώρο δεν γίνονται, οπότε καταλαβαίνετε… Εν τω μεταξύ, έχει υπολογιστεί ότι για κάθε ευρώ της μείωσης των επενδύσεων στα δάση, η εθνική οικονομία χάνει 2,7 ευρώ, αλλά...

Στο ζήτημα της (έλλειψης) πρόληψης με την ευρύτερη έννοια, θα συμπεριλάβω τη δαιδαλώδη δασική νομοθεσία που δε λέει να ξεκαθαρίσει και την εκκρεμότητα με τους δασικούς χάρτες. Ιδιαίτερα η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών έχει γίνει κάτι σαν το γιοφύρι της Άρτας (ή σαν το μετρό της Θεσσαλονίκης για τους νεώτερους). Αυτές οι δύο παράμετροι δημιουργούν ένα νεφελώδες τοπίο στη μεταπυρική διαχείριση των καμένων εκτάσεων και ανοίγουν την όρεξη σε καταπατητές και λοιπές παραβατικές δυνάμεις.

Υπάρχει και μια άλλη σχετική συζήτηση σε εξέλιξη, για το τι (δεν) κάνει «το Δασαρχείο»: «το Δασαρχείο» δεν κόβει δένδρα, δεν αφήνει άλλους να κόψουν δένδρα, δεν καθαρίζει τις αντιπυρικές (που το ίδιο έχει ανοίξει βέβαια), δεν… κτλ. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι «το Δασαρχείο» δεν φτιάχνει τους νόμους, που επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν. «Το Δασαρχείο», ως δημόσια υπηρεσία, τους εφαρμόζει και εντέλλεται να προστατεύσει τη δημόσια περιουσία. Χωρίς λοιπόν τη χρηματοδότηση στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, πως θα μπορέσει «το Δασαρχείο» να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει; Μήπως τελικά η ευθύνη ανήκει σε αυτούς που έχουν κατά το Σύνταγμα τη νομοθετική πρωτοβουλία και την ευθύνη κατανομής των δημοσίων επενδύσεων και του τακτικού προϋπολογισμού; Κρίμα πάντως να γίνεται η Δασική Υπηρεσία «η αίρουσα την αμαρτία του Κόσμου», μια από τις παλαιότερες δημόσιες υπηρεσίες της χώρας με μεγάλη συνεισφορά στην εθνική οικονομία που ιδρύθηκε πριν 185 χρόνια, το 1836 επί Όθωνα από Βαυαρούς δασολόγους στα πρότυπα της Βαυαρικής Δασικής Υπηρεσίας, που τότε θεωρούταν η καλύτερη στον κόσμο μετά την Πρωσική. Μου έκανε εντύπωση που κανένα μέλος της, δεν συμμετέχει στην καθόλα άξια επιτροπή Ζερεφού για τα δάση, όπως και ότι δεν συμμετέχει κανένα μέλος της ιστορικής Δασολογικής Σχολής του ΑΠΘ που μετρά 104 χρόνια λειτουργίας και εμπειρίας και είναι παλαιότερη του Πανεπιστημίου που τη φιλοξενεί έχοντας ιδρυθεί στην Αθήνα το 1917, όπως και κανένα μέλος των άλλων Δασολογικών Σχολών.

Η ελπίδα

Ειλικρινά, δεν είμαι βέβαιος για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Θα αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της; Θα βοηθήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της; Θα ξαναζήσουν, θα ξανανιώσουν το δάσος οι κάτοικοι της Αττικής, της Εύβοιας της Πελοποννήσου; Ελπίζω και εύχομαι πάντως, να καταφέρουμε να μην επιβεβαιώσουμε τον Σεφέρη στις Μέρες Γ’: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό».

*Ο Φίλιππος Α. Αραβανόπουλος είναι Καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Παν/μιου Θες/νικης, Τακτικό Μέλος της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας και τέως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ

 

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση