του Νίκου Αβουκάτου
Η Ελλάδα είναι το νοτιότερο όριο της γεωγραφικής κατανομής του αγριόκουρκου. Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης αποτελεί σπάνιο είδος.
Ο Σκωτσέζικος πληθυσμός είχε εξαφανιστεί, όμως έχει γίνει επανένταξη του είδους από σουηδικούς πληθυσμούς. Στη Γερμανία κατατάχθηκε στην «Κόκκινη Λίστα», ως είδος που κινδυνεύει με εξαφάνιση, και πλέον βρίσκεται στις πιο χαμηλές ορεινές περιοχές της Βαυαρίας. Οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι σημαντικό ρόλο στη μείωση του είδους πιθανώς να διαδραματίσουν οι κλιματικές αλλαγές.
Ο αγριόκουρκος είναι ένα εμβληματικό είδος, τυπικό είδος των ψυχρόβιων κωνοφόρων δασών. Είναι σημαντικό ότι αποτελεί τον βιοενδείκτη υγιών δασών.
Αν και σε παγκόσμια κλίμακα δεν θεωρείται απειλούμενο, στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης έχει εμφανίσει σημαντική μείωση στον πληθυσμό του, κυρίως λόγο της διαταραχής των ενδιαιτημάτων του.
Σε μια περίοδο όπου οι περιβαλλοντικές αλλαγές, με σημαντικότερη αυτή της κλιματικής αλλαγής, αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την κατανομή ειδών και πληθυσμών αλλά και τη δομή οικοσυστημάτων, η παρακολούθηση και ανάλυση πληθυσμών για είδη που ζουν στα όρια εξάπλωσης τους, είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση τους αλλά και τη βελτίωση της προσαρμοστικότητάς τους.
Στην Ελλάδα ο αγριόκουρκος ζει μόνο στη Ροδόπη, τα βουνά των Σερρών (Λαϊλιάς), περιοχές της Θράκης και το όρος Άθως. Το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι επακριβώς γνωστό: η πρώτη εκτίμηση τον υπολόγιζε σε 330-380 άτομα, ενώ σήμερα υπολογίζεται σε 225-313 ζευγάρια. Παρά τα σχεδόν ανεπαρκή στοιχεία του πληθυσμού στη χώρα, ο αγριόκουρκος κατατάχθηκε στα Τρωτά (VU) είδη και θεωρείται πληθυσμός απομονωμένος από τους υπόλοιπους των Βαλκανίων.
Ο αγριόκουρκος είναι κάτοικος των μεγάλων ορεινών δασών κωνοφόρων. Επίσης προτιμά δάση κατά προτίμηση με αφθονία καρποφόρων θάμνων. Στη Σιβηρία αναπαράγεται στη ζώνη της τάιγκας. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη Δυτική Ροδόπη, o αγριόκουρκος απαντάται σε πυκνά, ώριμα μικτά δάση από κυρίως δασική (Pinus sylvestris) αλλά και Μαύρη πεύκη (P. nigra),λευκή ελάτη (Picea abies),οξιά (Fagus sylvatica) και λευκή ελάτη (Abies alba), με πυκνό υπόροφο αλλά και μικρά ξέφωτα. Στον Άθω βρέθηκε σε υψόμετρο 1.140-1.340 μ.
Η παρουσία του είναι δείκτης της καλής υγείας του δάσους: όταν μπορεί να επιβιώνει, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός δάσους πλούσιο σε βιολογική ποικιλότητα και ότι και πολλά άλλα είδη ζώων και φυτών μπορούν να ευδοκιμήσουν εκεί επίσης.
Στην εργασία Bioclimatic and environmental suitability models for capercaillie (Tetrao urogallus) conservation: Identification of optimal and marginal areas in Rodopi Mountain-Range National Park (Northern Greece) μελετήθηκαν οι παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή του αγριόκουρκου (Tetrao urogallus) στο Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης (Ε.Π.Ο.Ρ.) που αποτελεί και το νοτιότερο όριο παγκόσμιας εξάπλωσης του είδους.
«Ο αγριόκουρκος έχει εμφανίσει σημαντική μείωση στον πληθυσμό του, κυρίως λόγο της διαταραχής των ενδιαιτημάτων του στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης», επισήμανε ο Σταύρος Κεχαγιόγλου, Πρόεδρος του ΔΣ του Φορέα Διαχείρισης Οροσειράς Ροδόπης, M.Sc. Δασολόγος.
Για την εκπόνηση της εργασίας συγκεντρώθηκε ένα πλήθος 95 παρατηρήσεων παρουσίας του είδους, προερχόμενο από μια ανομοιογενή ομάδα παρατηρητών όπως ερευνητές, προσωπικό του Φορέα Διαχείρισης Ε.Π.Ο.Ρ. και άλλων.
Για την εκτίμηση των απαιτήσεων του είδους χρησιμοποιήθηκαν μοντέλα MAXENT ενώ αναλυθήκαν, σε δυο στάδια, με βάση τις βιοκλιματικές και τις περιβαλλοντικές μεταβλητές. Αρχικά εκτιμήθηκε ο βιοκλιματικός θώκος του είδους που προσδιόρισε την περαιτέρω ανάλυση των περιβαλλοντικών παραμέτρων μόνο στην περιοχή όπου η παρουσία του είδους δεν περιορίζεται από βιοκλιματικούς παράγοντες. Στη συνέχεια εντός της βιοκλιματικά κατάλληλης περιοχής αναζητήθηκαν οι περιβαλλοντικές εκείνες παράμετροι που καθορίζουν σημαντικά την κατανομή του είδους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο αγριόκουρκος έχει έναν στενό βιοκλιματικό θώκο περιοριζόμενο σε περιοχές με δροσερά και υγρά καλοκαίρια όπου η μέση θερμοκρασία της καλοκαιρινής περιόδου δεν ξεπερνά τους 10 βαθμούς Κελσίου, οι οποίες απαντώνται στα μεγάλα σχετικά υψόμετρα της περιοχής μελέτης. Σε ό,τι αφορά το ενδιαίτημα φαίνεται ότι αυτό καθορίζεται από την παρουσία συστάδων ερυθρελάτης σε τοπική κλίμακα, ενώ σε ευρύτερη ζώνη φαίνεται να ευνοείται από την παρουσία συστάδων οξιάς και πεύκης. Η καταλληλότητα του βιοτόπου μεγιστοποιόταν σε δάση μέτριας έως υψηλής πυκνότητας (50-80%). Αναγνωρίστηκαν δύο πυρήνες εξάπλωσης μέγιστης καταλληλότητας που συνδέονται με ένα στενό βιο-διάδρομο.
«Τα αποτελέσματα της εργασίας αναδεικνύουν τον σημαντικό ρόλο των κλιματικών παραμέτρων, που ενδεχομένως να περιορίσουν την παρουσία του είδους σε μικρότερες βιοκλιματικά κατάλληλες ζώνες στο μέλλον. Αναδεικνύει, ωστόσο, και τον σημαντικό ρόλο περιβαλλοντικών παραμέτρων όπως η δομή και σύνθεση των οικοσυστημάτων στον χώρο παρουσίας του είδους, γεγονός που επιτρέπει την λήψη μέτρων ώστε να βελτιστοποιείται η δομή και σύνθεση των δασικών οικοσυστημάτων ιδιαίτερα στις οριακά κατάλληλες περιοχές, προκείμενου να επιτραπεί στο είδους να εποικίσει ευρύτερες περιοχές εντός του καταλλήλου βιοκλιματικού θώκου», υπογράμμισε ο κ. Κεχαγιόγλου.
Ο κ. Κεχαγιόγλου ευχαριστεί θερμά τον κ. Κώστα Ποϊραζίδη (υπεύθυνο και συντονιστή της ερευνητικής εργασίας) και να συγχαρεί δημόσια όλη την ομάδα τονίζοντας ότι «είναι τιμή μας που τέτοιες επιστημονικές εργασίες γίνονται στο Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης».