Σημαντικά ζητήματα όσον αφορά τις προτεραιότητες, τις πολιτικές αλλά και τους ελέγχους για την ατμοσφαιρική ρύπανση έθεσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος σε ειδική συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας του Περιβάλλοντος της Βουλής, που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα με θέμα: «Ατμοσφαιρική ρύπανση στο αστικό περιβάλλον». Ειδικότερα η Β Αντιπρόεδρος του ΤΕΕ και καθηγήτρια του ΕΜΠ Αντωνία (Τώνια) Μοροπούλου τόνισε την ανάγκη αλλαγών στις προτεραιότητες και πολιτικές για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης λόγω της αλλαγής που έλθει επέλθει στο «μίγμα» των αερίων ρύπων στη χώρα τα τελευταία χρόνια από την τεχνολογική αλλαγή και την οικονομική εξέλιξη. Συνέδεσε μάλιστα την ανάγκη παρακολούθησης αυτών των αλλαγών και των νέων στοιχείων αερίων ρύπων με πιθανή έλλειψη χρηματοδότησης στη προγραμματική περίοδο 2014-2020 του Σώματος Επιθεωρητών Περιβάλλοντος.
«Οι σύγχρονες τεχνολογίες έχουν απομειώσει τα προβλήματα των εκπομπών αέριων ρύπων τόσο όσον αφορά στην κυκλοφορία, στις τεχνολογίες των οχημάτων, αλλά και όσον αφορά στη βιομηχανία», επεσήμανε χαρακτηριστικά η Β αντιπρόεδρος του ΤΕΕ και καθηγήτρια του ΕΜΠ Αντωνία (Τώνια) Μοροπούλου. Η κ. Μοροπούλου υπογράμμισε ότι, καθώς έχει αλλάξει το προφίλ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ανάλογα πρέπει να αλλάξουν οι προτεραιότητες και οι πολιτικές για την αντιμετώπισή του. Και τόνισε με έμφαση πως «το Τεχνικό Επιμελητήριο σε όλη του την πορεία έχει προβάλει την ανάγκη και νέων στρατηγικών στην έρευνα και τεχνολογία στην κατεύθυνση αυτή, αλλά και στην υιοθέτηση των προϊόντων της έρευνας και της καινοτομίας στις αναπτυξιακές διαδικασίες, έτσι ώστε να έχουμε αειφόρο βιομηχανία, δηλαδή να επιβαρύνει κατ' ελάχιστον το περιβάλλον. Να έχουμε αειφόρες μεταφορές και να έχουμε και αειφόρο κατασκευή».
Η αντιπρόεδρος του ΤΕΕ ανέφερε κατά τη διάρκεια της ομιλίας της ότι «σήμερα στην εποχή της αποβιομηχανοποίησης, έχουν μειωθεί τα αιωρούμενα σωματεία από τη βιομηχανία, που κατεξοχήν προέρχονταν από αυτήν. Όμως, όσο και ευτυχώς για τη χώρα μας η βιομηχανία των δομικών υλικών εξακολουθεί να είναι ανάμεσα στους παγκόσμιους παίχτες. Ας πούμε η βιομηχανία του τσιμέντου είναι στους «global 20». Είναι φανερό ότι έχουμε την υποχρέωση να προάγουμε εκείνες τις στρατηγικές της έρευνας που θα μειώσουν το ισοδύναμο σε μονοξείδιο του άνθρακα, που αντιστοιχεί στην ενεργοβόρο αυτή βιομηχανία ή να μειώσουν την παραγόμενη ιπτάμενη τέφρα. Ή να βελτιώσουν την ανακύκλωση της, έτσι ώστε να συμβάλουν στην απομείωση επιπτώσεων αιωρούμενων σωματιδίων τόσο στα νερά και στο έδαφος, όσο όμως και στις επιπτώσεις που έχουν στην υγεία, δεδομένου ότι γνωρίζουμε ότι καταλύουν στο βλεννογόνο των ανθρώπων κατά μερικές χιλιάδες φορές, τις δράσεις οι οποίες δημιουργούν προβλήματα». Σύμφωνα με την κ. Μοροπούλου «αυτή η αναγκαιότητα όπως και η αναγκαιότητα της συνάδουσας αειφόρου κατασκευής δεν έχουν εγγραφεί με τον τρόπο που πρέπει στις στρατηγικές και τις πολιτικές της έρευνας τεχνολογίας στη χώρα μας».
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής η αντιπρόεδρος του Τενχικού Επιμελητήριου σημείωσε: «ένα δεύτερο θέμα που προκύπτει από την αποβιομηχάνιση, είπε, και συνδέεται με νέα χαρακτηριστικά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, είναι το γεγονός ότι κλείνουν μεγάλες βιομηχανίες και ενισχύονται πολλές μικρομεσαίες έως μικρές δραστηριότητες, κυρίως στο χώρο της γαλβάνισης αλουμινίου ή μικρο-αλλατο-μεταλευτικής και δραστηριότητας που οδηγούν σε εκπομπή νανο και μικρο-σωματιδίων που ενισχύουν την πιο καταστροφική επίπτωση των αιωρούμενων σωματιδίων, η οποία ακόμα δεν έχει οριοθετηθεί διεθνώς. Συνεπώς χρειάζεται σε αυτή την απορρέουσα μεταστροφή του βιομηχανικού προφίλ της χώρας, μια καινούργια πολιτική ελέγχου των δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε μια αναφορά σε αυτές». Και πάνω σε αυτό σημείωσε: «Μέχρι σήμερα, από τη δεκαετία του 2000, υπήρξε η ανάπτυξη ενός ενδιάμεσου Σώματος Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, τους οποίους πιστοποιούσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος και οι οποίοι έκαναν το έργο της σύνδεσης του ελέγχου του περιβάλλοντος από το κέντρο προς τον παραγωγό των ρύπων ή των καταναλωτή των ρύπων. Αυτοί οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος σήμερα δεν υπάρχουν πια σαν Σώμα, δεδομένου ότι το ΕΣΠΑ που ήταν το τελευταίο χρηματοδοτικό εργαλείο που τους κρατούσε σε δράση, έχει περαιώσει το χρόνο της ζωής του και δεν ξέρουμε τι προβλέπεται με το καινούργιο ΣΕΣ. Είναι φανερό ότι υπάρχει ανάγκη αυτού του διαμεσολαβητικού σώματος που θα κάνει πολιτική μέχρι και το τελευταίο καταναλωτή». Επίσης η κ. Μοροπούλου εξέφρασε την άποψη ότι «η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει τα σημαντικά κέντρα τεχνογνωσίας που έχει, τα Πολυτεχνεία, όλες τις Πολυτεχνικές Σχολές της χώρας, τα Πανεπιστήμια και βεβαίως από την άποψη αυτή, θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα νέο ad hoc θεσμικό πλαίσιο που θα τα αξιοποιεί όλα αυτά και όχι μειοδοτικοί διαγωνισμοί που ακούμε ότι γίνονται σε αυτή τη φάση και οι οποίοι, απαξιώνουν, ενεργό δυναμικό και δομές της χώρας, που προκύπτουν από την επένδυση του κοινωνικού εσόδου της πολιτείας».