Ανούσιο το mega - φωτοβολταϊκό πάρκο στα ορυχεία της δυτικής Μακεδονίας, λέει το ΤΕΕ/ΤΔΜ

Παρέμβαση για την αναθέρμανση του σχεδιασμού κατασκευής του μεγα - φωτοβολταϊκού πάρκου 200 MW στα ορυχεία στη Δυτική Μακεδονία, πραγματοποιεί το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος / Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας.

Σε επιστολή του προς τη ΔΕΗ, τη ΔΕΗ Ανανεώσιμες, την Ηλιακό Βέλος Ένα ΑΕ, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κοινοποιούμενη σε Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, Δήμο Κοζάνης, Δήμο Εορδαίας και ΠΕΔ Δυτικής Μακεδονίας, το Τμήμα αναφέρει:

«Σύμφωνα με ανακοινώσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, προβλέπεται η επανενεργοποίηση του επενδυτικού σχεδίου (και μάλιστα με διαδικασίες fast track) για την κατασκευή μεγάλου φωτοβολταϊκού πάρκου ισχύος 200 MW στην περιοχή παλαιών ορυχείων της Κοζάνης, που θα δεσμεύει έκταση 5.200 στρεμμάτων. Σημειώνεται ότι δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στον σχεδιασμό η δημιουργία υποδομής για την κατασκευή εξαρτημάτων ή/και του συνόλου του εξοπλισμού των φωτοβολταϊκών γεγονός που θα δημιουργούσε πραγματικά νέες θέσεις εργασίας».

Το ΤΕΕ/τμήμα Δυτικής Μακεδονίας επισημαίνει ότι η Δυτική Μακεδονία έχοντας αποτελέσει επί δεκαετίες τον κεντρικό πυλώνα της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, αξιοποιώντας το εγχώριο ορυκτό καύσιμο που διαθέτει, «έχει αναπτύξει ένα μονοδιάστατο οικονομικό μοντέλο στηριζόμενο στην βιομηχανία του λιγνίτη». «Η προοδευτικά μειούμενη συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα καθώς και η μείωση της εγκατεστημένης ισχύος με απόσυρση μονάδων, τόσο αυτών που ήδη έχουν πραγματοποιηθεί όσο και αυτών που αναμένονται στην επόμενη δεκαετία, οδηγούν μονοσήμαντα σε μια νέα εποχή μετάβασης της περιοχής σε ένα νέο παραγωγικό σύστημα με νέες δραστηριότητες που θα εξασφαλίζουν την βιώσιμη ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας», συμπληρώνει το Τμήμα.

Στα κύρια ζητούμενα της διαδικασίας μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, σύμφωνα πάντα με το ΤΕΕ/ΤΔΜ, είναι:

  • Η διατήρηση του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής με αξιοποίηση της υφιστάμενης τεχνογνωσίας και του τεχνικού δυναμικού της, μέσω της ανάπτυξης και εφαρμογής νέων τεχνολογικών λύσεων, την καινοτομία και την εξωστρέφεια.
  • Η επανάχρηση των εδαφών, που έχουν απαλλοτριωθεί επί σειρά δεκαετιών από τη ΔΕΗ ΑΕ και τα οποία ανέρχονται σε 200.000 στρέμματα, με δραστηριότητες που θα συμβάλλουν καθοριστικά στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο της περιοχής.
  • Η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και εισοδήματος προς αναπλήρωση των αντιστοίχων απωλειών από την προοδευτικά μειούμενη λιγνιτική βιομηχανία καθώς και νέων ευκαιριών απασχόλησης στην περιφέρεια που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό νεανικής ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως αναφέρεται, ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση τέτοιου μεγέθους επενδύσεων και μάλιστα για τη Δυτική Μακεδονία που από το 2004 μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν χαθεί πάνω από 10 χιλιάδες άμεσες, έμμεσες και επαγόμενες με τη λιγνιτική βιομηχανία θέσεις εργασίας με εξίσου αρνητική πρόβλεψη για το μέλλον, αποκτά η συμβολή τους στην απασχόληση. Το έργο αυτό εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε περιορισμένο αριθμό νέων μόνιμων θέσεων εργασίας και θα πρέπει να αξιολογηθεί στη βάση του κόστους – οφέλους με κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, σύμφωνα με τις αυξημένες απαιτήσεις της περιοχής αλλά και με εναλλακτικές λύσεις αξιοποίησης της έκτασης που θα δεσμευθεί.

Εκτός των ανωτέρω επισημαίνεται ότι η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας λόγω της ισχυρής εξάρτησης από τη λιγνιτική βιομηχανία και την αναγκαιότητα πρόβλεψης ειδικών πολιτικών, συμπεριλαμβάνεται πλέον ως μια από τις τρεις πιλοτικές περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον σχεδιασμό έργων οικονομικής και τεχνολογικής μετάβασης (Coal Platform). Το συγκεκριμένο έργο δεν έχει τεθεί σε διαβούλευση στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, ενώ όπως προαναφέρθηκε δεν θα συμβάλει στους στόχους που έχουν τεθεί για την μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο.

Για τους λόγους αυτούς, υπογραμμίζει το Τμήμα, «κρίνεται απαράδεκτο το γεγονός της αναθέρμανσης των σεναρίων υλοποίησης ενός έργου με αμελητέα ουσιαστική συνεισφορά στην τοπική απασχόληση, δεσμεύοντας μάλιστα εκτάσεις άνω των 5.000 στρεμμάτων, χωρίς καμιά συνεννόηση με την τοπική κοινωνία».

Καταλήγοντας, τo ΤΕΕ/τμήμα Δυτικής Μακεδονίας επισημαίνει το γεγονός ότι πέραν του αυτονόητου της απόσυρσης αυτού του είδους «επενδύσεων», ΔΕΗ, Τοπική Κοινωνία, Κεντρική Κυβέρνηση οφείλουν να συνεργαστούν ουσιαστικά για την πραγματοποίηση πραγματικά παραγωγικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. «Στόχος που δεν περιορίζεται σε τοπικό περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο αλλά πια και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τον οποίο οφείλουμε να υπηρετούμε όλοι», καταλήγει το ΤΕΕ/ΤΔΜ.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση