Η Διάσκεψη Ρίο+20 δεν προχώρησε σε ουσιαστικές δεσμεύσεις, προτάσεις, χρονοδιαγράμματα ή στόχους σύμφωνα με το τελικό κείμενο. Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 20 μέχρι τις 22 Ιουνίου στο Ρίο ντε Τζανέιρο υπήρξε κατώτερη των προσδοκιών που περίμενε η παγκόσμια κοινότητα.
Αντίθετα, η διάσκεψη της Γης, ακριβώς 20 χρόνια πριν είχε καταλήξει σε συμφωνίες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την εξάλειψη της φτώχειας και την περίφημη Ατζέντα 21.
Οι αρχηγοί 190 κρατών και κυβερνήσεων έδειξαν απροθυμία να υιοθετήσουν συγκεκριμένα μέτρα με στόχο να διασφαλιστεί η προστασία του περιβάλλοντος και η δίκαιη κατανομή των φυσικών πόρων για όλους τους ανθρώπους και για όλες τις γενεές.
Η μόνη επιτυχία της είναι ότι δεν κατέρρευσε και αυτό γιατί μόλις δύο βδομάδες πριν από την έναρξη της, διέρρευσε το προσχέδιο του τελικού σχεδίου δράσης, στο οποίο μόνο το 20% του κειμένου είχε συμφωνηθεί. Το προσχέδιο του τελικού κειμένου βρισκόταν σε διαπραγμάτευση μεταξύ των 190 κυβερνήσεων για μερικούς μήνες και οι διαφωνίες στο κείμενο, κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ, της ομάδας των αναπτυσσόμενων χωρών G77 με την Κίνα στα ηνία, και της ΕΕ, ήταν ουσιαστικές και αφορούσαν τη διάκριση αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών. Συγκεκριμένα, η αρχή της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης αμφισβητήθηκε από τις ΗΠΑ, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες έθεσαν θέματα απευθείας χρηματοδότησης από τις αναπτυγμένες χώρες, εν μέσω της οικονομικής κρίσης των τελευταίων.
Όμως, με ένα διαπραγματευτικό ελιγμό, που είχε ως στόχο την αποφυγή αδυναμίας κατάληξης σε συμφωνία, οι συμμετέχουσες χώρες αφαίρεσαν τα μέρη του κειμένου για τα οποία υπήρχαν διαφωνίες, με αποτέλεσμα το τελικό κείμενο να είναι η πιο αποδυναμωμένη εκδοχή από την αρχή των διαπραγματεύσεων. Έτσι, οι ηγέτες 190 κρατών υπέγραψαν το τελικό κείμενο, κατά το οποίο «αναγνωρίζουν», «βεβαιώνουν» και «εκφράζουν τη βαθιά τους ανησυχία» σχετικά με τις τωρινές και επερχόμενες περιβαλλοντικές κρίσεις και την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, χωρίς να υπάρχει καμία κατευθυντήρια γραμμή για υιοθέτηση στόχων και προτάσεων. Και όχι μόνο δεν υπάρχει καμία πρόθεση για δράση στο τελικό κείμενο, αλλά το κύριο επίτευγμά του θεωρείται από πολλούς φορείς η ανανέωση των αρχικών δεσμεύσεων περί αειφόρου ανάπτυξης της Διάσκεψης της Γης, το 1992.
Ούτε όμως για αυτό μπορούμε να πανηγυρίσουμε: Ενώ το 1992 η παγκόσμια κοινότητα είχε ορίσει την αειφόρο ανάπτυξη ως παγκόσμιο στόχο και η αποσαφήνιση των απαραίτητων πολιτικών για τη στροφή προς ένα βιώσιμο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο αποτελούσε το ζητούμενο αυτά τα 20 χρόνια, το τελικό κείμενο του Ρίο+20 εγείρει ερωτηματικά για το αν αναγνωρίζεται καν αυτός ο στόχος. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά σε κείμενο Συνδιάσκεψης για την Αειφόρο Ανάπτυξη και το Περιβάλλον εμφανίζεται ο όρος «διατηρήσιμη μεγέθυνση» (sustained growth), ο οποίος χρησιμοποιείται εναλλάξ με τους όρους βιωσιμότητα (sustainability) και αειφόρος ανάπτυξη (sustainable development). Αν και στα αγγλικά η απόκλιση των όρων αυτών γίνεται εμφανώς πιο αντιληπτή, είναι άκρως ανησυχητική η διατύπωση της «διατηρήσιμης μεγέθυνσης» ως στόχου και λύσης για την πολλαπλή κρίση που βιώνουν οι κοινωνίες παγκόσμια σήμερα. Ο στόχος για διατήρηση του μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης, ως έχει σήμερα, μοιάζει να μην αναγνωρίζει τον πεπερασμένο χαρακτήρα των φυσικών πόρων του πλανήτη και την κοινωνική ανισοκατανομή, ζητήματα που το 1992 είχαν αποτελέσει το επίκεντρο της Διάσκεψης.
Επιπλέον, καθώς ως επίσημος σκοπός της Διάσκεψης Ριο+20 είχε οριστεί η πράσινη οικονομία μέσα στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και της εξάλειψης της φτώχειας και ο σχεδιασμός ενός θεσμικού πλαισίου για την ικανοποίηση των παραπάνω στόχων, η αποσαφήνιση της έννοιας της πράσινης οικονομίας συνδέθηκε με προτάσεις εμπορευματοποίησης των φυσικών πόρων και μοντέλα σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για τη διαχείρισή τους. Και ενώ αυτό εξασφαλίζει μια ανάσα χρηματοδότησης για την υλοποίηση απαραίτητων έργων στον αναπτυσσόμενο νότο, περιβαλλοντικές οργανώσεις και αγρότες του νότου καταγγέλλουν την πρόθεση μεταφοράς της συλλογικής χρήσης των γαιών προς τον ιδιωτικό τομέα και αποκλεισμό των φτωχότερων στρωμάτων από την πρόσβαση σε βασικά αγαθά.
Στο θέμα τώρα του θεσμικού πλαισίου, είχε προταθεί η δημιουργία ενός παγκόσμιου οργανισμού περιβάλλοντος, το οποίο ήταν αμφίβολο αν θα ενίσχυε την περιβαλλοντική προστασία χωρίς την παράλληλη υιοθέτηση πολιτικών αντιμετώπισης της κοινωνικής και οικονομικής ανισοκατανομής. Για την ισόρροπη προώθηση των τριών πυλώνων της αειφόρου ανάπτυξης (περιβαλλοντικής προστασίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής ανάπτυξης), τα πρώτα προσχέδια προέβλεπαν τη θέσπιση Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, κατά τα πρότυπα των Στόχων της Χιλιετίας και χωρίς αυτοί να αναιρούνται, πρόταση που αναγνωρίστηκε ως θεμιτή αλλά δεν αποσαφηνίστηκε στο τελικό κείμενο. Όσον αφορά το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο, αποφασίστηκε η οικονομική ενίσχυση του UNEP και η παράλληλη δημιουργία ενός πολιτικού φόρουμ σε επίπεδο ηγεσίας, που θα αντικαταστήσει την υπάρχουσα Επιτροπή Βιώσιμης Ανάπτυξης και θα ενισχύσει το ρόλο της.
Είναι σίγουρο πως μια Σύνοδος, από μόνη της και μέσα σε τρεις μέρες, δεν δύναται να δρομολογήσει τη στροφή προς την αειφόρο ανάπτυξη και πως οι πολιτικές βιώσιμης και ορθής διαχείρισης των φυσικών πόρων και αντιμετώπισης της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας θα πρέπει να διαπερνούν διεθνή, περιφερειακά, εθνικά και τοπικά επίπεδα. Όμως, απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίησή τους αποτελεί η πολιτική βούληση και εδώ.