του Δημήτρη Διαμαντίδη
Αρχίζει η προοπτική της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής ή στην υλοποίηση των επενδύσεων;
Και όμως φαίνεται ότι μία «αθόρυβη επανάσταση» λαμβάνει χώρα, καθώς όπως σημειώνει το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών, η βιώσιμη ανάπτυξη αρχίζει σταδιακά να αποτελεί συστατικό στοιχείο στη λήψη αποφάσεων οικονομικού περιεχομένου.
Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδείχθηκε μέχρι στιγμής αρκετά παθητική στην προοπτική μίας τέτοιας αλλαγής, εντούτοις οι θεσμικές αρχές της οικονομίας σε διάφορες χώρες οδηγούν τις εξελίξεις.
Ειδικότερα, στη Γαλλία για πρώτη φορά διεθνώς δημιουργήθηκε υποχρεωτικός κανονισμός, που έχει σχέση με την περιβαλλοντική συμμόρφωση θεσμικών επενδυτών. Η Νορβηγία σταδιακά περιορίζει τις επενδύσεις σε άνθρακα του Sovereign Wealth Fund, που διαθέτει, ενώ η Νότια Αφρική εισήγαγε περιβαλλοντικές προδιαγραφές με άξονα την βιώσιμη ανάπτυξη στις προϋποθέσεις εισαγωγής εταιρειών στο χρηματιστήριο.
Παρομοίως στη Βραζιλία οι κανονισμοί λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος απαιτούν να συνυπολογίζεται λογιστικά και το περιβαλλοντικό ρίσκο, ενώ η Σουηδική κυβέρνηση προωθεί μία βιώσιμη ατζέντα, η οποία στοχεύει στο να ενημερώνονται καλύτερα οι επενδυτές για θέματα climate risk.
Την ίδια στιγμή και ο ιδιωτικός χρηματοοικονομικός τομέας κινείται με ταχύτητα προς την αυτή κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό, ο επενδυτικός γίγαντας Blackrock, δημιούργησε έναν δείκτη fossil-free (που δεν περιλαμβάνει επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα), ενώ η Axa, μία από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες διεθνώς, δεσμεύτηκε να απομακρυνθεί από τις επενδύσεις σε άνθρακα.
Παράλληλα, καταγράφεται μαζική κίνηση περικοπής ή πώλησης στοιχείων ενεργητικού, που αφορούν σε επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα και άνθρακα. Συνολικά παγκοσμίως δημόσιοι και ιδιωτικοί θεσμοί με στοιχεία ενεργητικού αξίας μεγαλύτερης των 2,6 τρις. δολαρίων έχουν δεσμευτεί να απεμπολήσουν τις επενδύσεις τους σε ορυκτά καύσιμα.
Στην άλλη «όχθη» οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν αρχίσει να «απονομιμοποιούνται» , καθώς η δραστηριότητα τους είναι ασύμβατη με τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, που λαμβάνουν υπόψη τους την προστασία του περιβάλλοντος.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο συμβουλευτικός οίκος McKinsey έχει εκτιμήσει πως το 30-40% της αξίας των εταιρειών ορυκτών καυσίμων μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο, εξαιτίας της λεγόμενης “carbon bubble”, που αφορά στην υπερεκτίμηση των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων. Μάλιστα η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας τονίζει πως τα 2/3 αυτών των αποθεμάτων θα πρέπει να μην εξορυχθούν, προκειμένου ο κόσμος να αποφύγει μία ανεπανόρθωτη κλιματική αλλαγή, όπερ σημαίνει πως οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων ίσως να μην μπορέσουν να αξιοποιήσουν όλη τη δυναμική τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ευρωπαϊκός χρηματοπιστωτικός τομέας έχει επενδύσει πάνω από ένα τρις. Ευρώ σε στοιχεία ενεργητικού που έχουν σχέση με τα ορυκτά καύσιμα, εξάγεται το συμπέρασμα πως η Ε.Ε. ίσως αντιμετωπίζει μεγάλο ρίσκο λόγω του “carbon bubble”.