Η συλλογή αυτοφυών βοτάνων με φαρμακολογική δράση είναι μια δραστηριότητα συνυφασμένη με την ελληνική ύπαιθρο και την παράδοση στο βάθος των αιώνων. Μάλιστα, η φύση έχει σταθεί ιδιαίτερα γενναιόδωρη στον τόπο μας, χαρίζοντάς του μια πλούσια γκάμα από αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Ωστόσο, η καλλιέργειά τους για συστηματική εμπορία, που συνδέεται με τη μεταποίησή της σε μεγαλύτερη κλίμακα, είναι κάτι σχετικά καινούργιο για τον εγχώριο πρωτογενή τομέα και, όπως παρατηρούν οι γνώστες του κλάδου, με χρονική υστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να περιορίζεται σε έναν πολύ μικρό αριθμό σε σχέση με το εύρος εμβληματικών ενδημικών φυτών, για λόγους τους οποίους η «Ύπαιθρος Χώρα» συζήτησε με εκπροσώπους μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουν ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους είναι η ανάπτυξη της καλλιέργειας ελληνικών ΑΦΦ και εξηγούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η «στροφή» προς αυτόν τον κλάδο μπορεί να έχει προοπτικές.
Για τη δυναμική και τις δυνατότητες αξιοποίησης του «θησαυρού» των ΑΦΦ της ελληνικής χλωρίδας κάνει λόγο στο άρθρο του, που δημοσιεύει η «Ύπαιθρος Χώρα», ο Μόσχος Πολυσίου, ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επί σειρά ετών ειδικός στα θέματα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
13 είδη αρωματικών φυτών που θα ανατάξουν τον τομέα
Τα τελευταία χρόνια, κατηγορίες διαφόρων καταναλωτικών προϊόντων, βασισμένων σε Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά (ΑΦΦ), κυκλοφορούν ευρέως με διάφορες ονομασίες οι οποίες είναι βοτανικά τσάγια και ροφήματα, διαιτητικά συμπληρώματα, λειτουργικά τρόφιμα, ομοιοπαθητικά φάρμακα, διατροφικά φαρμακευτικά, φυτικά φάρμακα, βοτανικά φάρμακα, αρωματοθεραπευτικά έλαια.
Είναι γνωστό ότι, στη χώρα μας, τα αυτοφυή ΑΦΦ έχουν χρησιμοποιηθεί και έχουν γίνει αντικείμενο εμπορίου από την αρχαιότητα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έναν πολύ σημαντικό αριθμό ειδών με κυριότερα τη ρίγανη, το θυμάρι, το θρούμπι, το φασκόμηλο, το γλυκάνισο, το μάραθο (μαραθόσπορος), το χαμομήλι, τη δάφνη, τη μέντα, τον δυόσμο, το φλισκούνι, τη λεβάντα, το μελισσόχορτο και τέλος τα μοναδικά και πολύ γνωστά τοπικά προϊόντα κάποιων περιοχών της Ελλάδας όπως τη μαστίχα της Χίου, τον κρόκο της Κοζάνης, το δίκταμο της Κρήτης και το τσάι του βουνού της Βρύναινας (Ν. Μαγνησίας).
Οι προσπάθειες των τελευταίων ετών έδειξαν ότι τα παραπάνω ΑΦΦ μπορούν να αποτελέσουν τις νέες δυναμικές και πολλά υποσχόμενες εναλλακτικές καλλιέργειες. Προϋπόθεση σε αυτό ήταν και παραμένει η πολύ καλή οργάνωση και γνώση των τεχνικών, από την καλλιέργεια μέχρι τη μεταποίηση και εμπορία των επώνυμων προϊόντων, από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Η χρησιμοποίηση του καλύτερου γενετικού υλικού, κατά προτίμηση εγχώριου, σε συνδυασμό με τον βιολογικό τρόπο καλλιέργειας, φαίνεται επίσης να αποτελούν τα βασικά πλεονεκτήματα των ελληνικών ΑΦΦ στη διεθνή αγορά.
Το ξηροθερμικό κλίμα, καθώς και η πολύ καλή σύσταση του εδάφους των περισσοτέρων ημιορεινών και πεδινών περιοχών σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια, συμπληρώνουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για προϊόντα με μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις και υψηλών ποιοτικών και ποσοτικών προδιαγραφών.
Όλες οι εργασίες παραγωγής και μεταποίησης των ΑΦΦ πρέπει να γίνονται σύμφωνα με έναν Οδηγό Ορθής Αγροτικής Πρακτικής (GAP). Ειδικά για τις εξαγωγές των προϊόντων ΑΦΦ, η κάθε παρτίδα απαιτείται να συνοδεύεται, εκτός από το πρωτόκολλο απεντόμωσης για την ξηρή δρόγη, και από την πλήρη χημική και μικροβιολογική ανάλυση.
Παρά την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, οι κυριότερες εισαγωγικές ευρωπαϊκές χώρες ΑΦΦ όπως οι Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ελβετία και Ιταλία, αναζητούν έντονα τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα και προσφέρουν πολύ ικανοποιητικές τιμές. Έτσι, οι τιμές χονδρικής πώλησης για την ξηρή δρόγη κυμαίνονται από 5 μέχρι και 10 ευρώ το κιλό. Με αποδόσεις από 100 Kg/στρέμμα μέχρι 400 Kg/στρέμμα ξηρής δρόγης, ανάλογα με το είδος και το μέρος του φυτού, παρατηρούμε ότι οι μεικτές στρεμματικές απολαβές ανέρχονται από 960 (ρίγανη, τσάι του βουνού ) έως και 4.000 ευρώ (μελισσόχορτο) ( Πίνακας 1).
Αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την εγκατάσταση της πολυετούς –συνήθως– φυτείας, που δεν ξεπερνά τα 300 – 600 ευρώ/στρέμμα, οι άλλες δαπάνες για τις καλλιεργητικές φροντίδες (λίπανση, άρδευση, ξεβοτάνισμα) είναι σχετικά μικρές, τότε οι καθαρές απολαβές, σε σύγκριση με άλλα γεωργικά προϊόντα, είναι πολύ υψηλότερες.
- Πίνακας 1. Ενδεικτικές τιμές ξηρής δρόγης και αποδόσεις καλλιεργούμενων ΑΦΦ.
Φυτό | €/kg | Φυτικό μέρος | Απόδοση Kg/στρέμμα | Έσοδα μεικτά €/στρέμμα |
Melissa officinalis (μελισσόχορτο) | 10 | φύλλο | 400 | 4.000 |
Rosmarinus officinalis (δενδρολίβανο) | 5 | φύλλο | 300 | 1.500 |
Origanum vulgare (ρίγανη) | 8 | φύλλο | 120 | 960 |
Ocimun basilicum (βασιλικός) | 7,5 | φύλλο | 400 | 3.000 |
Chamomilla matricaria(χαμομήλι) | 10 | άνθος | 100 | 1.000 |
Salvia officinalis (φασκόμηλο) | 7,5 | φύλλο | 400 | 3.000 |
Mentha piperita(μέντα) | 10 | φύλλο | 300 | 3.000 |
Sideritis sp.(τσάι του βουνού) | 8 | φύλλο | 120 | 960 |
Lavandula angustifolia (λεβάντα) | 10 | άνθος | 200 | 2.000 |
Origanum dictamnus (δίκταμος) | 8 | φύλλα | 200 | 1.600 |
Thymus vulgaris(θυμάρι) | 7,5 | φύλλο | 400 | 3.000 |
Satureja hortensis (θρούμπι) | 6,5 | φύλλο | 400 | 2.800 |
Origanum majorana(μαντζουράνα) | 7 | φύλλο | 200 | 1.400 |
Οι απολαβές αυτές γίνονται ακόμα μεγαλύτερες εάν οι παραγωγοί προχωρήσουν οι ίδιοι στη μεταποίηση, δηλαδή στην απόσταξη ή την εκχύλιση των προϊόντων τους. Τα αιθέρια έλαια και τα υδατικά εκχυλίσματα των ΑΦΦ είναι επίσης περιζήτητα όχι μόνο από τους κλάδους των τροφίμων, φαρμάκων κ.λπ., αλλά και από τη σύγχρονη κτηνοτροφία και τη βιολογική γεωργία ως φυσικά αντιβιοτικά και ως αβλαβή φυτοπροστατευτικά, χάρη στις ευρέως φάσματος αντιμικροβιακές και εντομοαπωθητικές-εντομοκτόνες ιδιότητές τους. Η επένδυση προς αυτήν τη μεταποίηση δεν απαιτεί ιδιαίτερα μεγάλα κεφάλαια.
Αξίζει να τονιστεί ότι οι τιμές πώλησης αιθερίων ελαίων διεθνώς είναι υψηλές και εξαρτώνται από την προσφορά και τη ζήτηση. Για παράδειγμα, το περασμένο φθινόπωρο, οι τιμές για το αιθέριο έλαιο της λεβάντας κυμάνθηκαν από 20 έως 100 ευρώ το λίτρο, ανάλογα με την ποιότητα.
Ως πρώτη ποιότητα θεωρείται το αιθέριο έλαιο της λεβάντας του οποίου τα ποσοστά σε καμφορά και ευκαλυπτόλη είναι σχεδόν μηδενικά. Επίσης, αναφέρεται ότι τα καλύτερα αποτελέσματα της λεβάντας τα έχουμε όταν αυτή καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων. Επιπλέον, ακόμη και η συσκευασία επιβαρύνει την τιμή του τελικού προϊόντος.
Στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 2) βλέπουμε πόσο αλλάζει η τιμή του αιθερίου ελαίου της μέντας, του μελισσόχορτου και του βασιλικού, όταν η ποσότητα διαφοροποιείται από τα 100 mL στο ένα λίτρο (1L) .Το μελισσόχορτο έχει την υψηλότερη τιμή , η οποία πλησιάζει τα 5.000 ευρώ το λίτρο. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή η απόδοση του φυτού αυτού σε αιθέριο έλαιο είναι μικρή, και κυμαίνεται μεταξύ 0,2%-0,3% .
Πίνακας 2: Ενδεικτικές τιμές (σε ευρώ) αιθερίων ελαίων που εισάγονται στην Ελλάδα.
Αιθέριο έλαιο | 100 mL | 500 mL | 1 L |
Μέντα* | 19,74 | 92,71 | 171,68 |
62,39 | 292,95 | 542,51 | |
Μελισσόχορτο* | 31,15 | 146,27 | 270,87 |
194,14 | 911,62 | 1688,19 | |
537,46 | 2523,70 | 4673,51 | |
Βασιλικός | 38,97 | 182,99 | 338,88 |
* Η διαφορά στην τιμή οφείλεται στην ανομοιογένεια των προϊόντων (καθαρότητα, σύσταση κ.λπ.).
Οι αρμόδιοι κεντρικοί φορείς, πέρα από τα πολύ γενικά προγράμματα, πρέπει να προχωρήσουν σε ένα συγκεκριμένο και πολύ φιλόδοξο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της παραγωγής ΑΦΦ, σε κάθε περιφέρεια, στηρίζοντας ουσιαστικά τη δημιουργία ομάδων παραγωγών – μεταποιητών από την εγκατάσταση της φυτείας, με ντόπιο γενετικό πολλαπλασιαστικό υλικό, μέχρι τη μεταποίηση και την προώθηση εξαγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, η καλλιέργεια των ΑΦΦ μπορεί να εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως δυναμικό κλάδο της ελληνικής γεωργίας. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην ανάπτυξη μεταποιητικών επιχειρήσεων και να συμβάλλει στη συγκράτηση του νέου πληθυσμού στην ύπαιθρο.
Η μεταποίηση ζητάει τα ελληνικά βότανα
Τη σαφή προτίμηση της εγχώριας μεταποίησης στις ελληνικές καλλιέργειες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών επιβεβαιώνουν στελέχη ορισμένων από τα μεγαλύτερα brands του χώρου. Tην ίδια στιγμή, όμως, διαπιστώνουν έλλειμμα ως προς την πιστοποίηση της ελληνικής προέλευσης του πολλαπλασιαστικού υλικού.
Η APIVITA, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γαρδίκη, διευθυντή του Τμήματος Επιστημονικών Υποθέσεων της εταιρείας, προμηθεύεται το 90% της πρώτης ύλης που μεταποιεί από την εγχώρια παραγωγή και οι εισαγωγές της εταιρείας περιορίζονται σε κάποια πολύ λίγα είδη, που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Αντίστοιχα, ο Γιώργος Σταυρόπουλος, γεωπόνος Έρευνας και Ανάπτυξης της ΚΟΡΡΕΣ, αναφέρει ότι η εταιρεία προμηθεύεται «μόνο ελληνικής καλλιέργειας πρώτη ύλη» και ότι εισάγει μόνο έτοιμα εκχυλίσματα «σε κάποια είδη φυτών που δεν μας ενδιαφέρει να καλλιεργήσουμε εδώ, όπως είναι κάποια τροπικά είδη και κάποια ελάχιστα που κρατάμε από παλιότερα, πριν κάνει την έναρξή του ο τομέας των εκχυλίσεων εδώ». Διαβεβαιώνει, μάλιστα, ότι σε ό,τι αφορά την ΚΟΡΡΕΣ, «δεν μας ενδιαφέρει να δουλέψουμε φυτά που δεν είναι συνδεδεμένα με την πλούσια ελληνική φύση».
Περιορισμένη η καλλιέργεια ενδημικών ειδών
Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι στη χώρα ενδημούν περισσότερα από 150 είδη ΑΦΦ, παρατηρείται μια συγκέντρωση της συστηματικής καλλιέργειας στον κλάδο σε ελάχιστα από αυτά, που αποτιμάται σε μονοψήφιο αριθμό ειδών.
Ο κ. Γαρδίκης διαπιστώνει ότι «η στροφή σε νέα είδη είναι πάρα πολύ αργή. Διακρίνω έναν σχετικό συντηρητισμό. Εμείς βάζουμε κάποια νέα είδη με πιλοτικές καλλιέργειες δικές μας, γιατί είναι δύσκολο να βρει κανείς κάτι τέτοιο εκτός των εμπορικών ποικιλιών». Επισημαίνει ότι η APIVITA προσπαθεί να ενθαρρύνει τους καλλιεργητές να μπουν σε νέα είδη που χρειάζεται η μεταποίηση, ωστόσο, γεγονός είναι πως υπάρχει μια καθυστέρηση στην Ελλάδα όσον αφορά αυτό το θέμα. Δίνοντας τη δική του εξήγηση για αυτό, τόνισε πως «η ελληνική χλωρίδα διαθέτει 1.490 ενδημικά φυτά, από τα οποία τουλάχιστον το 15% είναι ΑΦΦ, και από αυτά αξιοποιούνται τα… πέντε. Την ίδια στιγμή, έχουμε εμβληματικά ενδημικά φυτά που έχουν έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων να κυκλοφορήσουν ως φυτικά φάρμακα, κάτι το οποίο δεν έχει αξιοποιηθεί, ούτε από τους παραγωγούς ούτε από μεγαλύτερες εταιρείες. Όλα αυτά δείχνουν καθαρά πως υπάρχει σε μεγάλο βαθμό έλλειμμα τόλμης και επιχειρηματικότητας».
Από την πλευρά του, ο κ. Σταυρόπουλος εκτιμά πως ο περιορισμός της καλλιέργειας σε συγκεκριμένα είδη συνδέεται με τη μεγαλύτερη ζήτηση που παρουσιάζουν από άποψη ποσότητας. Σε αντιδιαστολή με την ποσότητα που «ενθαρρύνει» συγκεκριμένα είδη, αναφέρει ότι «εμείς, στην ΚΟΡΡΕΣ, επιδιώκοντας να έχουμε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της αγοράς, είμαστε αναγκασμένοι να πάμε σε πολλά διαφορετικά είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών για να καλύψουμε όλο το εύρος των αναγκών μας. Επενδύοντας στη διαφορετικότητα, στην εντοπιότητα των ειδών και στην ποιότητά τους, δεν τίθεται θέμα μαζικής ποσότητας, όπως για μια εταιρεία που διαχειρίζεται τόνους. Εμείς για κάποια εκατοστή κιλά που θέλουμε από κάθε είδος, μπορούμε να επικεντρώσουμε σε μία ή δύο περιοχές και να δουλέψουμε πάνω στην ποιότητά του. Έχουμε αυτήν την ευχέρεια, καθώς και να επενδύσουμε στην έρευνα που απαιτεί το να εισάγεις μια νέα συστηματική καλλιέργεια.
Μια εταιρεία κατά βάση εμπορική δεν έχει αυτήν την ευχέρεια». Από αυτή την άποψη, και στο πλαίσιο της ανάπτυξης της καλλιέργειας ΑΦΦ στη χώρα, ο κ. Σταυρόπουλος βλέπει ως καταλύτη τον ρόλο του δευτερογενούς τομέα και δη της συμβολαιακής γεωργίας στον κλάδο, την οποία εφαρμόζει η ΚΟΡΡΕΣ. «Για να αναπτυχθεί μια καλλιέργεια ή να γίνει μια μεταβολή μιας υπάρχουσας καλλιέργειας, θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η διάθεση του προϊόντος. Κάτι τέτοιο εξασφαλίζεται μόνο με τη συμβολαιακή γεωργία, δηλαδή με τον δευτερογενή τομέα, ο οποίος θα ζητήσει συγκεκριμένες ποσότητες και είδη και θα επενδύσει πάνω σε αυτά», υπογράμμισε.
Από μια άλλη σκοπιά, αξιοσημείωτη είναι και η εμπειρία του Νότη Καμαριάρη, εκ των ιδρυτών της ΑΝΘΗΡ. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην καλλιέργεια και χονδρική εμπορία αποξηραμένου προϊόντος, μειγμάτων με φαρμακευτικές δράσεις και εκχυλισμάτων, με θεμέλιο λίθο τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Καλλιεργητών Αρωματικών, Φαρμακευτικών και Ενεργειακών Φυτών Αιτωλοακαρνανίας (ΑΣΚΑΦΕΦΑ), ενώ αναπτύσσει συνεργασίες με τη μορφή συμβολαιακής με ανεξάρτητους παραγωγούς από άλλες περιοχές. «Εμείς είχαμε δοκμάσει 35 φυτά στα πρώτα πέντε χρόνια. Είδαμε, όμως, ότι αυτό δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Και επειδή οι εταιρείες ζητάνε μεγάλες ποσότητες στο εξωτερικό, όταν έχεις 35 είδη σε 500 στρέμματα, αναγκαστικά μειώνεις πολύ τις ποσότητές σου, σε σχέση με το να έχεις 5 είδη. Λιγότερα είδη και σε μεγαλύτερες ποσότητες είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα, με την έννοια ότι κάθε φυτό έχει τις δικές του ανάγκες, διαφορετική μεταχείριση, καλλιεργητική και μετασυλλεκτική. Έτσι, εστιάσαμε τα τελευταία χρόνια σε επτά είδη, κατ’ εξοχήν ελληνικές ποικιλίες».
Κενά στην πιστοποίηση της προέλευσης σπόρων
Μιλώντας για «ελληνικότητα», ο κ. Καμαριάρης σημειώνει: «Στο θέμα της πιστοποίησης των σπόρων υπάρχει πρόβλημα γενικά στην Ελλάδα. Εάν θέλει κάποιος να βρει πιστοποιημένο σπόρο, δεν είναι εύκολο. Για την ακρίβεια, είναι έως αδύνατον. Εμείς έχουμε πάρει από το ΕΘΙΑΓΕ τα δύο από τα επτά είδη, ρίγανη και δενδρολίβανο. Για τους άλλους απευθυνθήκαμε σε ελβετικές και γερμανικές εταιρείες που εργάζονται πάνω σε αυτό, και ζητήσαμε σπόρο ελληνικό, πιστοποιημένο».
Για το ίδιο θέμα, ο κ. Σταυρόπουλος δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι η πιστοποίηση της ελληνικότητας του σπόρου παρουσιάζει κενά στη χώρα. «Πράγματι, δεν είμαστε 100% σίγουροι για όλα τα αρωματικά φυτά που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, ότι το πολλαπλασιαστικό υλικό προέρχεται από εδώ» μας είπε, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη εμπλοκής του δημόσιου τομέα, και δη του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, για την πιστοποίηση και την επισήμανση της προέλευσης και του τελικού προϊόντος.
Το μέλλον των Αρωματικών & Φαρμακευτικών Φυτών
Καλλιέργειες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των διεθνών προδιαγραφών είναι, κατά την άποψη του κ. Γαρδίκη, προϋπόθεση, προκειμένου η στροφή προς τα αρωματικά και φαρμακευτικά, για την οποία γίνεται λόγος τα τελευταία χρόνια, να μην εξελιχθεί σε… παροδική μόδα.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «υπάρχει ένας γενικότερος “θόρυβος” ότι τα ΑΦΦ είναι ο… νέος χρυσός της ελληνικής φύσης, έχουμε δει να δημοσιεύονται διάφοροι ισχυρισμοί γύρω από αυτό τελευταία, οι οποίοι ισχύουν μεν, ως έναν βαθμό δε. Από εκεί και πέρα, αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί καλλιεργητές, κι εμείς το βλέπουμε μέρα με τη μέρα, είναι ότι το να πάρεις ένα χωράφι και να το μετατρέψεις σε μια επιχείρηση η οποία θα μπορέσει να σταθεί στα διεθνή ύδατα –γιατί για οτιδήποτε άλλο συζητήσουμε δεν έχει ουσιαστικά κανένα νόημα, εάν μιλάμε για εμπορία Β2Β ή Β2C– πρέπει να είναι μια επιχείρηση διεθνών στάνταρντ.
Αυτή η τάση μέσα στην κρίση, της “επιστροφής στη φύση”, στη σύγχρονη αγορά δεν μπορεί να αποδώσει, παρά μόνο εάν κάποιος καλλιεργήσει πραγματικά επιστημονικά, να έχει επιστήμονες, ειδικούς συμβούλους κ.ο.κ. Είμαι βέβαιος ότι με τέτοιες προδιαγραφές δεν μπορεί να μην επιτύχει». Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τον κ. Γαρδίκη, ένα από τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι της Apivita στην αναζήτηση πρώτης ύλης σχετίζεται με την έλλειψη πιστοποιητικών διασφάλισης της ποιότητας του τελικού προϊόντος από την πλευρά των καλλιεργητών. Εκτιμά ότι το θέμα είναι λιγότερο νομοθετικό και περισσότερο θέμα νοοτροπίας και εκπαίδευσης, πολλώ δε μάλλον, «μιλώντας για φυτά που έχουν φαρμακολογική δράση και άρα μπορεί να είναι πολύ κοντά με μια πιθανή τοξική δράση. Αυτή η φαρμακολογική δράση πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένη και ποσοτική».
Σε ό,τι αφορά τη συμβολαιακή, στην οποία στηρίζει αποκλειστικά τις συνεργασίες της η ΚΟΡΡΕΣ, το στέλεχος της APIVITA εκφράζει μια διαφοροποιημένη άποψη. Η τελευταία αξιοποιεί και τη συμβολαιακή, αλλά και μορφές «γενικότερης συνεργασίας, όχι τόσο δεσμευτικής όπως της συμβολαιακής γεωργίας, γιατί είναι πολλοί καλλιεργητές οι οποίοι δεν θέλουν να δεσμευτούν, με την έννοια ότι μπορούν να απευθυνθούν στο εξωτερικό και να διαθέσουν τα προϊόντα τους, πιθανώς και σε καλύτερες τιμές απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Ανά περίπτωση βρίσκουμε και ειδικούς όρους συνεργασίας, ώστε να καλύπτονται και οι δύο πλευρές», μας είπε ο κ. Γαρδίκης. Ο ίδιος διακρίνει ότι «περισσότερο λειτουργικό για καλλιεργητές που έχουν μεγάλες εκτάσεις να διαθέσουν ένα ποσοστό σε χονδρική πώληση Β2Β, ενδεχομένως και συμβολαιακά, αλλά όχι απαραίτητα, και να έχουν και ένα ποσοστό του αγρού τους να το συσκευάσουν, να κάνουν ένα κομμάτι πιο λιανικό. Αυτό συμφέρει περισσότερο τους ίδιους τους παραγωγούς, με την προϋπόθεση ότι είναι ανώτερης ποιότητας το προϊόν».
Πρόγραμμα εκπαίδευσης από την APIVITA
Η APIVITA, μέσω της θυγατρικής της APIGAIA, που δραστηριοποιείται στον πρωτογενή τομέα, «τρέχει» ήδη από τον προηγούμενο μήνα, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Νιάρχος, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και καταξιωμένους καλλιεργητές, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης 20 επίδοξων καλλιεργητών. Το πρόγραμμα εστιάζει στις πολύ σύγχρονες τεχνικές καλλιέργειας, αλλά και στην εμπορική αξιοποίησή τους και στον τρόπο με τον οποίο μπορούν να μεταποιήσουν το προϊόν. «Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο πακέτο εκπαίδευσης, ώστε τελειώνοντας κάποιος το πρόγραμμα να ξέρει πολύ καλά να γίνει επιχειρηματίας αγρότης. Μιλάμε για τη νοοτροπία των άριστων πρακτικών καλλιέργειας και κατ’ επέκταση της εμπορικής αξιοποίησης της καλλιέργειας», σημειώνουν οι άνθρωποι της εταιρείας.
Κοινωνικά κριτήρια από την ΚΟΡΡΕΣ
Με τα ελληνικά βότανα να τίθενται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΚΟΡΡΕΣ, η εταιρεία εστιάζει στην έρευνα και στην παροχή κινήτρων για τις βιολογικές καλλιέργειες. Σε συνεργασία με το εργαστήριο βιολογικής γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, αναζήτησε της καταλληλότερες περιοχές για την καλλιέργεια επιλεγμένων βοτάνων, που διακρίνονται για τη μοναδικότητα της δράσης τους. Μεταξύ των κριτηρίων επιλογής των συνεργασιών της, στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας, η ΚΟΡΡΕΣ έχει εντάξει και κοινωνικά κριτήρια. Σε αυτό το πλαίσιο η εταιρεία συμπράττει με το ΚΕΘΕΑ Ιθάκη στη Θεσσαλονίκη για τη βιολογική καλλιέργεια αχίλλειας, καθώς και με τις Αγροτικές Φυλακές Αγιάς Χανίων, για τη βιολογική καλλιέργεια βασιλικού.
6 εταιρείες στην Ελλάδα που δείχνουν τον δρόμο
Μπορεί, όπως προαναφέραμε, τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην Ελλάδα να αποτελούν έναν… χαμένο θησαυρό, όμως παράλληλα, αρκετοί έχουν καταφέρει και να τον βρουν και να τον αξιοποιήσουν. Η «Ύπαιθρος Χώρα» μίλησε με παραγωγούς, συναντήθηκε με μεταποιητές, αλλά και επισκέφθηκε καθετοποιημένες μονάδες στις περισσότερες περιοχές της χώρας, που αποτελούν αναμφισβήτητα παραδείγματα προς μίμηση, σε έναν κλάδο που ανταμείβει και με το παραπάνω την εργατικότητα και την υπομονή.
Aroma Farms: Κλειδί η καθετοποίηση
Με προσεκτικά και σταδιακά βήματα, η επιχείρηση Aroma Farms, στην Αρχαία Ολυμπία, συνεχίζει την ανοδική της πορεία, προσφέροντας ποιοτικά προϊόντα βιολογικής γεωργίας.
Οι εμπνευστές της επιχείρησης δεν έμειναν μόνο στην αξιοποίηση των οικογενειακών εκτάσεων και της εμπειρίας στην παραγωγή αρωματικών φυτών, αλλά πειραματίστηκαν και με τη φύτευση διαφόρων βοτάνων για να καταλήξουν στην επιλογή των παραγόμενων προϊόντων τους. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Σήμερα, διαχειρίζονται μια πλήρως καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των προϊόντων τους και, ίσως για πρώτη φορά, μετά από 5 χρόνια, αρχίζουν να απολαμβάνουν τους καρπούς του μόχθου τους.
Όπως μας λέει η εκπρόσωπος της Aroma Farms, Θεοδοσία Μητροπούλου, «η προώθηση των προϊόντων δεν είναι ούτε εύκολη ούτε ανέξοδη, καθόσον υπάρχει ανταγωνισμός από εισαγόμενα ομοειδή προϊόντα. Η τοποθέτηση προϊόντων σε άλλες αγορές από τρίτες χώρες, όπως Τουρκία, Κίνα κ.λπ., οι οποίες έχουν εισέλθει στις αγορές από πολλά χρόνια, με υποδεέστερη ποιότητα αλλά σημαντικά χαμηλότερες τιμές, είναι επίσης ένας δύσκολος ανταγωνισμός», τονίζει. «Η ασχολία με τα βιολογικά αρωματικά φυτά απαιτεί πολύ χρόνο και κόπο. Η καθετοποίηση της ενασχόλησης είναι ακόμα πιο επίπονη όσον αφορά στον χρόνο της απασχόλησης και στο κόστος που απαιτείται».
Η εταιρεία προωθεί τα προϊόντα της σε ΗΠΑ, Γερμανία, Ρουμανία, Ισπανία, Αγγλία και Ισραήλ, ενώ γίνεται προσπάθεια διείσδυσης και σε άλλες χώρες.
Αναφερόμενη στα μελλοντικά σχέδια της επιχείρησης, η κα Μητροπούλου τόνισε πως ήδη έχει ξεκινήσει η παραγωγή αιθέριων ελαίων από προϊόντα παραγωγής σε βιολογικό αποστακτήριο και προχωρά η προώθησή τους. «Σχεδιάζουμε και κάποια νέα προϊόντα αλλά ακόμα δεν είναι ανακοινώσιμα, διότι βρισκόμαστε σε αρχικό στάδιο», ανέφερε.
Mavrias Organics: 17 χρόνια εμπειρίας
Ο Θοδωρής Μαυριάς, από την Αργολίδα, ασχολείται με την καλλιέργεια βιολογικών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών από το 2000. Έχοντας πλέον συμπληρώσει 17 χρόνια καλλιέργειας, γνωρίζει όσο λίγοι το αντικείμενο, και αυτό φαίνεται από την πορεία της εταιρείας του, Mavrias Organics. «Τα αρωματικά βιολογικά βότανα (ρίγανη, θυμάρι, θρούμπι, τσάι του βουνού) τα οποία καλλιεργώ αδιάκοπα, συλλέγονται και συσκευάζονται με το χέρι. Αυτό που προσπαθήσαμε ήταν να υπάρχει μια πολύ καλή συσκευασία, ώστε το προϊόν, πέρα από τις ιδιότητες που έχει, να είναι ελκυστικό και εμφανισιακά».
Βασικός στόχος της εταιρείας είναι οι εξαγωγές, αφού στο εξωτερικό η διαμόρφωση των τιμών είναι σαφώς καλύτερη και η απορρόφηση των προϊόντων πολύ μεγαλύτερη. «Τα βήματα που κάνουμε στις αγορές του εξωτερικού είναι αργά αλλά σταθερά και δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στην ποιότητα των προϊόντων μας. Σε ό,τι αφορά την ελληνική αγορά, προς το παρόν δυσκολευόμαστε να μπούμε στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Επιλέξαμε τη διάθεση των προϊόντων μας μέσα από καταστήματα που ειδικεύονται στην πώληση βιολογικών προϊόντων», τονίζει στην «ΥΧ». Οι χώρες στις οποίες εξάγουν είναι η Γερμανία, η Ελβετία και η Γαλλία.
SPOROS ORGANIC HERBS: Με στόχο την ποιότητα
«Το 2012 ξεκίνησα να δραστηριοποιούμαι στις βιο-καλλιέργειες ΑΦΦ και το 2014 ίδρυσα μια οικογενειακή αγροτική επιχείρηση και επεκτάθηκα στην επεξεργασία και τυποποίησή τους», δηλώνει στην «ΥΧ» ο Ιάκωβος Λυτρίδης, γεωπόνος από τη Χαιρώνεια Βοιωτίας. Η SPOROS HELLENIC ORGANIC HERBS πρόκειται για μία ανερχόμενη και πολλά υποσχόμενη εταιρεία. Μπορεί η συνολική έκταση των καλλιεργειών, που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της Χαιρώνειας στη Βοιωτία, να μην ξεπερνάει τα 20 στρέμματα, όμως η SPOROS επενδύει στην ποιότητα. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως πέρυσι, η βιολογική ρίγανη της εταιρείας απέσπασε χρυσό βραβείο στον διεθνούς φήμης και εμβέλειας διαγωνισμό της Μ. Βρετανίας, Great Taste Awards. «Η εταιρεία διαθέτει μηχανήματα αποξήρανσης και περαιτέρω επεξεργασίας για την παραγωγή ξηρής δρόγης. Επίσης, στις εγκαταστάσεις της λειτουργεί συσκευαστήριο», συνεχίζει ο κ. Λυτρίδης.
«Δεν είναι έτοιμη για τα ΑΦΦ η ελληνική αγορά»
Εστιάζοντας στην εγχώρια παραγωγή και αγορά, ο κ. Λυτρίδης μάς αναφέρει τις αδυναμίες αλλά και τις παραλείψεις από την πλευρά της πολιτείας στον τομέα των ΑΦΦ. «Είμαι βέβαιος, πλέον, πως η ελληνική αγορά δεν είναι ώριμη ακόμα για να δεχτεί και να εκτιμήσει τα εξαιρετικής ποιότητας αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά που μπορεί να προσφέρει η ελληνική γη. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο παραγωγός έχει κατανοήσει πως ο μόνος τρόπος για να είναι ανταγωνιστικός, είναι αυτή ακριβώς η ποιότητα. Το σίγουρο είναι, πως αυτό δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τη βοήθεια της πολιτείας.
Χρησιμοποιώντας την ιδιότητα μου ως γεωπόνος, αναφέρω πως καμία προσπάθεια δεν θα είναι επαρκής, χωρίς την οργάνωση κέντρων πιστοποίησης ελληνικών ΑΦΦ, ερευνητικών ιδρυμάτων για τη δημιουργία επιλεγμένου πολλαπλασιαστικού υλικού και κέντρων πιστοποίησης ποιότητας, σε συνεργασία με την ΕΕ. Τα παραπάνω δεν θα έχουν όμως καμιά σημασία, αν δεν δοθούν σημαντικές κρατικές ενισχύσεις και κίνητρα για βιολογικές καλλιέργειες, που είναι μονόδρομος για τον τομέα μας», καταλήγει ο κ. Λυτρίδης.
Alpha Lavender: Από την πρωτιά στην κορυφή
Η Alpha Lavender εδρεύει στο Μεσημέρι της Θεσσαλονίκης και είναι η πρώτη εταιρεία που δραστηριοποιήθηκε, εδώ και μια δεκαετία, με την καλλιέργεια της λεβάντας στην Ελλάδα. Ειδικεύεται στην παραγωγή φυσικών αιθέριων ελαίων και αρωματικών προϊόντων, ενώ καλύπτει όλο τον παραγωγικό κύκλο, από το πολλαπλασιαστικό υλικό, την καλλιέργεια του φυτού έως και τη μεταποίηση, αλλά και την κατασκευή βιομηχανικού τύπου μηχανημάτων για τη συγκομιδή και απόσταξη της λεβάντας και άλλων αρωματικών φυτών.
Όπως τονίζει ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Θεοχάρης Παυλίδης, παρέχει επίσης συμβουλευτικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες προς τους παραγωγούς, ενώ επεμβαίνει στο στάδιο της συγκομιδής, μεταποίησης και εμπορίας του τελικού προϊόντος.
Ο κύριος όγκος της παραγωγικής δραστηριότητας απευθύνεται στις αγορές του εξωτερικού και ειδικότερα της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Η καλλιέργεια της λεβάντας και άλλων αρωματικών φυτών παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξητική τάση στον ελλαδικό χώρο, ενώ υπολογίζεται ότι στις δηλώσεις ΟΣΔΕ 2018 η συγκεκριμένη καλλιέργεια θα ξεπεράσει τα 20.000 στρέμματα. Σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αρωματικά φυτά έχουν εδραιωθεί ως καλλιέργεια με μέλλον και έχουν ξεφύγει από το δοκιμαστικό στάδιο. «Η ελληνική λεβάντα έχει αποκτήσει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό αφού, εκτός από τον κλίμα μας, εδώ και χρόνια χρησιμοποιούμε πιστοποιημένα φυτά και συγκεκριμένες ποικιλίες, που έχουν υψηλά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά», καταλήγει.
GRIZO & PRASINO: Βιολογικά και ελληνικά
Ο Κώστας και η Αγγελική Παπάζογλου καλλιεργούν σε 15 στρέμματα στην Ροδόπη βιολογικά βότανα, εφαρμόζοντας τις απαραίτητες τεχνικές για την διατήρηση ισορροπίας στο έδαφος. Η συγκομιδή γίνεται χειρωνακτικά, ακολουθεί η αποφύλλωση και η διαλογή όσο τα φυτά είναι ζωντανά και στη συνέχεια το ξηραντήριο. Η αεροστεγής συσκευασία των βοτάνων γίνεται κατόπιν παραγγελιών, μεμονωμένα ή σε μείγματα τα οποία ζητάει η αγορά. Μέχρι και την παραγωγή του 2017 υπήρχε συνεργασία με την Korres, στο πλαίσιο συμβολαιακής γεωργίας, για αποξηραμένη καλέντουλα.
Τα βιολογικά βότανα με την επωνυμία GRIZO & PRASINO διοχετεύονται στη λιανική μέσω e-shop και μόνο σε ένα κατάστημα, στην Αθήνα. Το κύριο πελατολόγιο της εταιρείας είναι οι καφετέριες και τα ξενοδοχεία. Απόφαση του Κώστα και της Αγγελικής είναι να προωθήσουν τα βιολογικά βότανα στην Ελλάδα, καθώς στο εξωτερικό οι απαιτήσεις για ποσότητες είναι μεγάλες. «Θεωρούμε προτεραιότητα να εκπαιδεύσουμε καταστήματα και καταναλωτές να πίνουν βοτανικά ροφήματα», δηλώνουν στην «ΥΧ». Στην κατεύθυνση αυτή, πραγματοποιούν ενημερωτικά workshops, ενώ παράλληλα βρίσκονται στη διαδικασία έναρξης συνεργασίας με επιλεγμένους χώρους σε Βερολίνο και Βρυξέλλες. Βασική αρχή τους είναι «να μην υποχρεωθούμε να αλλάξουμε τον τρόπο δουλειάς στις συνεργασίες μας».
Τα βιολογικά βότανα που κατέκτησαν με την ποιότητα και τα αρώματά τους το κοινό, έχοντας κερδίσει στα Great Taste Awards 2016 και 2017, είναι αψιθιά, μελισσόχορτο, ύσσωπος, αλθαία, λουίζα, τσουκνίδα, φασκόμηλο, δυόσμος, θυμάρι, καλέντουλα, χαμομήλι, ρίγανη, λεβάντα, αχιλλέα, μέντα, δενδρολίβανο. Ταυτόχρονα, δουλεύουν σπαθόχορτο, άγρια τριανταφυλλιά, ταραξάκο, γαϊδουράγκαθο, ενώ έσπειραν μάραθο, γλυκάνισο, κάρδαμο, τριγωνέλλα και βαλεριάνα, τα οποία θα δοκιμαστούν στο χωράφι, το ξηραντήριο και τους συνδυασμούς με άλλα βότανα.
Συνεταιρισμός Αρωματικών και Βιολογικών Φυτών Φαρσάλων: Ζητούμενο η προώθηση των φυτών στην αγορά
Σε Μαγνησία (Αλμυρό, Σούρπη) και Φάρσαλα χτυπά η καρδιά των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στον θεσσαλικό κάμπο, καθώς σε αυτές περιοχές δραστηριοποιούνται αρκετοί παραγωγοί και εταιρείες, με παραδοσιακές καλλιέργειες και ολοένα αυξανόμενο τον αριθμό αγροτών που τις επιλέγει. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο μοναδικός αναγνωρισμένος Συνεταιρισμός Αρωματικών και Βιολογικών Φυτών που υπάρχει στη Θεσσαλία ιδρύθηκε στα Φάρσαλα. Αρχικά (το 2009), ο συνεταιρισμός λειτούργησε ως άτυπη ομάδα έρευνας, ενώ στη συνέχεια (τον περασμένο Αύγουστο), με τον νέο νόμο περί συνεταιρισμών, μετετράπη σε ΑΣ, οπότε και συγκροτήθηκε η νέα διοίκηση.
Αυτό που ζητούν από το ΥΠΑΑΤ οι παραγωγοί των αρωματικών φυτών είναι να ενεργοποιηθούν κάποιες υπηρεσίες του, να ερευνήσουν τις διεθνείς αγορές για τη ζήτηση που παρατηρείται στα αρωματικά φυτά, ώστε να προχωρήσουν οι ίδιοι σε επαφές με εταιρείες και εμπόρους. Φέτος, ο συνεταιρισμός πάγωσε τη δραστηριότητα του, καθώς οι περσινές βροχές κατέστρεψαν το μεγαλύτερος μέρος της μέντας, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις συμφωνίες που είχαν και με το εξωτερικό. Αρχές Ιουνίου θα ξεκινήσει η συγκομιδή των άλλων φυτών (ρίγανη, λεβάντα, δεντρολίβανο), με την αβεβαιότητα για το πού και πώς θα προωθηθούν τα φυτά στην αγορά.
Ο χλωριδικός πλούτος της χώρας μπορεί να αξιοποιηθεί αειφορικά
Αναγκαίος ο καθορισμός πλαισίου για τη συλλογή και την καλλιέργεια ενδημικών φυτών, παράλληλα με πιστοποίηση και σύστημα ελέγχων
Το πολλαπλασιαστικό υλικό που χρησιμοποιείται σήμερα για τη παραγωγή φυτών καλλιέργειας Αρωματικών & φαρμαακευτικών φυτών, προέρχεται από φυτώρια, τα οποία συνήθως έχουν προμηθευτεί το σπόρο από το εξωτερικό ή χρησιμοποιούν ως πηγή κάποιο μητρικό υλικό. Το υλικό αυτό είναι ουσιαστικά φυτά τα οποία αναπαράγονται με αγενή πολλαπλασιασμό, δηλαδή δημιουργούνται νέα φυτά χρησιμοποιώντας τον τρόπο της αγενούς αναπαραγωγής, συνήθως με υδρονέφωση και ορμόνες ριζοβολίας. Το πολλαπλασιαστικό υλικό δεν είναι ελεγμένο, δεν έχει περάσει από τη διαδικασία της δοκιμής, συνεπώς οι ιδιότητές του είναι ασαφείς. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, διακινείται σπόρος χωρίς ταυτότητα και ιστορικό. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται, νόμιμα ή παράνομα, κάποιες ποικιλίες οι οποίες δημιουργήθηκαν όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο και όχι με έναν τυπικά επιστημονικό τρόπο.
Απαιτείται, λοιπόν, τροποποίηση νομοθεσίας και καθορισμός πλαισίου για τη συλλογή, διατήρηση, αειφόρο αξιοποίηση και ωφέλεια από την πρόσβαση στην ενδημική χλωρίδα της χώρας, όπου θα ορίζονται οι προϋποθέσεις συλλογής γενετικού υλικού από τη φύση, και καλλιέργειας των ενδημικών φυτών, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος διάβρωσης των φυσικών πληθυσμών από μεταφορά ειδών και γενετικού υλικού σε απομακρυσμένα μέρη με διαφορετική βιοποικιλότητα.
Είναι αναγκαία η δημιουργία πρωτίστως ελληνικών ποικιλιών για τα είδη προτεραιότητας με μεγάλη ζήτηση και κυρίως την ελληνική ρίγανη (Origanum vulgare ssp hirtum), το χαμομήλι (Matricaria recutita), το φασκόμηλο (Salvia fruticosa και Salvia officinalis), το τσάι του βουνού (Sideritis sp.).
Παραγωγή πιστοποιημένου αγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού
Τελικός στόχος είναι η ανάπτυξη πρωτοκόλλων αναπαραγωγής και η διατήρηση επιλεγμένων μητρικών φυτικών ειδών προτεραιότητας σε εγκεκριμένα φυτώρια, τα οποία θα συμβάλουν σε μια πιο ολοκληρωμένη καλλιέργεια των επιλεγμένων φυτικών ειδών.
Η εφαρμοσμένη έρευνα, συνεπώς, θα επικεντρώνεται σε επίπεδο επιλογής κατάλληλων βιοτύπων, ανάπτυξης πρωτοκόλλων αναπαραγωγής και καλλιέργειας και όλη αυτή η τεχνογνωσία θα μεταφέρεται στους παραγωγούς.
Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται η ταυτότητα και ιχνηλασιμότητα του ΠΥ. Πρέπει να είναι γνωστή η προέλευσή του, όπως γένος, είδος ή τόπος προέλευσης και η διαδικασία παραγωγής του. Όταν το υλικό είναι πιστοποιημένο, μπορεί να υπολογιστεί ως προστιθέμενη αξία στο τελικό προϊόν.
Σύστημα ελέγχων και σήμανση
Το σύστημα ελέγχων πρέπει να είναι καλά οργανωμένο και να καλύπτει όλα τα στάδια παραγωγής από τη στιγμή που μπαίνουν στο φυτώριο για να γίνουν παραγωγικό υλικό, μέχρι την καλλιέργεια. Σήμερα οι έλεγχοι είναι πλημμελείς, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να μην προστατεύεται. Προτείνεται η τροποποίηση του Κανονισμού Εμπορίας, ώστε τα φυτά που παραδίδονται από φυτώρια να συνοδεύονται από «ταυτότητα», δηλαδή το πλήρες βοτανικό όνομα, προέλευση, και άλλες σχετικές πληροφορίες.
Στην περίπτωση των ενδημικών – σπανίων ή κινδυνευόντων, (π.χ. Sideritis syriaca, Sideritis clandestina, Sideritis athoa κ.α) θα πρέπει το φυτωριακό υλικό, να παράγεται μόνο κατόπιν ειδικής άδειας από τις αρμόδιες αρχές, και να αποδεικνύεται ο τρόπος απόκτησης του γενετικού υλικού.
Όσον αφορά τη σήμανση, αυτή πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχο κώδικα παραγωγής του προϊόντος, επισημαίνοντας τον συγκεκριμένο τρόπο καλλιέργειας, επεξεργασίας και τυποποίησης του προϊόντος. Προστατεύει δε τον τελικό καταναλωτή από οποιοδήποτε κίνδυνο, κυρίως στην υγεία του, που μπορεί να προέλθει από ένα υλικό το οποίο πρόκειται να καταναλώσει.
Ιχνηλασιμότητα
Εάν ο παραγωγός ανήκει σε ένα δίκτυο καλλιεργητών ο αποδέκτης της παραγωγής (μεταποιητική επιχείρηση), θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα σύστημα ελέγχου στα πρότυπα του AGRO 2. Στη βιολογική γεωργία το πρόβλημα δεν υφίσταται, αρκεί ο παραγωγός να έχει επιλέξει το συγκεκριμένο σύστημα καλλιέργειας συνειδητά και όχι από ανάγκη και οι έλεγχοι να είναι πραγματικοί. Μειονέκτημα αποτελεί η αύξηση του κόστους παραγωγής (κόστος πιστοποίησης/χρόνια μετάβασης).
Ο χλωριδικός πλούτος της Ελλάδας μπορεί να αξιοποιηθεί αειφορικά (δηλαδή να διασφαλίζεται η συνέχεια της παραγωγής αγαθών και προϊόντων από το χλωριδικό πλούτο, χωρίς ωστόσο να μειώνεται η παραγωγική του δυνατότητα, λόγω ελάττωσης των φυσικών αποθεμάτων) και να μην εξαντλούνται τα φυσικά αποθέματα με την αλόγιστη και απρογραμμάτιστη συλλογή από τη φύση.
Φυτικά γένη που αντιστοιχούν στα Lamiaceae (Acinos, Calamintha, Origanum, Mentha, Satureja, Salvia, Teucrium, Sideritis, Thymus, κ.ά.), στα Asteraceae (Achillea, Artemisia, Helichrysum, Matricaria, κ.ά.), στα Umbelliferae (Athamanta, Carum, Foeniculum, Seseli, Tordylium, κ.ά.), αλλά και γένη σε μικρότερες οικογένειες φυτών, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο ερευνητικό όσο και στον τομέα των εφαρμογών ή/και της αξιοποίησης.
Ιδιαιτέρως για τα ενδημικά είδη της Ελλάδας, είναι αυτονόητο ότι οι υπάρχουσες ή οι μελλοντικές φαρμακευτικές τους ιδιότητες αποτελούν μοναδικό και αποκλειστικό φυτογενετικό πόρο της Ελλάδας, γι’ αυτό και πρέπει κατ’ αρχάς να προστατευτούν, και να καθοριστεί το νομοθετικό πλαίσιο της αξιοποίησης-εμπορίας τους.
Έρευνα και παραγωγή, επεξεργασία, μεταποίηση, διάθεση των ελληνικών προϊόντων
Η έρευνα των ΑΦΦ θα πρέπει να στοχεύει στην αντιμετώπιση των σύνθετων προκλήσεων και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες για την ευημερία των ενδιαφερομένων που ασχολούνται με τη συλλογή, την καλλιέργεια, το εμπόριο των ΑΦΦ ή την παραγωγή συναφών προϊόντων. Στην κατεύθυνση αυτή, το ΥΠΑΑΤ πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα να χρηματοδοτήσει εφαρμοσμένη έρευνα που θα υλοποιηθεί από τον ΕΛΓΟ-Δήμητρα, για τα είδη ΑΦΦ προτεραιότητας, στους τομείς πρωτογενούς παραγωγής. Κύρια αντικείμενα της έρευνας θα είναι: ο χαρακτηρισμός του γενετικού υλικού των ειδών προτεραιότητας με τη χρήση μοριακών εργαλείων, ώστε να προστατευτούν αφενός οι υπάρχοντες Εθνικοί Γενετικοί Πόροι και αφετέρου να διασφαλιστεί η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Η δημιουργία βελτιωμένου γενετικού υλικού (αγενούς και εγγενούς) και η κατοχύρωσή του μέσω εγγραφής στον Εθνικό Κατάλογο, ή στον CPVO.
Η εφαρμοσμένη έρευνα σχετικά με παραμέτρους καλλιέργειας των ειδών προτεραιότητας. Η χρηματοδότηση και σχεδιασμός θα αφορά ορίζοντα πενταετίας, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τις αποδόσεις και την οικονομικότητα των συγκεκριμένων καλλιεργειών στην χώρα μας.
Γράφουν: Μόσχος Πολύσιος, Ομότιμος Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Ελένη Μαλούπα, τακτική ερευνήτρια του ΕΛΓΟ-Δήμητρα και διευθύντρια του Ινστιτούτου Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων,
Μελίνα Ζιάγκου. Γιάννης Καρτερος, Νικολέτα Τζώρτζη, Γιώργος Αργυρίου, Αφροδίτη Χρυσοχόου, Γιάννης Σάρρος, Μαρία Αμπατζή, Γιώργος Ρούστας
Πηγή: Ypaithros.gr