Για ακόμα μία φορά, η περιβαλλοντική οργάνωση ΚΑΛΛΙΣΤΩ, εντόπισε ζώα τα οποία είχαν θανατωθεί με τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων. Συγκεκριμένα, μέλη της ομάδας πεδίου της ΚΑΛΛΙΣΤΩΣ εντόπισαν 7 νεκρές αλεπούδες στο ΔΔ Περιβολίου του νομού Φθιώτιδας, οι οποίες δηλητηριάστηκαν την περίοδο μεταξύ τέλους Δεκεμβρίου και αρχών Ιανουαρίου, ενώ δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και πόσα άλλα ζώα μπορεί να έχουν θανατωθεί την ίδια περίοδο, είτε από κατανάλωση φόλας είτε από κατανάλωση των ίδιων των νεκρών αλεπούδων. Αξίζει να σημειώσουμε πως την ίδια περίπου εποχή, ένα χρόνο πριν, η ομάδα της Καλλιστώς είχε και πάλι εντοπίσει μεγάλο αριθμό νεκρών αλεπούδων στις περιοχές των Δ.Δ Άνω Αγόριαννης και Εκκάρας (Δήμος Δομοκού, νομός Φθιώτιδας) και στο Δ.Δ Ριζίων και Διλόφου, στη περιοχή Φαρσάλων (νομός Λάρισας).
Για το πρόσφατο περιστατικό ειδοποιήθηκε το Δασαρχείο Λαμίας, το οποίο ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλνοντας μάλιστα δύο δασοφύλακες στο σημείο όπου βρέθηκαν οι νεκρές αλεπούδες. Οι δασοφύλακες σε συνεργασία με την ομάδα της ΚΑΛΛΙΣΤΩΣ προχώρησαν και σε νεκροψία, εξακριβώνοντας τα αίτια θανάτου των ζώων.
Η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων απαγορεύεται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία από το 1993. Παρόλα αυτά, συνεχίζεται με μεγάλη ένταση σε πολλές περιοχές, αποτελώντας έναν από τους βασικότερους κινδύνους για την άγρια ζωή, τα σκυλιά φύλαξης και τα κυνηγετικά σκυλιά. Οι αιτίες χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων για την θανάτωση άγριων, οικόσιτων ή αδέσποτων ζώων συνοψίζονται παρακάτω:
- περιπτώσεις «αυτοδικίας» από παραγωγούς που παθαίνουν ζημιές από σαρκοφάγα ζώα στο ζωικό κεφάλαιο και στη φυτική παραγωγή.
- περιπτώσεις αντεκδικήσεων μεταξύ κτηνοτρόφων και κυνηγών (θανάτωση κυνηγετικών σκύλων από ποιμενικούς σκύλους).
- περιπτώσεις παράνομης χρήσης δηλητηρίων και φυτοφαρμάκων από μερικούς κυνηγούς που θεωρούν την αλεπού ανταγωνιστή για τα θηράματα ή για την άσκηση της θήρας.
Το φαινόμενο αυτό, το οποίο έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, απαιτεί την παρέμβαση των αρμόδιων φορέων (δασική υπηρεσία), των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, αλλά και της ομοσπονδιακής θηροφυλακής, τόσο για τον εντοπισμό των υπευθύνων όσο και για τον έλεγχο και περιορισμό αντίστοιχων περιστατικών.