του Γιάννη Ν. Κρεστενίτη*

Είναι πλέον επιβεβαιωμένο από τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, τόσο από την Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Κοπέρνικος» (C3S) [1], αλλά και από τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (WMO), ότι το 2024 ήταν το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ [2]. Μάλιστα ο WMO επισημαίνει ότι, με βάση έξι διεθνή σύνολα μετεωρολογικών δεδομένων, η παγκόσμια μέση επιφανειακή θερμοκρασία ήταν 1,55 °C (με περιθώριο αβεβαιότητας ± 0,13 °C) πάνω από τον μέσο όρο της περιόδου 1850-1900.

Αλλά δεν ήταν μόνον η ατμόσφαιρα στην οποία καταγράφηκαν στη διάρκεια του 2024 οι υψηλότερες έως τώρα θερμοκρασίες, αφού και η μέση θερμοκρασία του παγκόσμιου ωκεανού ήταν η υψηλότερη που έχει καταγραφεί ποτέ από τον άνθρωπο, όχι μόνο στη θαλάσσια επιφάνεια αλλά και στα ανώτερα 2000 μέτρα. Μάλιστα όπως σημειώνεται στην πρόσφατη ανακοίνωση του MWO, από το 2023 έως το 2024, η παγκόσμια αύξηση του θερμικού περιεχομένου των ωκεανών στα ανώτερα 2000 μέτρα είναι 16 zettajoules, δηλαδή περίπου 140 φορές η συνολική παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για το 2023.

Στην περιοχή της Μεσογείου, το καλοκαίρι του 2024 ήταν που σημειώθηκαν οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας, και παράλληλα η έντονη ροή θερμότητας από την ατμόσφαιρα προς τη θάλασσα. Οι συνθήκες αυτές συντέλεσαν στην αύξηση της θαλάσσιας θερμοκρασίας και σε ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου, του Ιονίου και του Κρητικού Πελάγους. Στις θάλασσες αυτές, το καλοκαίρι του 2024 καταγράφηκαν οι θερμότερες συνθήκες των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, με θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 28 °C σε εκτεταμένες περιοχές, τόσο στην επιφάνεια αλλά και στα ανώτερα θαλάσσια στρώματα [3]. Η διαχρονική αύξηση του θερμικού περιεχομένου, άμεσα συνδεδεμένη με την κλιματική αλλαγή, έχει ως αποτέλεσμα μια ισχυρή διαχρονική τάση αύξησης των θερινών θερμοκρασιών στο Αιγαίο, το Κρητικό και το Ιόνιο, που υπολογίστηκε σε 0.59οC/δεκαετία, και επίσης την αύξηση της διάρκειας και της έντασης των επεισοδίων θαλασσίων καυσώνων (Marine HeatwavesMHW).

Ειδικότερα, στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου έχουν καταγραφεί θαλάσσιοι καύσωνες ιδιαίτερα μεγάλης έντασης και διάρκειας, που σε συνδυασμό με τις αλλαγές που έχουν παρατηρηθεί στους συνήθεις μηχανισμούς ψύξης του Αιγαίου (που είναι αφενός η εισροή ψυχρών υδάτων από τη Μαύρη Θάλασσα και αφετέρου η παράκτια ανάδυση ψυχρότερων μαζών (coastal upwelling), από τα κατώτερα θαλάσσια στρώματα) έχουν ως αποτέλεσμα την άνοδο της θαλάσσιας θερμοκρασίας, όχι μόνον στην επιφάνεια, αλλά και στα βαθύτερα στρώματα.

Βέβαια δεν ήταν μόνον το καλοκαίρι του 2024 που στο Β. Αιγαίο παρατηρήθηκαν ιδιαίτερα υψηλές θαλάσσιες θερμοκρασίες, αφού και σε προηγούμενα χρόνια και ειδικότερα το καλοκαίρι του 2021 παρουσιάστηκαν διαδοχικοί ατμοσφαιρικοί καύσωνες και αντίστοιχα θαλάσσιοι καύσωνες.

Οι θαλάσσιοι καύσωνες του Β. Αιγαίου, τόσο αυτοί του 2021 όσο και αυτοί του 2024, παρουσιάζουν τις υψηλότερες τιμές τους στο δυτικό τμήμα της περιοχής και ιδιαίτερα στον ευρύτερο Θερμαϊκό Κόλπο, όπου η διάρκεια του φαινομένου έχει ξεπεράσει και τις 20 ημέρες (κυρίως λόγω της χαμηλής θαλάσσιας ανάμιξης και της έντονης στρωμάτωσης της κλειστής θαλάσσιας περιοχής του Θερμαϊκού Κόλπου). Για τον λόγο αυτόν, εύλογα η περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου χαρακτηρίζεται ως «καυτή περιοχή» (hotspot) αναφορικά με τους θαλάσσιους καύσωνες (MHW) [4].

Οι μεγάλης διάρκειας και έντασης θαλάσσιοι καύσωνες, οι εξαιρετικά δηλαδή υψηλές θαλάσσιες θερμοκρασίες, στο Θερμαϊκό Κόλπο, τόσο του 2021 όσο και του 2024, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της παραγωγής μυδιών στις παράκτιες υδατοκαλλιέργειες της περιοχής, λόγω θερμικού σοκ. Οι καταστροφές της παραγωγής προκάλεσαν σοβαρότατες οικονομικές απώλειες όχι μόνον κατά την περίοδο εμφάνισης των φαινομένων, αλλά λόγω σημαντικών μειώσεων της παραγωγικής ικανότητας και σε επόμενα χρονικά διαστήματα. Τα προηγούμενα επιβεβαιώθηκαν και από τις αναφορές των παραγωγών στη διάρκεια πρόσφατης ημερίδας (13/12/2024) με θέμα «Προοπτικές ανάπτυξης της οστρακοκαλλιέργειας στη Βόρεια Ελλάδα» που διοργάνωσε η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης [4], με κύριο στόχο την αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στην οστρακοκαλλιέργεια. Βέβαια η αύξηση της θερμοκρασίας των θαλασσινών νερών δεν έχει επιπτώσεις μόνον στις μυδοκαλλιέργειες, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, αλλά έχει ευρύτερες φυσικές, βιολογικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Και βέβαια, δεν είναι μόνον η κλιματική αλλαγή που επηρεάζει την ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Θερμαϊκού Κόλπου και ιδιαίτερα του βόρειου τμήματός του, του Κόλπου Θεσσαλονίκης, αλλά και το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων των παράκτιων κοινοτήτων του κόλπου όπου δραστηριοποιούνται περίπου 1,5 εκατομμύριο κάτοικοι.

Ως αποτέλεσμα των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που διαχρονικά έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή του Κόλπου Θεσσαλονίκης (θαλάσσια και χερσαία), η ποιότητα των νερών του, αν και έχει βελτιωθεί από την «κακή» στην οποία βρισκόταν τις δεκαετίες του 1980 και 1990 (όταν δεν υπήρχαν οι μονάδες επεξεργασίας αστικών λυμάτων), εξακολουθεί να απέχει από τον στόχο που επιβάλλεται από την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, δηλαδή της σταθερά καλής περιβαλλοντικής κατάστασης. Η επίτευξη βέβαια του στόχου αυτού και οι τυχόν αποκλίσεις οφείλουν να επιβεβαιώνονται μέσω επιτόπου μετρήσεων και δειγματοληψιών φυσικών, χημικών, βιολογικών κ.ά. παραμέτρων σε κατάλληλο δίκτυο σταθμών με επαρκή κάλυψη της θαλάσσιας περιοχής, αλλά και επαρκή περιοδικότητα, για την αποτύπωση της εποχιακής και διαχρονικής μεταβλητότητας των παραμέτρων.

Δυστυχώς όμως, όπως προκύπτει από πρόσφατη δημοσίευση ανασκόπησης των θαλασσίων ερευνών στο Θερμαϊκό Κόλπο κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών [6], έχει διαπιστωθεί μια σαφής μείωση των ωκεανογραφικών προγραμμάτων μετρήσεων με στόχο την καταγραφή και αποτίμηση της ποιότητας των νερών του Κόλπου της Θεσσαλονίκης. Έτσι, ενώ παρουσιάζεται μια περίοδο ιδιαίτερης ανάπτυξης της ωκεανογραφικής έρευνας στην περιοχή του Θερμαϊκού και ιδιαίτερα στον Κόλπο Θεσσαλονίκης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, ακολουθεί μείωση παράλληλα με την ύφεση της ελληνικής οικονομίας από το 2010. Αλλά και μετά το 2019, που βελτιώνονται οι οικονομικές συνθήκες, τα ωκεανογραφικά προγράμματα στον Κόλπο Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να είναι ελάχιστα. Σήμερα δε, που ήδη καταγράφονται (και μάλιστα με δραματικό τρόπο) οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον της περιοχής μας, η ισχύουσα κατάσταση προγραμμάτων μετρήσεων και δειγματοληψιών απέχει πολύ από την εξασφάλιση της ορθής επιστημονικά συχνότητας των μετρήσεων και της μέτρησης όλων των απαραίτητων παραμέτρων (φυσικών, χημικών, βιολογικών, κλπ.), για να μπορεί να γίνεται η ορθή και ασφαλής εκτίμηση της ποιότητας των θαλασσίων υδάτων του Κόλπου Θεσσαλονίκης και του Θερμαϊκού.

Επομένως, ενώ αναζητούνται τρόποι αντιμετώπισης των επιπτώσεων και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή στο θαλάσσιο περιβάλλον του Θερμαϊκού Κόλπου και τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες που συνδέονται με αυτό, είναι πρωτίστως αναγκαία η δημιουργία ενός δικτύου παρακολούθησης, με μόνιμους και συχνά επανεξεταζόμενους σταθμούς με επαρκή χωρική και χρονική πυκνότητα και κάλυψη της περιοχής και βέβαια διαχρονική μονιμότητα. Η εγκατάσταση και υλοποίηση του ωκεανογραφικού αυτού δικτύου παρακολούθησης του Θερμαϊκού Κόλπου αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση ώστε να αναπτυχθούν εργαλεία και τεχνικές βραχυχρόνιας και μακροχρόνιας πρόβλεψης της περιβαλλοντικής κατάστασης της περιοχής του Θερμαϊκού, πάνω στις οποίες θα μπορεί να διαμορφωθούν και διαχειριστικές πολιτικές για την αντιμετώπιση και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή σε πλήθος κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το θαλάσσιο περιβάλλον του Θερμαϊκού Κόλπου.

[1] Ξεπεράστηκε το όριο του 1,5° Κελσίου ως προς τη μέση αύξηση της θερμοκρασίας τη διετία 2023-2024 | Green Agenda

[2] https://bit.ly/4afw4IO

[3] https://climatebook.gr/2024-to-pio-zesto-kalokairi-ton-ellinikon-thalasson/

[4] https://www.amna.gr/macedonia/article/821215/-Kauto-simeio-gia-thalassious-kausones-o-Thermaikos-Kolpos

[5] Από το 2026 θα επανακάμψει η μυδοκαλλιέργεια στον Θερμαϊκό | Green Agenda

[6] https://www.mdpi.com/2077-1312/12/5/795

*Ο Γιάννης Κρεστενίτης είναι ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής & Ωκεανογραφίας, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, ΑΠΘ