του Νίκου Αβουκάτου
Οι προβλέψεις των επιστημόνων μέχρι το 2100, με βάση τα κλιματικά μοντέλα, δείχνουν ότι στη νοτιανατολική Ευρώπη θα σημειωθεί αύξηση της θερμοκρασίας και μείωση των βροχοπτώσεων. Έντονος είναι ο προβληματισμός για τη φυσική αναγέννηση των δασών λόγω της εκτεταμένης ξηρασίας το καλοκαίρι, των υψηλών θερμοκρασιών και της έξαρσης των δασικών πυρκαγιών από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η γενετική παρακολούθηση είναι μια μεθοδολογία αιχμής για την προστασία των γενετικών πόρων. Κάθε δένδρο έχει ένα σύνολο γονίδιων και κατ' επέκταση και ο πληθυσμός τους. Το σύνολο αυτών των γονιδίων επιτρέπουν σε ένα δένδρο και έναν πληθυσμό να επιβιώνει να προσαρμόζεται και να αναπαράγεται στο διηνεκές.
«Η διατήρηση των γενετικών πόρων της Ελλάδας έχει μεγάλη σημασία για όλη την Ευρώπη και ο λόγος είναι ότι το κλίμα στη κεντρική Ευρώπη, την περίοδο 2050 - 2100, θα είναι αυτό που έχουμε εμείς σήμερα. Όμως οι πληθυσμοί των δασών δεν είναι προσαρμοσμένοι σε εύκρατο κλίμα ενώ οι δικοί μας είναι», εξήγησε ο Φίλιππος Αραβανόπουλος, καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, και υπογράμμισε ότι «η γενετική συγκρότηση των ελληνικών δασών και οι γενετικοί πόροι αποκτούν μεγάλο ενδιαφέρον για την Ευρώπη».
Αυτούς τους γενετικούς πόρους χρειαζόμαστε να τους προστατεύουμε και να τους αξιοποιήσουμε όχι μόνο ως εθνική ανάγκη και ως ευρωπαϊκή ανάγκη. Η γενετική παρακολούθηση και η εφαρμογή της στην προστασία και διαχείριση των δασών ήταν το θέμα της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, που πραγματοποιήθηκε σε Θεσσαλονίκη, Πιερία και Χαλκιδική, τις προηγούμενες ημέρες.
«Αυτό που κάνουμε είναι να βλέπουμε σε βάθος χρόνου τις μεταβολές σε αυτή τη γενετική μας κληρονομιά. Αν αυτά τα γονίδια παραμένουν ή εξαφανίζονται, να αναλύουμε το DNA των δέντρων, να κάνουμε την εκτίμηση της γενετικής του ποικιλότητας και να επαναλαμβάνουμε τις αναλύσεις μας τακτικά καθώς μας ενδιαφέρει αν αυτή η βιοποικιλότητα έχει μειωθεί ή διατηρηθεί. Η Ελλάδα αποτελεί μια περιοχή με υψηλή βιοποικιλότητα και υψηλή γενετική ποικιλότητα και είμαστε υποχρεωμένοι για τη διατήρησή της», σημείωσε ο κ. Αραβανόπουλος.
Οι καθηγητές πανεπιστημίου, διευθυντές ερευνητικών ινστιτούτων, διευθυντές έρευνας εθνικών ερευνητικών ιδρυμάτων, καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη δασικών υπηρεσιών και υπουργείων ευρωπαϊκών χωρών που σχετίζονται με την προστασία της βιοποικιλότητας και ιδιαίτερα των γενετικών πόρων των δασικών οικοσυστημάτων στην Ευρώπη είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν στις δύο μόνιμες πειραματικές επιφάνειες γενετικής παρακολούθησης στην Ελλάδα, μια στον Όλυμπο, σε δάση ελάτης, και μια στο Χολομώντα, σε δάση οξιάς.
«Σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας διαπιστώνουμε υψηλή γενετική βιοποικιλότητα και δεν έχουμε παρατηρήσει κάποιο έντονο φαινόμενο», κατέληξε ο κ. Αραβανόπουλος.
Η έρευνα αποτελεί κοινή δράση των ευρωπαϊκών έργων LIFEGENMON (Πρόγραμμα LIFE+) και GENTREE (Πρόγραμμα H2020).