Κλιματική κρίση: Αλήθειες και ψέματα για τις «πράσινες πολιτικές» των εταιρειών

Οι εταιρείες σε όλον τον κόσμο προβαίνουν σε όλο και περισσότερες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, προκειμένου να καθησυχάσουν τόσο τους καταναλωτές όσο και τους επενδυτές, κάνοντας λόγο για μηδενικές εκπομπές άνθρακα και προϊόντα με ουδέτερο αποτύπωμα.

Οι πολυεθνικές εταιρείες, ωστόσο, που παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως πρωτοπόρες στη μάχη κατά της κλιματικής κρίσης, εφαρμόζουν «ακατάλληλα και αμφίβολα» σχέδια προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα από το Ινστιτούτο NewClimate, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα το Βερολίνο.

Σε μια ανάλυση που περιελάμβανε 24 μεγάλες εταιρείες, από τον τομέα του λιανεμπορίου μέχρι αυτοκινητοβιομηχανίες και αεροπορικές, το Σύστημα Παρακολούθησης της Ευθύνης των Εταιρειών για το Κλίμα διαπίστωσε ότι τα σχέδιά τους δεν ανταποκρίνονταν στις δεσμεύσεις τους για μηδενικές εκπομπές άνθρακα.

Πώς μπορούν λοιπόν οι «πράσινες» δεσμεύσεις των εταιρειών να οδηγήσουν σε σημαντικές μειώσεις των εκπομπών που συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη και πώς θα προστατευθούν οι καταναλωτές από το λεγόμενο «πράσινο ξέπλυμα»;

Είναι οι εταιρείες στον σωστό δρόμο;

Παρά το γεγονός ότι η προαναφερθείσα ανάλυση περιελάμβανε έναν περιορισμένο αριθμό πολυεθνικών εταιρειών, ανέφερε ότι οι στρατηγικές τους για το Κλίμα «δεν ανταποκρίνονται» στις δεσμεύσεις τους για επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών, ενώ οι 15 από τις 24 κρίθηκαν «λίγο» έως «πολύ λίγο» αξιόπιστες.

Επιπλέον, η έκθεση έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα σχέδια των εταιρειών μέχρι το 2030, τα οποία θεωρούνται ζωτικής σημασίας προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρηση της υπερθέρμανσης «χαμηλότερα» από τους 2 βαθμούς Κελσίου, στοχεύοντας ιδανικά στον 1,5 οC.

Η τρέχουσα δεκαετία είναι κρίσιμη σε ό,τι αφορά τις δράσεις για το Κλίμα, αναφέρει ο επικεφαλής συντάκτης της έρευνας Τόμας Ντέι, αλλά παρ’ όλα αυτά οι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι των «αυτοαποκαλούμενων πρωτοπόρων» στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής «είναι τρομερά ανεπαρκείς».

Σύμφωνα με την έκθεση, προκειμένου να διατηρηθεί η υπερθέρμανση στον 1,5οC, οι εταιρείες θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές κατά τουλάχιστον 43% μέχρι το 2023, αλλά τα ισχύοντα σχέδιά τους οδηγούν σε μια, κατά μέσο όρο, μείωση της τάξεως του 15%.

Η Μαρία Μεντιλούς, επικεφαλής της Συμμαχίας We Mean Business, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που συνεργάζεται με εταιρείες σε ό,τι αφορά τις δράσεις για το Κλίμα, δήλωσε ότι πολλές από αυτές δεσμεύονται για θεμελιώδεις αλλαγές.

«Οι εταιρείες κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να αντιληφθούν το αποτύπωμά [τους] και να το αλλάξουν», τόνισε η ίδια, καλώντας σε εντατικοποίηση των ελέγχων στις εταιρείες που δεν λαμβάνουν καμία απολύτως δράση.

Πότε θεωρείται αξιόπιστη μια δέσμευση;

Η κορυφαία πλατφόρμα περιβαλλοντικών ερευνών CDP τόνισε ότι λιγότερες από 1 στις 200 εταιρείες που υποβάλλουν στοιχεία σχετικά με την κλιματική αλλαγή υιοθετούν κατάλληλα σχέδια για την κλιματική μετάβαση, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα.

Η CDP κρίνει την αξιοπιστία ενός σχεδίου με βάση 21 βασικούς δείκτες, οι οποίοι αποδεικνύουν την ύπαρξη κάποιας αλλαγής σε ό,τι αφορά το μοντέλο λειτουργίας των εταιρειών προκειμένου να ευθυγραμμίζεται με τους στόχους για το Κλίμα.

Η έκθεση του Ινστιτούτου NewClimate αναφέρει ότι οι δεσμεύσεις περιλαμβάνουν συχνά «αστερίσκους» που εξαιρούν την εταιρεία από ορισμένες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Ένα άλλο ζήτημα που υπονομεύει την αξιοπιστία των εταιρειών είναι η ασάφεια που χαρακτηρίζει τα σχέδιά τους καθώς και η έλλειψη στοχευμένων μέτρων για την απαλλαγή από τον άνθρακα, τόνισε η Σίλκε Μόλνταϊκ, μία εκ των συντακτών της έκθεσης.

«Για παράδειγμα, οι τρεις εταιρείες λιανικής από τον τομέα του ρουχισμού, ισχυρίζονται ότι προμηθεύονται υλικά που είναι περισσότερο βιώσιμα, αλλά δεν εξηγούν τι σημαίνει ούτε το “περισσότερο” ούτε το “βιώσιμα”», ανέφερε η ίδια.

Ποιος ο ρόλος της «αντιστάθμισης»;

Οι δεσμεύσεις πολλών εταιρειών για μηδενικές εκπομπές περιλαμβάνουν τη μέθοδο της «αντιστάθμισης», δηλαδή επενδύσεις σε έργα όπως η δενδροφύτευση αντί να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα που προκαλούν οι ίδιες.

Ωστόσο, η έκθεση ανέφερε ότι αυτά τα συστήματα είναι «σε μεγάλο βαθμό αμφισβητούμενα», καθώς «δεν είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μόνιμη μείωση των εκπομπών», όπως τα δασοκομικά έργα που είναι σπάνια και δεν είναι σίγουρο ότι θα διαρκέσουν.

«Εάν ακολουθούσαν όλοι το παράδειγμά τους, τώρα θα χρειαζόμασταν δύο με τέσσερις Πλανήτες Γη», είπε η Μόλνταϊκ.

Πρωτοβουλίες όπως η «Net-Zero Standard» της Science Based Targets (SBTi) απαιτούν από τις εταιρείες να απανθρακοποιήσουν το 90%-95% των εκπομπών τους προτού αντισταθμίσουν τις «υπολειπόμενες» εκπομπές που μπορεί να μην είναι δυνατό να περικοπούν.

Ωστόσο, απαντώντας σε αυτό, η Μόλνταϊκ είπε ότι η αντιστάθμιση τώρα «κρύβεται πίσω εναλλακτικές ορολογίες» όπως «ουδετεροποίηση» ή «ενσωμάτωση» – που συνήθως αναφέρεται σε αντιστάθμιση εντός της αλυσίδας αξίας μιας εταιρείας.

Είναι «ξέπλυμα» οι πράσινες ετικέτες;

Όπως φάνηκε από την ανάλυση, πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν πιστοποιήσεις για να αποδείξουν ότι σημειώνουν πρόοδο, αλλά – όπως σημειώνει ο Τόμας Ντέι – στην πραγματικότητα τις χρησιμοποιούν ως «”παράσημα” για να αμυνθούν των ανεπαρκών τους δράσεων ή για να αντιμετωπίσουν τις επικρίσεις».

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι πράσινες πιστοποιήσεις θα πρέπει να δίνονται με αυστηρότερα κριτήρια και να μην παραχωρούνται σε εταιρείες που δεν λαμβάνουν επαρκή μέτρα.

«Θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή ώστε να μην δημιουργηθεί μια πλατφόρμα “πράσινου ξεπλύματος”», τόνισε ο Ντέι.

Η Μαρία Μεντιλούς, από την πλευρά της, αναφέρει ότι οι πιστοποιήσεις αυτές δεν δίνονται εύκολα και ότι τα κριτήρια είναι αυστηρά για τις εταιρείες.

Πάντως, οι ερευνητές του Ινστιτούτου New Climate δήλωσαν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να προστατεύσουν τους καταναλωτές από παραπλανητικές διαφημίσεις περί προόδου των εταιρειών σε ό,τι αφορά το Κλίμα.

Μέτρα από την ΕΕ

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα νέο σχέδιο νόμου καθιστά υπεύθυνα τα κράτη μέλη για την επιβολή «αποτρεπτικών» κυρώσεων σε εταιρείες που προβαίνουν σε αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με τα προϊόντα τους.

Ο στόχος της εν λόγω πρότασης είναι να βοηθήσει τους καταναλωτές να επιλέγουν με πιο σωστό κριτήριο τα προϊόντα που αγοράζουν.

Περίπου οι μισοί από τους ισχυρισμούς των εταιρειών περί «πράσινων», «οικολογικών» ή «φιλικών προς το περιβάλλον» προϊόντων, είναι «αναπόδεικτοι», αναφέρει η Κομισιόν.

«Οι εταιρείες που προβαίνουν σε “πράσινους ισχυρισμούς” θα πρέπει και να τους αποδεικνύουν», προσθέτει μεταξύ άλλων, σε μια αναφορά στην εμβληματική ατζέντα της Πράσινης Συμφωνίας της Ε.Ε., η οποία υιοθετήθηκε το 2019.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ισχυρισμοί των εταιρειών μπορούν να αποδειχθούν, τα κράτη – μέλη της ΕΕ θα πρέπει να «διαμορφώσουν ένα σύστημα επαλήθευσης», το οποίο θα υπόκειται σε ανεξάρτητο έλεγχο.

Οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν αυξηθεί οι πιέσεις προς τις κυβερνήσεις της ΕΕ σε ό,τι αφορά τους κανόνες διαφήμισης με βάση περιβαλλοντικά κριτήρια.

Τον Αύγουστο του περασμένου έτους, η Γαλλία έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που απαγόρευσε τις διαφημίσεις για τα ορυκτά καύσιμα, μετά την έναρξη ισχύος ενός νέου νόμου για το κλίμα που εγκρίθηκε το προηγούμενο έτος.

Τέλος, πραγματοποιούνται εκστρατείες σε ό,τι αφορά τις διαφημιστικές πινακίδες σε όλη την Ευρώπη, με πολλούς να διαμαρτύρονται για τους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς των κατασκευαστών αυτοκινήτων, που – όπως υποστηρίζουν – είναι παραπλανητικοί.

Πηγή: Kathimerini.gr, με πληροφορίες από Reuters, Euractiv

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση