Η διεθνής κοινότητα δεσμεύθηκε να «μειώσει σημαντικά» μέχρι το 2030 τα πλαστικά μιας χρήσης, μια υπόσχεση που οι υπερασπιστές του περιβάλλοντος κρίνουν ωστόσο ανεπαρκή για να επιλυθεί το πρόβλημα της ρύπανσης στον κόσμο. Έπειτα από μακρές συζητήσεις στο Ναϊρόμπι, οι 170 χώρες της Συνέλευσης του ΟΗΕ για το Περιβάλλον κατέληξαν σε μια συμφωνία με στόχο να μειώσουν την κατανάλωση πλαστικών ειδών μιας χρήσης, όπως μικρές και μεγάλες σακούλες, καθώς και πλαστικά ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, που αποτελούν σημαντικό μέρος των οκτώ εκατομμυρίων τόνων πλαστικών που βρίσκονται κάθε χρόνο στους ωκεανούς.
Όμως στην τελική ανακοίνωση δεν γίνονται παρά δύο αναφορές στην άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη και καμιά στα ορυκτά καύσιμα που την τροφοδοτούν, παρόλο που η σημερινή ημέρα είναι ημέρα κινητοποίησης δεκάδων χιλιάδων νέων σε όλον τον κόσμο με αίτημα να αναληφθεί δράση εναντίον της κλιματικής απορρύθμισης.
Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, οι χώρες δεσμεύονται «να επιτεθούν στις ζημιές που προκαλούνται στα οικοσυστήματά μας από τη χρήση και τη μη βιώσιμη εξάλειψη προϊόντων από πλαστικό, ιδιαίτερα μειώνοντας σημαντικά μέχρι το 2030 τα πλαστικά προϊόντα μιας χρήσης».
Πηγές στις συζητήσεις είπαν στο Γαλλικό Πρακτορείο πως ανεπτυγμένες χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, άσκησαν πίεση ώστε η δέσμευση να είναι λιγότερο φιλόδοξη απ' ό,τι προβλεπόταν αρχικά. Στην αρχή της εβδομάδας, η ανακοίνωση που είχε υποβληθεί στη συνέλευση πρότεινε «να ληφθούν σταδιακά μέτρα ώστε να απαλλαγούμε από τα πλαστικά μιας χρήσης μέχρι το 2025».
«Είναι δύσκολο να βρούμε μια λύση για όλες τις χώρες μέλη», υπογράμμισε μιλώντας στους δημοσιογράφους ο Σίιμ Κίισλερ, πρόεδρος της Συνέλευσης του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, πριν από τη δημοσιοποίηση της τελικής ανακοίνωσης. «Το περιβάλλον βρίσκεται σε σημείο καμπής. Δεν έχουμε ανάγκη από μεγαλόστομα έγγραφα, έχουμε ανάγκη από συγκεκριμένες δεσμεύσεις».
Ο Κίισλερ εξέφρασε πάντως την ικανοποίησή του για την υπογραφή της «πρώτης παγκόσμιας συμφωνίας» για τη μείωση της χρήσης του πλαστικού, από το οποίο παράγονται περισσότεροι από 300 εκατομμύρια τόνοι ετησίως.