Ένα ελλιπές πλαίσιο για την προστασία αιγιαλών και παραλιών. Ένα προβληματικό πλαίσιο αδειοδότησης καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Υποστελεχωμένες «κρίσιμες» υπηρεσίες. Γραφειοκρατικές διαδικασίες καταγραφής αυθαιρεσιών και κατεδαφίσεων, που επιτρέπουν νομικούς «ελιγμούς» από τους παρανομούντες (και δικαστήρια συχνά διατεθειμένα να τους δεχθούν). Και φυσικά, διαφθορά.
Οι υποθέσεις της Μυκόνου και της Ρόδου ανέδειξαν πολλές «μαύρες τρύπες» στην προστασία και διαχείριση των παραλιών της χώρας. Η εφημερίδα «Καθημερινή» σταχυολογεί ορισμένα από τα βασικά διδάγματα των δύο τελευταίων μηνών.
1. Οι παραχωρήσεις
Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα στην παραχώρηση της απλής χρήσης των αιγιαλών και παραλιών.
Σε όλη τη χώρα εκδηλώνονται παράπονα από πολίτες για τις εκτάσεις που καταλαμβάνουν οι παραχωρήσεις. Στις μεν παραχωρήσεις που γίνονται απευθείας, δηλαδή σε ξενοδοχεία ή καταστήματα εστίασης που βρίσκονται δίπλα στην παραλία, εκεί όπου υπάρχει συνεχές μέτωπο καταστημάτων, τα ομπρελοκαθίσματα καταλαμβάνουν το σύνολο των παραλιών, καθώς δεν ισχύει για τις περιπτώσεις αυτές η ποσόστωση του 50% (ότι δηλαδή πρέπει να μένει ελεύθερο το 50%, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτό τα δύσβατα ή μη αξιοποιήσιμα κομμάτια). Πρόσφατα υπήρξαν καταγγελίες ότι σε «κεντρική» παραλία της Ρόδου οι «ομπρελάδες» δεν άφηναν τα παιδιά των ντόπιων ούτε να αφήσουν την πετσέτα τους στην άμμο και τα έδιωχναν. Εκεί υπάρχει ανάγκη για τροποποίηση της νομοθεσίας, καθώς καταργείται η κοινοχρησία των αιγιαλών και η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτούς.
Στις δε μισθώσεις που γίνονται εκτός οικιστικών ιστών, πολύ συχνά διαπιστώνονται επεκτατικές τάσεις, με τα ομπρελοκαθίσματα να καταλαμβάνουν μεγαλύτερες εκτάσεις και να φθάνουν μέχρι το κύμα. «Η λύση είναι μία: να αυστηροποιηθεί η νομοθεσία», λέει έμπειρο στέλεχος κτηματικής υπηρεσίας. «Αν με την πρώτη παράβαση λύεται η μίσθωση και διατάσσεται ο μισθωτής να εγκαταλείψει τον χώρο, τότε οι “ομπρελάδες” θα είναι πολύ πιο προσεκτικοί».
Τέλος, δεν υπάρχει διαφάνεια. Νόμος σε ισχύ προβλέπει την τοποθέτηση πινακίδων με τις παραχωρούμενες εκτάσεις, ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν επισκεπτόμενοι την παραλία. Προφανώς, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Επίσης οι μισθώσεις γίνονται είτε από το υπουργείο Οικονομικών είτε από τον δήμο, επομένως δεν υπάρχει μια ενιαία βάση δεδομένων για κάθε δήμο, η οποία να είναι δημόσια προσβάσιμη.
2. Τα πρόστιμα
Οταν διαπιστώθηκε ότι το Principote στη Μύκονο εκμεταλλευόταν την παραλία με ομπρελοκαθίσματα, χωρίς να έχει μισθώσει την έκταση, η κτηματική υπηρεσία επέβαλε πρόστιμο 19.000 ευρώ (για το 2015) και 41.000 ευρώ (για το 2016). Αντίστοιχα, τα πρόστιμα που επέβαλε το Λιμενικό στο Santa Marina στη Ρόδο για τα θαλάσσια κρεβάτια είναι 10.400 ευρώ και από την κτηματική 5.400 ευρώ.
Οπως προκύπτει από τα παραδείγματα αυτά, το ύψος των προστίμων είναι εντελώς αναντίστοιχο με τα έσοδα των επιχειρήσεων από την παράνομη εκμετάλλευση των «χρυσοφόρων» δημόσιων χώρων.
3. Το προσωπικό
Κομβικές υπηρεσίες, όπως οι κτηματικές υπηρεσίες στις τουριστικές περιοχές (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Κρήτη) είναι εξαιρετικά υποστελεχωμένες. Το αποτέλεσμα είναι να «πνίγονται» κάθε χρόνο με τις μισθώσεις των αιγιαλών και τις εκατοντάδες καταγγελίες, χωρίς να μπορούν να επιτελέσουν επαρκώς το έργο τους, που είναι (και) να ελέγχουν διαρκώς την προστασία αιγιαλών – παραλιών και την τήρηση των συμβολαίων μίσθωσης.
Οι οικονομικές κυρώσεις για παράνομη κατάληψη αιγιαλού – παραλίας και θαλάσσιας περιοχής είναι αμελητέες μπροστά στα κέρδη.
Ομοίως, αποδυναμωμένοι είναι και οι υπόλοιποι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Οι υπηρεσίες δόμησης (αρμόδιες για τους πολεοδομικούς ελέγχους) και οι επιθεωρητές Περιβάλλοντος, που επιφορτίστηκαν με την υπόθεση της Μυκόνου, είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Δυστυχώς η στελέχωση των υπηρεσιών αυτών δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι ανταποδοτικό, παρότι η αύξηση των ελέγχων θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην επιβολή πολύ περισσότερων προστίμων και την επιτάχυνση της εξέτασης των καταγγελιών.
4. Η αδειοδότηση
Η διαδικασία έκδοσης αδειών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι προβληματική.
Από το 2017, αντί για την παλαιά διαδικασία αδειοδότησης από τον δήμο, γίνεται απλώς μια «γνωστοποίηση λειτουργίας», κάτι σαν υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης ότι τηρεί τη νομοθεσία. Οπως προέκυψε όμως, τόσο στη Μύκονο όσο και στη Ρόδο η διαδικασία αυτή έχει πολλά κενά. Κατ’ αρχάς, δεν ελέγχονται οι γνωστοποιήσεις ούτε καν για τα βασικά, ότι η επιχείρηση διαθέτει παραχώρηση από την κτηματική υπηρεσία (αν χρησιμοποιεί αιγιαλό – παραλία) και έχει άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία, αν βρίσκεται μέσα στα όρια αρχαιολογικού χώρου. Επομένως κάποιος «επιχειρηματίας» μπορεί να ισχυρίζεται ότι διαθέτει άδεια (να έχει κάνει γνωστοποίηση, δηλαδή) ενώ στην πραγματικότητα είναι παράνομος, αφού ενδεχομένως να μη διαθέτει (κι ούτε να μπορεί να λάβει) τις απαραίτητες εγκρίσεις.
Περαιτέρω, η όποια άδεια λειτουργίας συνδέεται με ένα ή περισσότερα οικόπεδα (συνήθως αναφέρονται σε αυτά ως ΚΑΕΚ, από τον αριθμό με τον οποίο δηλώνονται στο κτηματολόγιο). Είδαμε σε αρκετές περιπτώσεις μια επιχείρηση που λειτουργεί σε 3-4 γειτονικά οικόπεδα να έχει εκδώσει άδεια δηλώνοντας ένα από αυτά (που δεν έχει παρανομίες) και να χρησιμοποιεί και τα υπόλοιπα με παρανομίες. Και, όταν εντοπιστεί, να ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει η επιχείρηση να σφραγιστεί γιατί είναι σε άλλο ΚΑΕΚ από τις παρανομίες. Αυτός αποδεικνύεται ότι είναι ένας από τους συνηθισμένους ελιγμούς των beach bar με πολλές παρανομίες.
Και επίσης, ως συνήθως, υπάρχει σύγχυση αρμοδιοτήτων: υφίσταται διχογνωμία σχετικά με το ποιος αποφασίζει να ζητήσει τη σφράγιση ενός παράνομου καταστήματος. Ενώ από τη νομοθεσία είναι σαφές ότι για τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που έχουν άδεια, την απόφαση λαμβάνει η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής του δήμου, δεν είναι σαφές για την περίπτωση που ένα μαγαζί λειτουργεί εντελώς χωρίς άδεια. Στη Μύκονο παρενέβη το Κεντρικό Πολεοδομικό Συμβούλιο (ΚΕΣΥΠΟΘΑ) επειδή είχαν προηγηθεί οι έλεγχοι από τους επιθεωρητές Περιβάλλοντος (και επίκειντο εθνικές εκλογές). Στη Ρόδο, ο δήμος εκτιμά ότι δεν είναι δική του αρμοδιότητα και έτσι τα παράνομα μπαρ στον αιγιαλό δεν σφραγίζονται (βέβαια ο δήμος ελέγχεται δικαστικά για τη στάση του). Επίσης δεν είναι σαφές αν αρκεί η διαπίστωση παρανομίας από την πολεοδομία και ποιος εκκινεί τη διαδικασία σφράγισης.
Τέλος, λείπει από τη νομοθεσία μια διαδικασία άμεσης, ταχείας κατάσχεσης όλων των κινητών της παράνομης επιχείρησης (λ.χ. ομπρελοκαθίσματα, μηχανήματα), ώστε να παρεμποδίζεται το «κρυφτούλι» με τις Αρχές και η συνέχιση της λειτουργίας της.
5. Οι κατεδαφίσεις
Η ευθύνη για τις κατεδαφίσεις σε δάση και αιγιαλούς – παραλίες ανήκει στις αποκεντρωμένες διοικήσεις. Οπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα, η διαδικασία έχει σοβαρά προβλήματα. Κατ’ αρχάς, οι αποκεντρωμένες πρέπει να έχουν μια σταθερή χρηματοδότηση για κατεδαφίσεις (και όχι να ζητούν πόρους κάθε τόσο, διαδικασία που κρατάει αρκετούς μήνες), ώστε να έχουν σταθερές συμβάσεις με εργολάβους κατεδαφίσεων. Η διεξαγωγή διαγωνισμών μπορεί να καθυστερήσει έως και ένα-δύο έτη τη διαδικασία, ενώ οι απευθείας αναθέσεις σε καμιά περίπτωση δεν επαρκούν. Ισως μια λύση θα ήταν ο εξοπλισμός τους με μηχανήματα.
Περαιτέρω, παρότι οι κατεδαφίσεις γίνονται μόνο σε υποθέσεις που έχουν τελεσιδικήσει, είναι σύνηθες οι αυθαιρετούχοι να εξαντλούν τα έννομα μέσα προσπαθώντας με διάφορους ελιγμούς να σταματήσουν τη διαδικασία. Κάποιες φορές τα εφετεία δίνουν αναστολές (παρότι οι αποφάσεις εκτέλεσης κατεδάφισης δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις), υπονομεύοντας τη διαδικασία. Επομένως πρέπει η διαδικασία να θωρακιστεί.
Τέλος, συχνό φαινόμενο είναι οι αυθαιρεσίες να έχουν «αυγατίσει» από τότε που τελεσιδίκησαν. Πρέπει να υπάρξει ειδική πρόβλεψη στη νομοθεσία, ότι νέες αυθαιρεσίες κατ’ επέκταση υπό κατεδάφιση αυθαιρέτου θα κατεδαφίζονται κι αυτές. Ειδάλλως (κανονικά) θα πρέπει να κινηθεί εξαρχής η διαδικασία καταγραφής, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Ενα σημαντικό λάθος της διαδικασίας κατεδαφίσεων είναι ότι η νομοθεσία δίνει στον αυθαιρετούντα το δικαίωμα να κατεδαφίσει μόνος τα πάντα και να απαλλαγεί από το πρόστιμο (να πληρώσει μόλις 500 ευρώ). Παρότι αυτό έχει κάποια προφανή θετικά, ουσιαστικά οδηγεί σε «παραγραφή» της παρανομίας (που συχνά επαναλαμβάνεται πριν από το ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς) και ατιμωρησία, παραγνωρίζοντας ότι ο επιχειρηματίας έχει αποκομίσει σημαντικά κέρδη από τη λειτουργία της αυθαίρετης επιχείρησης.
6. Η κωλυσιεργία
Οι έλεγχοι, οι σφραγίσεις και οι κατεδαφίσεις γίνονται… αφού τελειώσει η σεζόν. Δεν έχει νόημα να αποφασίζεται η σφράγιση μιας παράνομης επιχείρησης στον Οκτώβριο. Αντίθετα, όπως είδαμε στην περίπτωση της Μυκόνου, μόλις σφραγίστηκαν το Principote και το Nammos τον Απρίλιο, οι υπόλοιπες επιχειρήσεις με πολεοδομικές παρανομίες έσπευσαν μέσα σε δέκα μέρες και απομάκρυναν όλες τις παράνομες κατασκευές τους. Μόνο με τον φόβο της άμεσης σφράγισης θα εμπεδωθεί στην «αγορά» η υποχρέωση τήρησης του νόμου.
Πού κολλάνε οι κατεδαφίσεις; Δύο πρώην υπουργοί απαντούν
Γιατί επί τόσα χρόνια η πολιτεία δεν μπορεί να ελέγξει τις παρανομίες στους αιγιαλούς; Γιατί δεν προχωρούν οι κατεδαφίσεις; Ο Κωστής Χατζηδάκης και ο Σωκράτης Φάμελλος, δύο πολιτικοί που έζησαν από πρώτο χέρι την κατάσταση –ως υπουργός και αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος αντίστοιχα– δίνουν στην «Καθημερινή» τη δική τους ερμηνεία.
«Υπήρχαν δύο ειδών προβλήματα στις κατεδαφίσεις. Προφανώς οι αντιδράσεις αυτών που τους αφορούσαν και οι οποίες κάποιες φορές ήταν έντονες. Και οι καθυστερήσεις από πλευράς των αποκεντρωμένων διοικήσεων να προωθηθεί η διαδικασία. Εγώ τους ασκούσα συνεχώς πίεση και είχα αναθέσει σε έναν συνεργάτη μου να ασχολείται με αυτό. Το ζήτημα είναι ότι οι διαγωνισμοί είχαν γίνει ανά αποκεντρωμένη διοίκηση, με διαφορετικής ικανότητας υπηρεσίες, που δεν διακρίνονταν πάντα για την αποτελεσματικότητά τους», εξηγεί ο κ. Χατζηδάκης.
«Στόχος της πολιτείας πρέπει να είναι η προστασία και λελογισμένη εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας. Προφανώς η σχετική νομοθεσία χρειάζεται επικαιροποίηση και μεγαλύτερη διαφάνεια, ως προς τα κριτήρια και τους διαγωνισμούς. Δεν χρειάζονται υπερβολές. Οι καθολικές απαγορεύσεις σημαίνουν ότι η Ελλάδα θα μείνει πίσω από τον ανταγωνισμό της τουριστικά. Από την άλλη πλευρά, η τσιμεντοποίηση, οι παρανομίες και οι περιφράξεις (προς αποκλεισμό της πρόσβασης) καταστρέφουν το περιβάλλον και τις ακτές, αλλά και τον τουρισμό».
Ο κ. Χατζηδάκης αφήνει ένα σαφές υπονοούμενο για τον ρόλο των δημοτικών αρχών στη διόγκωση των παρανομιών. «Οι δήμαρχοι πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους. Οχι μόνο να ζητούν λιμάνια και αεροδρόμια, αλλά να βοηθήσουν να μπει τέλος τις ακρότητες και τις παρανομίες».
«Επί των ημερών μας κατεδαφίστηκαν οι παράνομες ταβέρνες στο Εθνικό Πάρκο Σχινιά, τα αυθαίρετα στη Μακρόνησο, ενώ ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κατεδαφίσεων στις ακτές της Αττικής», λέει ο κ. Φάμελλος. «Για μένα τα βασικά θέματα είναι δύο: η έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού, που περιλαμβάνει όλες τις οριοθετήσεις και τις “κόκκινες γραμμές”. Και τα σοβαρά προβλήματα στις υπηρεσίες, αν θέλουμε να έχουμε μια σοβαρή, σύγχρονη πολιτεία και όχι το Φαρ Ουέστ. Πρώτα απ’ όλα, όμως, χρειάζεται πολιτική βούληση. Εμείς νομοθετήσαμε τα παρατηρητήρια δόμησης, τα οποία εγκαταλείφθηκαν με το που άλλαξε η κυβέρνηση, ξεκινήσαμε ένα συστηματικό πρόγραμμα κατεδαφίσεων, που τερματίστηκε με την αναστολή κατεδαφίσεων το 2021-2023. Μια αναστολή που αποδεδειγμένα δημιούργησε μια νέα γενιά αυθαιρέτων στις παραλίες. Οσο λοιπόν δεν στελεχώνονται οι υπηρεσίες, όσο δεν ασκούνται πιέσεις στις αποκεντρωμένες διοικήσεις και όσο δεν επιβάλλεται ο νόμος, η κατάσταση αυτή θα συνεχίζεται».
«Πρέπει να δούμε γενικότερα τι θα κάνουμε μέχρι να ολοκληρωθούν τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια», τονίζει ο κ. Χατζηδάκης. «Φοβάμαι την άναρχη ανάπτυξη του τουρισμού. Τίθεται ένα ζήτημα, όχι μόνο για τη Μύκονο, τη Σαντορίνη και τη Ρόδο, αλλά και για πολλά ακόμη νησιά που βρίσκονται σήμερα υπό πίεση. Πρέπει να δράσουμε και για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και για να διασφαλίσουμε το εισόδημα αυτών των περιοχών στο μέλλον».
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»