Οι θαλάσσιοι καύσωνες στη Μεσόγειο οδηγούν στον μαζικό θάνατο θαλάσσιων ειδών. Το ανησυχητικό αυτό συμπέρασμα θεμελιώνεται για πρώτη φορά, μετά πέντε χρόνια μελέτης 30 ερευνητικών ομάδων από 11 χώρες της Μεσογείου. Ανάμεσα στους ερευνητές βρίσκονται και Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι καταγράφουν τις πρώτες καταστροφικές συνέπειες της ανόδου της θαλάσσιας θερμοκρασίας στο Νότιο Αιγαίο.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες στο επιστημονικό περιοδικό Global Change Biology, αποδεικνύει ότι την περίοδο 2015-2019 αλλεπάλληλα περιστατικά θαλάσσιων καυσώνων προκάλεσαν τη μαζική θνησιμότητα τουλάχιστον 50 θαλασσίων ειδών σε βάθος έως και 45 μέτρων από την επιφάνεια. Οι καύσωνες έχουν επηρεάσει το 90% της θάλασσας της Μεσογείου, από τη θάλασσα του Αμποράν έως το Αιγαίο και τις ακτές της Λεβαντίνης.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν από το Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου ο καθηγητής Στέλιος Κατσανεβάκης και η μεταδιδακτορική ερευνήτρια Μαρία Σίνη και από το Τμήμα Περιβάλλοντος του Ιονίου Πανεπιστημίου ο επίκουρος καθηγητής Βασίλης Γεροβασιλείου. Την πολυεθνική ομάδα των ερευνητών συντόνισε ο ερευνητής Joaquim Garrabou από το Ινστιτούτο Θαλασσίων Επιστημών της Ισπανίας.
«Όπως προέκυψε από την έρευνα, ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια των περιστατικών καύσωνα στη Μεσόγειο, αυξήθηκε η συχνότητα και η ένταση της θνησιμότητας θαλασσίων οργανισμών», λέει στην Καθημερινή ο κ. Κατσανεβάκης. «Αυτοί που επηρεάζονται περισσότεροι είναι οι “εδραίοι” οργανισμοί, αυτοί δηλαδή που δεν μετακινούνται ώστε να αποφύγουν τις υψηλές θερμοκρασίας, όπως τα λιβάδια ποσειδωνίας και τα μαλακά κοράλλια, γνωστά ως γοργονίες. Επίσης, επηρεάζονται και οι βενθικοί οργανισμοί, για παράδειγμα τα γαστερόποδα, όπως τα θαλάσσια σαλιγκάρια. Τα ψάρια, που μπορούν να μετακινηθούν, συνήθως τις ημέρες αυτές μετακινούνται βαθύτερα».
Ο τρόπος που οι θαλάσσιοι οργανισμοί επηρεάζονται από την άνοδο της θερμοκρασίας δεν είναι ενιαίος. «Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά είδη ανταποκρίνονται στα διαφορετικά επίπεδα έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες. Ωστόσο, αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου απόκρισης των θαλασσίων ειδών όταν εκτίθενται σε ακραίες συνθήκες, σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές κλίμακες», αναφέρει ο κ. Γεροβασιλείου. Η μεγάλη συχνότητα των θαλάσσιων καυσώνων δεν επιτρέπει στη φύση να ανακάμψει. «Τα τελευταία χρόνια, αυτά τα περιστατικά είναι συνεχή και πολλές φορές μεγάλα σε διάρκεια και ένταση, καλύπτοντας το μεγαλύτερο κομμάτι της Μεσογείου. Ως αποτέλεσμα, οι πληθυσμοί διαφόρων οργανισμών δεν προλαβαίνουν να ανακάμψουν, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε τοπικές εξαφανίσεις. Για παράδειγμα, εδώ και μερικά χρόνια έχουν εξαφανιστεί από τις ακτές του Ισραήλ οι βρώσιμοι αχινοί, αυτοί που γνωρίζουμε και στην Ελλάδα, οι οποίοι φαίνεται ότι δεν άντεξαν τις υψηλές θερμοκρασίες. Αντιθέτως, εξαπλώνεται –και στη χώρα μας– ένα εισβολικό είδος αχινού με μεγαλύτερα αγκάθια, το οποίο δεν είναι βρώσιμο».
Ως αποτέλεσμα, η αλλαγή που συντελείται την περίοδο αυτή στη Μεσόγειο είναι ταχύτατη. «Τα περιστατικά μαζικής θνησιμότητας στη Μεσόγειο αποτελούν ένα φαινόμενο αντίστοιχο με αυτό της λεύκανσης των κοραλλιών που έχει καταγραφεί επανειλημμένως και έχει καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Φράγματος (Great Barrier Reef) της Αυστραλίας. Συνεπώς, τα φαινόμενα αυτά, δυστυχώς, δεν αφορούν περιστασιακές εξαιρέσεις, αλλά αποτελούν ήδη μέρος μιας νέας πραγματικότητας στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής», υπογραμμίζει η κ. Σίνη.
Η άνοδος της θερμοκρασίας στη Μεσόγειο δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τις ελληνικές θάλασσες. «Η συνήθης μέγιστη καλοκαιρινή θερμοκρασία στο Καστελλόριζο είναι 29,3 βαθμοί Κελσίου, στην Κρήτη 27 βαθμοί, ενώ στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου δεν ξεπερνά τους 25 βαθμούς. Σε περιστατικά θαλάσσιου καύσωνα αυτές οι τιμές ξεπερνιούνται», λέει ο κ. Κατσανεβάκης. «Η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας, σε συνδυασμό με την υπεραλίευση και την εξάπλωση ειδών εισβολέων, οδηγεί σε πολλά σημεία στην ερήμωση του βυθού, ιδίως στα μικρά βάθη. Για να σας εξηγήσω τον ρόλο των εισβολέων, δύο ξενικά είδη ψαριών, οι γερμανοί και οι αγριόσαλπες, είναι βοσκητές: απογυμνώνουν τους υφάλους, οι οποίοι είναι πυρήνες θαλάσσιας βιοποικιλότητας, υποστηρίζοντας πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας. Έτσι, οι ύφαλοι σταδιακά μετατρέπονται σε γυμνούς βράχους, χωρίς ζωή».
Σε αντίθεση με το Νότιο Αιγαίο, στο Βόρειο Αιγαίο η κατάσταση είναι προς το παρόν καλύτερη. «Οι θάλασσες είναι πιο κρύες λόγω γεωγραφικού πλάτους αλλά και λόγω της Μαύρης Θάλασσας, που είναι πιο κρύα από τη Μεσόγειο. Επίσης, τα ξενικά είδη είναι λιγότερα. Γι’ αυτό οι θάλασσες εκεί είναι σήμερα οι πλουσιότερες σε βιοποικιλότητα στη χώρα μας».
Πηγή: Καθημερινή