Στα 12,2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως υπολογίζονται τα περιθώρια δυνητικής ανάπτυξης του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα. Αυτό διαπιστώνει πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία εκτός των άλλων επισημαίνεται πως η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά στην τεχνολογία παραγωγής, στον βαθμό τυποποίησης των προϊόντων και στον τρόπο λειτουργίας των συνεταιρισμών θα μπορούσε να αυξήσει την άμεση συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα στο ΑΕΠ κατά €9,1 δισ. ετησίως (€3,6 δισ. μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και €5,5 δισ. μέσω αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων).
Η αυξημένη αυτή δραστηριότητα θα οδηγούσε σε επιπλέον έμμεσο όφελος της τάξης των €3,1 δισ. (σε τομείς όπως οι προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, συσκευασία τροφίμων κ.ά.), το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα €12,2 δισ. (ή 6,9% του ΑΕΠ), δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας.
Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα, κατά την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, συνεισφέροντας με 2,9% στο ΑΕΠ (έναντι 1,2% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη) και 14% στην απασχόληση (έναντι 5% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).
Ωστόσο υπάρχουν ακόμη τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, αν γίνουν οι σωστές κινήσεις, καθώς η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής δεν επέτρεψε στον ελληνικό αγροτικό κλάδο να αξιοποιήσει το αντικειμενικό συγκριτικό του πλεονέκτημα.
Στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύμα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία (μόλις 0,3% ετησίως αν αφαιρέσουμε τις επιδοτήσεις), με αποτέλεσμα πλέον να καλύπτει το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής από 0,8% το 1993.
Ο βαθμός τυποποίησης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλός (με τη βιομηχανία τροφίμων να προσφέρει προστιθέμενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή, έναντι 70% κατά μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη).
Ως αποτέλεσμα, ο αγροτικός κλάδος εμφάνισε εμπορικό έλλειμμα της τάξης του €1,2 δισ. το 2014 (ή €2,3 δισ. αν ληφθούν υπόψη και οι καθαρές εισαγωγές πρώτων υλών όπως σπόροι, λιπάσματα, ζωοτροφές)