«Ας υποθέσουμε ότι κυκλοφορεί στην αγορά ένα φάρμακο χωρίς άδεια. Μετά από χρόνια κατατίθεται μια νομοθετική ρύθμιση που λέει ότι το φάρμακο μπορεί να εξακολουθήσει να κυκλοφορεί μέχρι να του δοθούν άδειες ή ότι κυκλοφορεί νόμιμα, παρότι δεν έχει άδειες. Θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις διατάξεις αυτές; Φανταστείτε λοιπόν ότι δεν μιλούμε για φάρμακο αλλά για ένα έργο ή μια δραστηριότητα που έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και δεν έχει άδεια ή αυτή έχει λήξει. Δυστυχώς, οι διατάξεις αυτές, που νομιμοποιούν κάτι τέτοιο εκ των υστέρων, είναι πολύ συχνές στη νομοθεσία μας».
Το παράδειγμα που δίνει ο Γιώργος Χασιώτης, νομικός της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF δείχνει πόσο εύκολο είναι στη χώρα μας κάποιος να παρακάμψει την περιβαλλοντική νομοθεσία, ακόμα και σήμερα. Η σχέση του περιβαλλοντικού δικαίου και της περιβαλλοντικής κρίσης απασχόλησε το διεθνές συνέδριο που διοργάνωσαν την προηγούμενη Παρασκευή η WWF και το περιοδικό Νόμος και Φύση, υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που συζητήθηκαν ήταν η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων. Όπως ανέφερε ο Αλέξανδρος Κουλίδης, από τη Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης του υπουργείου Περιβάλλοντος, το 2012-2019 εκδόθηκαν 12.035 άδειες, εκ των οποίων οι 5.047 αφορούσαν νέα έργα και οι 6.988 ανανέωση ή τροποποίηση υφιστάμενων περιβαλλοντικών όρων.
Οι περισσότερες άδειες, 2.318 αφορούσαν τη μεταποίηση, ενώ 1.707 έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, 1.429 εξορυκτικές δραστηριότητες, 1.140 περιβαλλοντικές υποδομές και 912 έργα μεταφορών. «Επαρκεί όμως η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης;», ανέφερε. «’Οσο καλή κι αν είναι, είναι απαραίτητοι και οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι, το εύρος των οποίων σήμερα δεν είναι επαρκές». Μάλιστα, ο κ. Κουλίδης εξέφρασε τον προβληματισμό του, απέναντι στη χρήση από το Δημόσιο και ιδιωτών ελεγκτών. «Το ερώτημα είναι πώς θα καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός πλαισίου αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Πώς θα ισορροπήσουν οι σχέσεις ελεγκτή, ελεγχόμενου, διοίκησης και δικαιοσύνης».
Ωστόσο το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στην περιβαλλοντική αδειοδότηση και τους ελέγχους. Όπως υπενθύμισε ο κ. Χασιώτης, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η Πολιτεία παρεμβαίνει… για να «διασώσει» παράνομες δραστηριότητες: είτε «λειτουργικά» (για παράδειγμα, σε νόμο του 2016 επετράπη να δοθεί άδεια λειτουργίας σε ξενοδοχεία που δεν είχαν εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους), είτε συλλογικά (για παράδειγμα, τη μαζική νομιμοποίηση όλων των αυθαιρέτων κατασκευών του ΕΟΤ με μια διάταξη νόμου). «Η αδιαφανής πρακτική αυτή αποτελεί καθεστώς και υπονομεύει την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Αναρωτιέμαι τι θα γίνει με τις αδειοδοτικές ανάγκες των έργων της Πράσινης Συμφωνίας ή της κυκλικής οικονομίας», εκτίμησε ο κ. Χασιώτης. «Είναι μια παλαιά και συνεχιζόμενη παθογένεια του νόμου», προσέθεσε ο Κώστας Μενουδάκος, επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. «Συχνά βλέπουμε έναν περιβαλλοντικό ή πολεοδομικό νόμο που έχει μια συνοχή σταδιακά να αρχίζει να ξηλώνεται, ακόμα και 2-3 μήνες αργότερα».
Τη σημασία του Δικαίου στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης υπογράμμισε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. «Έχουμε υπάρξει, δυστυχώς αρκετά συχνά, μάρτυρες της σύγκρουσης μεταξύ της «αυθαίρετης» πραγματικότητας και της αρχής της νομιμότητας, η οποία συχνά πλήττει το κράτος δικαίου. Δεν πρόκειται, ωστόσο, στην ουσία για πρόβλημα που αφορά μόνο την υπεράσπιση συνταγματικών αρχών, αλλά για τη διαφύλαξη της ευημερίας, αν όχι της επιβίωσής μας. Η αντιμετώπιση μιας σειράς ζητημάτων, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων, η προστασία των δασών, η απολιγνιτοποίηση και η έμφαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας καθίσταται ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας μας και των επόμενων γενεών. Η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης συνδέεται συνεπώς άρρηκτα με το δίκαιο: με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα ληφθούν, την προσήλωση της Διοίκησης στην αποτελεσματική εφαρμογή των στόχων που έχουν ταχθεί, καθώς και με τις παρεμβάσεις του δικαστή. Αλλά πάνω απ’ όλα, είναι και ένα ζήτημα κοινωνικής και συλλογικής ευθύνης. Μέσα από τις θεσμοθετημένες οδούς διαβούλευσης και συμμετοχής των πολιτών, καθώς και φυσικά την πολύπλευρη και συστηματική ενημέρωση και πληροφόρηση του κοινού, είναι δυνατόν να επιτευχθεί η απαραίτητη ενεργοποίηση του κόσμου για το ζωτικό αυτό θέμα, το οποίο αφορά όλους μας», ανέφερε.
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»