Ποιος θα πληρώσει για τη μόλυνση των υδάτινων αποθεμάτων;

του Δημήτρη Διαμαντίδη

Ένα ζήτημα με άμεση επίπτωση στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στα υπόγεια, αλλά και στα επιφανειακά ύδατα, απασχολεί την περίοδο αυτή τις αρμόδιες αρχές της Ευρωπαικής Επιτροπής, καθώς και θεσμικούς φορείς της βιομηχανίας.

Στο επίκεντρο βρίσκεται η αναθεώρηση της κοινοτικής νομοθεσίας για τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, που είναι ουσίες (τόσο φυσικές ουσίες όσο και χημικά προϊόντα), οι οποίες μπορούν να τροποποιήσουν τη λειτουργία ενός ορμονικού συστήματος και να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή των ζώων.

Η ΕΕ διαθέτει ένα από τα αυστηρότερα συστήματα παγκοσμίως για την αξιολόγηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων (των «φυτοφαρμάκων», π.χ. των ζιζανιοκτόνων) και των βιοκτόνων (π.χ. των απολυμαντικών για τα χέρια). Εκατοντάδες ουσίες έχουν υποβληθεί ή υποβάλλονται επί του παρόντος σε αυστηρή επιστημονική διαδικασία αξιολόγησης. Εξάλλου, η έγκριση μιας ουσίας από την ΕΕ χορηγείται για περιορισμένο μόνο χρονικό διάστημα (έως 15 έτη) και πρέπει να ανανεώνεται τακτικά.

Στην πράξη, η νομοθεσία της ΕΕ ορίζει ότι όλα τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα και βιοκτόνα πρέπει να έχουν εγκριθεί σε επίπεδο ΕΕ πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά. Το σύστημα αυτό καλείται «προηγούμενη έγκριση». Σημαίνει ότι όλα τα χημικά προϊόντα επιτρέπεται να διατεθούν στην αγορά —και για χρήση— μόνο αφού αποδειχθεί η ασφάλεια της χρήσης τους βάσει ενδελεχούς επιστημονικής αξιολόγησης.

Η Κομισιόν παρουσίασε πρόσφατα επιστημονικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των ενδοκρινικών διαταρακτών στους τομείς των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των βιοκτόνων.

Τα επιστημονικά αυτά κριτήρια βασίζονται στον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, ως προς τον οποίο υπάρχει ευρεία συναίνεση.

Ωστόσο πριν από λίγες ημέρες οι φορείς της ευρωπαικής χημικής βιομηχανίας αμφισβήτησαν αυτά τα κριτήρια, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι λειτουργικά.

Από την πλευρά του ο φορέας, που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις του τομέα του ύδατος (EurEau), επισήμανε πως μία λιγότερο αυστηρή προσέγγιση στον καθορισμό των ενδοκρινών διαταρακτών θα βοηθούσε τις βιομηχανίες, που «ενοχοποιούνται» παράγοντας τέτοια προιόντα (φυτοπροστατευτικά και βιοκτόνα), να μολύνουν και να μην πληρώνουν ανάλογα.

Ο ίδιος φορέας διατύπωσε ανησυχίες για τις επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτινων αποθεμάτων από μία ανεπαρκή νομοθετική προσέγγιση στο θέμα των ενδοκρινών διαταρακτών, που βρίσκονται π.χ. στα παρασιτοκτόνα, τα οποία αξιοποιούνται για γεωργικές χρήσεις.

Η επιβάρυνση των υδάτων αυξάνει το κόστος του καθαρισμού τους και βέβαια ο λογαριασμός μεταφέρεται τελικά στον καταναλωτή, ο οποίος προμηθεύεται άμεσα και έμμεσα το νερό, το οποίο πρέπει να είναι κατάλληλο και να πληροί όλες τις απαιτούμενες υγειονομικές προδιαγραφές.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση