Πόσο νοιάζεται η Ευρώπη για την κλιματική αλλαγή;

Η επικύρωση από την Ε.Ε. της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή κινδυνεύει να μείνει κενή περιεχομένου, εάν δεν συνοδευτεί από τα αναγκαία μέτρα πολιτικής και επίτευξης ρεαλιστικών στόχων για την προστασία του περιβάλλοντος.

Μέχρι στιγμής, η Ε.Ε. δεν έχει καταφέρει να εναρμονίσει τους στόχους της για το περιβάλλον με τους νέους διεθνείς σχετικούς στόχους, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την Συμφωνία του Παρισιού.

Μόλις τον προηγούμενο μήνα, οι αρμόδιες αρχές της Ε.Ε. ανακοίνωσαν πως ο στόχος για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% μέχρι το έτος 2030 είναι σε ισχύ και αναβλήθηκε μέχρι το έτος 2023 η αναθεώρηση αυτών των μεγεθών. Για να γίνει εφικτή η συρρίκνωση κατά 1,5 βαθμό Κελσίου της παγκόσμιας θερμοκρασίας, η Ε.Ε. χρειάζεται επειγόντως αναψηλάφηση των περιβαλλοντικών στόχων της.

Η αναβολή στην ανάληψη σχετικής δράσης από την Ε.Ε. αρχικά αποδιδόταν στο γεγονός πως η Ένωση δεν ήθελε να κινηθεί μόνη της προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, άλλες χώρες γρήγορα ξεπέρασαν τις αντίστοιχες της Ε.Ε. και σήμερα πλέον κράτη, όπως η Κίνα προσπαθούν περισσότερο προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος.

Παράλληλα, οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ευρώπη έπεσαν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εννιά ετών, τη στιγμή που σε άλλα μέρη του κόσμου γνωρίζουν πρωτοφανή αύξηση.

Επομένως, είναι αδήριττη ανάγκη η Ένωση να καταστεί μία οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου πριν το έτος 2035.

Όμως μία τέτοια επιθυμία χρειάζεται μία εκτεταμένη και συνεπής πολιτική και στρατηγική, η οποία αρχικά θα δώσει το μήνυμα σε όλους τους επενδυτές πως η Ένωση απομακρύνεται από τις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα και προτιμά τις ανανεώσιμες πηγές. Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. πρέπει να υποστηρίξει την ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών με την εισαγωγή feed-in-τιμολογίων και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Η μετατόπιση αυτή μπορεί να επιτύχει χωρίς τη χρήση επικίνδυνων πυρηνικών και τεχνολογιών δέσμευσης και απομόνωσης άνθρακα (CCS).

Ακόμη, η επιστήμη έχει αποδείξει ότι μια ενέργεια που βασίζεται σε 100% ανανεώσιμες πηγές μέχρι το έτος 2050 δεν είναι μόνο εφικτή αλλά και οικονομικά αποδοτική στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Έτσι, καθώς το κόστος των τεχνολογιών, που έχουν σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές, μειώνεται συνέχεια και υποστηρίζεται και από την έρευνα και την καινοτομία, θα μπορούσε να επιτευχθεί μία παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση πολύ νωρίτερα.

Επιπλέον, χρειάζεται μία επανάσταση στις οδικές επιβατικές και εμπορευματικές μεταφορές, κάτι που σημαίνει υποστήριξη στα ηλεκτρικά οχήματα και στα όσα χρησιμοποιούν υδρογόνο, αλλά και απαγόρευση παραγωγής και πώλησης αυτοκινήτων, που εκπέμπουν ρύπους, από το έτος 2025 και έπειτα.

Τέλος, απαιτείται η υποστήριξη της βιολογικής γεωργίας στην Ε.Ε. και το εκ νέου πρασίνισμα υποβαθμισμένων εδαφών.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση