Πώς τα τζάκια έγιναν υπολογίσιμη πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης

Τα αιωρούμενα σωματίδια που εκπέμπει ένα τζάκι σε μία μέρα ισοδυναμούν με αυτά χιλίων καινούργιων αυτοκινήτων. Τα πιο μικρά εναποτίθενται στις κυψελίδες των πνευμόνων, απειλώντας σοβαρά την υγεία. Η έκθεσή μας στα μικροσωματίδια εξαρτάται από την πόλη στην οποία μένουμε, το πόσο κοντά βρισκόμαστε σε έναν δρόμο, και κυρίως το πόσοι συμπολίτες μας ανάβουν τζάκι τον χειμώνα.

Ο αέρας της Αθήνας είναι καθαρός και εξ αυτού οι κάτοικοι έχουν περισσότερο οξεία αντίληψη και ταχύτερα αντανακλαστικά απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Της Θήβας απ΄ την άλλη μεριά, είναι πυκνός και ομιχλώδης και οι κάτοικοί της πληκτικοί και αργοί.

Με δυο λόγια

Δεν ξέρουμε γιατί, αλλά το αναμμένο τζάκι είναι το πιο γοητευτικό μέρος ενός σπιτιού. Τα πειράματα των ψυχολόγων έχουν βρει πως το τζάκι βελτιώνει τη διάθεση και την ανθρώπινη επικοινωνία. Δεν είναι τόσο η θαλπωρή, όσο η θέα της φλόγας στο ξύλο που καίγεται. Η επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή θεωρείται παρόμοια με αυτή της θέας ενός ποταμού που κυλάει ή ενός ουράνιου τόξου που εμφανίστηκε μόλις διαλύθηκαν τα σύννεφα. Ίσως γιατί επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοί μας άναβαν φωτιές τα βράδια και κάθονταν γύρω τους να φάνε και να συζητήσουν. Αλλά σίγουρα δεν ήξεραν ότι ο καπνός της φωτιάς είναι θανατηφόρος. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι πρόγονοί μας άναβαν φωτιές μέσα στις σπηλιές τους και πέθαιναν νέοι από τον καπνό που εισέπνεαν.

Θανατηφόρα εισπνοή

Η εισπνοή της ρυπασμένης ατμόσφαιρας δεν είναι αθώα για την υγεία μας, είτε προέρχεται από το τσιγάρο είτε από το ξύλο είτε από άλλες καύσεις, όμως οι αποδείξεις ήρθαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα και σήμερα, ενώ όλοι γνωρίζουν τις βλαβερές συνέπειες της πίσσας των τσιγάρων, αγνοούν ότι τα προϊόντα των καύσεων από τα τζάκια, τις ξυλόσομπες και τα μαγκάλια αποτελούν επίσης μια αργή αυτοκτονία.

Σε εσωτερικούς χώρους, μερικές φορές ο θάνατος έρχεται γρήγορα λόγω του μονοξειδίου του άνθρακα (CO), ενός αερίου που αποκαλείται «σιωπηλός δολοφόνος» γιατί είναι άοσμο, δεν διακρίνεται όπως ο καπνός και δεν δίνει χρόνο στον άνθρωπο να απομακρυνθεί από τον χώρο προτού αυτό φτάσει σε θανάσιμα επίπεδα.

Διαχρονική μεταβολή μέσων ετήσιων τιμών CO, στους σταθμούς Πατησίων, Αθήνας, Πειραιά και Γεωπονικής, με βάση την Ετήσια Έκθεση Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης του Σεπτεμβρίου 2016.

 

Κάθε χρόνο καταγράφονται θάνατοι από το μονοξείδιο του άνθρακα, ενώ στις αρχές του 2013 ένα τραγικό συμβάν πήρε και πολιτικές διαστάσεις. Δύο φοιτητές στη Λάρισα έχασαν τη ζωή τους και τρεις μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο εξαιτίας ενός μαγκαλιού που είχαν ανάψει για να ζεστάνουν την γκαρσονιέρα τους. Ορισμένοι είπαν ότι το Μνημόνιο ήταν η πραγματική αιτία, γιατί αν δεν υπήρχε, οι φοιτητές θα είχαν λεφτά να αγοράσουν πετρέλαιο και δεν θα έχαναν τη ζωή τους.

Η ρύπανση του εξωτερικού αέρα μπορεί να γίνει εξίσου επικίνδυνη, κάτι που έγινε ξεκάθαρο τον Δεκέμβριο του 1952 στο Λονδίνο. Εκείνη την εποχή, η χρήση άνθρακα εξυπηρετούσε τα πάντα, από την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι την θέρμανση των σπιτιών. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό δεν προκαλούσε προβλήματα, διότι όσο απομακρυνόμαστε από το έδαφος ο καιρός γίνεται πιο ψυχρός και τα αέρια διασκορπίζονται προς τα εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη ψύχρα. Όταν όμως ένας αντικυκλώνας προκάλεσε την παραμονή ψυχρού αέρα στην ατμόσφαιρα του Λονδίνου, το διοξείδιο του θείου (SO2) που παραγόταν από τις καύσεις του άνθρακα παγιδεύτηκε, δημιουργώντας ένα σύννεφο αιθαλομίχλης, περιορισμένο σε ύψος στα 100 περίπου μέτρα. Οι κάτοικοι περπατούσαν με φαναράκια μέσα στο νέφος, το οποίο, σύμφωνα με την πιο τελευταία εκτίμηση, προκάλεσε τον θάνατο 12.000 ανθρώπων.

Trafalgar Square in London during the Great Smog of 1952. Photo: TopFoto / The Image Works

Ο αριθμός των θυμάτων λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι πολύ πιο εντυπωσιακός, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να εκτιμά ότι 4,3 εκατ. άτομα ετησίως χάνουν πρόωρα τη ζωή τους, κυρίως στις χώρες όπου γίνεται ευρεία καύση ξύλων για θέρμανση και μαγείρεμα.

Στην Ελλάδα, το τι μπορεί να συμβεί όταν όλα τα τζάκια ανάβουν μαζί έγινε κατανοητό τον χειμώνα του 2011, όταν υπήρξαν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Αρκετά σπίτια είχαν κατασκευαστεί με τζάκια στις αστικές περιοχές την εποχή της «ισχυρής Ελλάδας», ακόμα και στις πολυκατοικίες. Πιο πολύ έπαιζαν διακοσμητικό ρόλο, αλλά με τον βαρύ χειμώνα και την οικονομική κρίση που οδήγησε αρκετό κόσμο να στραφεί στην αγορά καυσόξυλων, τα τζάκια «πήραν φωτιά» και μια έντονη μυρωδιά καπνού απλώθηκε πάνω από αρκετές μεγαλουπόλεις δίνοντας την εντύπωση πως είχαν ξεσπάσει πυρκαγιές.

Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη μύριζαν σαν ανθρακωρυχεία, οι κρατικοί σταθμοί μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης έδειχναν «τρελά» νούμερα, το υπουργείο Περιβάλλοντος έκανε συνεχώς ανακοινώσεις και οι επιστήμονες προειδοποιούσαν ότι ένα τζάκι εκλύει στην ατμόσφαιρα 30 φορές περισσότερους ρύπους από ό,τι ένας καυστήρας πολυκατοικίας 25 διαμερισμάτων.

PM10 και PM2,5

Το φαινόμενο των τζακιών έφερε στο προσκήνιο τα «αιωρούμενα σωματίδια» ή PM (Particulate ΜatterParticulate Matter (PM) Basics | United States Environmental Protection Agency) ή «νέους ρύπους», όπως λέγονται. Ένα τζάκι ή μια ξυλόσομπα εκπέμπει 150 γραμμάρια αιωρούμενων σωματιδίων μέσα σε τέσσερις ώρες, ενώ ένα αυτοκίνητο του 1992 που τρέχει με 30 χλμ. την ώρα εκπέμπει 0,5 γραμμάρια αν κατασκευάστηκε το 1992 και 0,15 γραμμάρια αν κατασκευάστηκε το 2009.

Δηλαδή, οι εκπομπές ενός τζακιού ισοδυναμούν με αυτές χίλιων καινούργιων αυτοκινήτων μέσα σε μια ημέρα. Η σύγκριση στο μέλλον θα είναι ακόμα χειρότερη για τα τζάκια, γιατί η τεχνολογία των αυτοκινήτων βελτιώνεται συνεχώς –στη Νορβηγία το 14% των αγορών τα τελευταία χρόνια αφορά ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

«Στη δεκαετία του 1970 οι επιστήμονες ασχολούνταν κυρίως με τη ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλούν τα τοξικά αέρια, όπως το μονοξείδιο του άνθρακα, το όζον, το διοξείδιο του θείου ή τα οξείδια του αζώτου γιατί η συγκέντρωσή τους ήταν μεγάλη και οι τεχνικές για την ανίχνευσή τους ήταν πιο ανεπτυγμένες», λέει ο Κωνσταντίνος Ελευθεριάδης, διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών Δημόκριτος.

«Η έρευνα για τα αιωρούμενα σωματίδια ακολούθησε αργότερα και αναπτύχθηκε περισσότερο όταν η επίδραση του μολύβδου στην υγεία από τα πρόσθετα στη βενζίνη ήρθε στο προσκήνιο. Τα σωματίδια αυτά, τα οποία βρίσκονται “εν αιωρήσει” στον ατμοσφαιρικό αέρα, το “αερόλυμα” όπως τα ονομάζουμε μαζί, δεν είναι ομοιογενή όπως τα αέρια και δεν υπήρχε τότε η τεχνολογία να αναγνωρισθούν εύκολα οι περίπλοκες ιδιότητές τους. Βέβαια, κάτω από το μικροσκόπιο φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για στερεά ύλη ή σταγονίδια, που μπορεί να φτάνουν σε πολύ μικρές διαστάσεις. Αγνοούνταν από την έρευνα γιατί πιστευόταν ότι ήταν κυρίως χονδρόκοκκα σωματίδια, όπως αυτά που προκαλεί η σκόνη ενός ορυχείου ή του εδάφους. Δεν υπήρχε η αίσθηση ότι υπάρχουν πολύ μικρά μεγέθη και μερικά από αυτά μπορεί να παραμένουν για εβδομάδες στην ατμόσφαιρα κάνοντας ζημιά στον άνθρωπο. Ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο που μπορεί να παίζουν δόθηκε μετά τη δεκαετία του '90 και τα μεγέθη που μας απασχολούν σήμερα είναι αυτά που που έχουν διάμετρο κάτω από 10 μm και κυρίως κάτω από 2,5 μm [εκατομμυριοστά του μέτρου]».

Διαχρονική μεταβολή μέσων ετήσιων τιμών PM2,5 στους σταθμούς Πειραιά, Λυκόβρυσης και Αγίας Παρασκευής, με βάση την Ετήσια Έκθεση Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης του Σεπτεμβρίου 2016

 

Tα αιωρούμενα σωματίδια βρέθηκαν στο επίκεντρο της έρευνας επειδή μειώθηκε η ρύπανση των ορυκτών καυσίμων. Αυτό συνέβη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού στην Ευρώπη, και έτσι αναδείχθηκαν πηγές ρύπανσης που θεωρούνταν υποδεέστερες. «Η μείωση της ρύπανσης επετεύχθη με πολύ συγκεκριμένους τρόπους», λέει ο κ. Ελευθεριάδης. «Με την αμόλυβδη βενζίνη και τους καταλύτες, τα καλύτερα φίλτρα στα λεωφορεία, το Μετρό, τους νέους κινητήρες των αυτοκινήτων που τώρα χρειάζονται 5 λίτρα ανά 100 χλμ. ενώ ενώ πριν κάποια χρόνια μπορεί να χρειάζονταν τετραπλάσια ποσότητα καυσίμων, καθώς και με τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Η σκόνη της Σαχάρας που βλέπουμε σήμερα και νομίζουμε ότι είναι κάτι καινούργιο, στην πραγματικότητα είναι ένα παλιό φαινόμενο που δεν το αντιλαμβανόμασταν επειδή η ατμόσφαιρα ήταν επιβαρυμένη από άλλες πηγές ρύπων».

Ένα σημαντικό μέρος των αιωρούμενων σωματιδίων εκλύεται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και το κάψιμο των ξύλων. Άλλες πηγές είναι η αφρικανική σκόνη, η γύρη και τα σωματίδια που προκύπτουν από τις τριβές των ελαστικών των αυτοκινήτων. Επειδή είναι πολλών διαφορετικών σχημάτων και μεγεθών, οι επιστήμονες βρήκαν έναν τρόπο για τα συγκρίνουν δημιουργώντας την έννοια της «αεροδυναμικής διαμέτρου», η οποία υποδεικνύει την ταχύτητα καθίζησής τους στο έδαφος και την κίνησή τους κατά την διείσδυσή τους στο αναπνευστικό σύστημα.

Τα κατατάσσουν σε δύο βασικές κατηγορίες: αυτά που είναι αεροδυναμικής διαμέτρου μεταξύ 2,5 μm και 10 μm, και τα ονομάζουν PM10 ή χονδρόκοκκα (coarse particles) και αυτά που είναι αεροδυναμικής διαμέτρου μικρότερης από 2,5 μm, τα PM2,5 ή λεπτόκοκκα (fine particles). Για λόγους σύγκρισης, η διάμετρος μιας ανθρώπινης τρίχας είναι γύρω στα 50-70 μm. Όσο πιο μικρή η αεροδυναμική διάμετρος, τόσο πιο πολύ παραμένουν στον αέρα.

«Η ταξινόμηση σε PM10 και PM2,5 σχετίζεται με το πόσο εύκολα μπορούν τα αιωρούμενα σωματίδια να εισέλθουν στο ανθρώπινο σώμα», λέει ο κ. Ελευθεριάδης. «Όσο πιο μεγάλο είναι ένα σωματίδιο τόσο πιο δύσκολα το εισπνέουμε. Τα σωματίδια 10 μm είναι αυτά που έχουν πιθανότητα 50% να φτάσουν στην τραχεία μας, επομένως και όλα τα μικρότερα επίσης, οπότε ολόκληρη αυτή η κατηγορία μεγεθών μικρότερη των 10 μm συνιστά την κατηγορία PM10 (ΑΣ10) ενώ τα PM2,5 χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να εισέρχονται στην τραχεία με 90% πιθανότητα. Αν ξεκινήσουμε από τα PM10 μπορούμε να πούμε ότι είναι σαν τις νταλίκες που δυσκολεύονται να στρίψουν, στη συνέχεια πάμε στα αυτοκίνητα που είναι πιο εύκολο, και τέλος στα μηχανάκια και τα ποδήλατα που εύκολα φτάνουν στο αναπνευστικό μας σύστημα. Αυτά που είναι κάτω από 0,1 μm είναι πολύ ευκίνητα και κινούνται σαν μεθυσμένα στον αέρα, οπότε εύκολα εισέρχονται μέσα μας. Κάποια φτάνουν ακόμα και στην κυκλοφορία του αίματος, ενώ άλλα πάλι μπορεί να εισπνευστούν αλλά στη συνέχεια να εκπνευστούν. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος των αιωρούμενων σωματιδίων είναι PM1, δηλαδή κάτω από 1 μm».

Μαθήτριες στο Αμριτσάρ της Ινδίας επιστρέφουν σχολείο μετά από τρεις μέρες που έμειναν κλειστά λόγω νέφους, Νοέμβριος 2017. [NARINDER NANU / AFP]

Τα αιωρούμενα σωματίδια ξεπερνούν τα αντανακλαστικά του φτερνίσµατος και του βήχα, και κάποια εναποτίθενται στις κυψελίδες των πνευμόνων. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος προσπαθούν να τα εξαφανίσουν καταπίνοντάς τα, αλλά σε αυτήν την διαδικασία παράγουν ουσίες που μειώνουν την ελαστικότητα των πνευμόνων και παρεμποδίζουν τη σωστή οξυγόνωση του σώματος. Η μακροχρόνια έκθεση προκαλεί φλεγµονές που αποτελούν την βάση για πολλές ασθένειες.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι τα λεπτόκοκκα σωματίδια συνεισφέρουν στην αθηροσκλήρωση, την πλάκα που δημιουργείται μέσα στις αρτηρίες και ευθύνεται για πολλά καρδιακά εμφράγματα και ισχαιμικά εγκεφαλικά. Το 60% των επιπτώσεων αφορά τις καρδιαγγειακές παθήσεις αλλά οι μελέτες ανακαλύπτουν συνεχώς νέες ένοχες πλευρές τους. Για παράδειγμα, μια μελέτη συσχέτισε τα αιωρούμενα σωματίδια με την άνοια. Τα στοιχεία έδειξαν πως όσοι κατοικούσαν σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων από έναν δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας είχαν 7% αυξημένο κίνδυνο για άνοια σε σχέση με όσους κατοικούσαν 300 μέτρα πιο μακριά. Άλλη μελέτη έδειξε ότι η μόνιμη διαμονή κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων ευθύνεται για το 15% των περιπτώσεων άσθματος στα παιδιά.

Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet και αφορούσε τον ανδρικό πληθυσμό βρήκε ότι για κάθε μέση ετήσια αύξηση των σωματιδίων PM2,5 κατά πέντε μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα (5 μg/m3), ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου ανεβαίνει κατά 7%. Η διαφορά των 5 μg/m3 μπορεί να βρεθεί απλώς ανάμεσα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο κυκλοφορίας και σε μία περιοχή όπου δεν περνούν αυτοκίνητα.

Το πιο εντυπωσιακό συμπέρασμα είναι μιας έρευνας που εκπονήθηκε για λογαριασμό τoυ ΠΟΥ σε 25 ευρωπαϊκές πόλεις. Διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που ζουν σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να έχουν ακόμα και δύο χρόνια μικρότερο προσδόκιμο ζωής. Οι υψηλότερες τιμές ατμοσφαιρικής ρύπανσης καταγράφηκαν στο Βουκουρέστι, στη Βουδαπέστη και στην Αθήνα, ενώ η πιο καθαρή ατμόσφαιρα μετρήθηκε στο κέντρο της Στοκχόλμης.

Μπορούμε να προστατευτούμε από τα μικροσωματίδια;

Από τότε που η καύση των ξύλων έγινε υπολογίσιμη πηγή ρύπανσης, οι επιστήμονες προτείνουν μέτρα αντιμετώπισής της. Σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίεςΗ οδηγία 2008/50/ΕΚ, τα PM10 δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 50 μg ανά κυβικό μέτρο πάνω από 35 φορές τον χρόνο, ενώ τα PM2,5 πρέπει από το 2020 και μετά να είναι κάτω από τα 20 μg ανά κυβικό μέτρο.

Στην Ελλάδα, μια μελέτη που έγινε από ερευνητές του Δημοκρίτου και του Αστεροσκοπείου, βρήκε ότι τον χειμώνα του 2014-2015 η καύση των ξύλων συνεισέφερε το 30% της συνολικής ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα στην Αθήνα. Για το σύνολο του έτους αυτό το ποσοστό είναι φυσικά μικρότερο, περίπου 10%, αλλά και πάλι δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Στην Ευρώπη, τα ποσοστά είναι μεγαλύτερα λόγω των βαρύτερων χειμώνων και οι μετρήσεις διαπιστώνουν ότι πάνω από το 50% της χειμωνιάτικης ρύπανσης προέρχεται από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες.

«Δεν μπορεί να απαγορευτεί στον κόσμο να καίει ξύλα, άλλωστε είναι κάτι που γινόταν πάντα στην ύπαιθρο, άλλα ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους πολίτες ότι αυτό πράγματι ρυπαίνει το περιβάλλον», λέει ο κ. Ελευθεριάδης. «Σε χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού δεν πρόκειται για κάτι το δραματικό, όμως όταν είμαστε σε μια μεγάλη πόλη και ειδικά στο κέντρο της, όπου υπάρχει ήδη μια γενικότερη επιβάρυνση, τα πράγματα αλλάζουν. Τα τζάκια πρέπει να είναι ενεργειακά γιατί έτσι έχουν καλύτερη απόδοση και όχι ανοιχτά, γιατί ένα μέρος του καπνού πάει στο εσωτερικό του σπιτιού. Πρέπει να χρησιμοποιούνται καλής ποιότητας ξύλα, και υπάρχουν καινούργια προϊόντα όπως τα pellets αλλά πρέπει να τηρούνται οι προδιαγραφές. Ένα βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι τα νοθευμένα καύσιμα και φαίνεται πως αυτό επεκτείνεται και στα καυσόξυλα. Οι μετρήσεις μας φανερώνουν από πού προέρχονται τα αιωρούμενα σωματίδια, διότι κάθε πηγή ρύπανσης αφήνει το αποτύπωμά της. Ανιχνεύουμε λοιπόν κάποια στοιχεία στην ατμόσφαιρα που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, όπως το βρώμιο, ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος και το βανάδιο. Αυτό σημαίνει ότι καίγονται “βρώμικα” ξύλα. Οι συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως είναι η Φλωρεντία, το Μιλάνο και το Πόρτο δείχνουν ότι η ποιότητα των ξύλων που χρησιμοποιούνται στην Αθήνα πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί».

Η ατμοσφαιρική ρύπανση από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες έχει μια διαφορετική διακύμανση στη διάρκεια της ημέρας από αυτή που προέρχεται από τα αυτοκίνητα. Ο λόγος είναι ότι τα αυτοκίνητα κινούνται κυρίως το πρωί, ενώ τα τζάκια ανάβουν το βράδυ. Διαφορές επίσης υπάρχουν μεταξύ προαστίων και κέντρου. Για παράδειγμα, στο κέντρο της Αθήνας η ημερήσια ρύπανση είναι διπλάσια από αυτή της Αγίας Παρασκευής, ενώ τις πρωινές ώρες, μεταξύ 7-9, η διαφορά είναι πενταπλάσια. Αργότερα, ενώ η ρύπανση παραμένει σχεδόν σταθερή στην Αγία Παρασκευή μέχρι το μεσημέρι, στην Αθήνα από τις 11 μέχρι τις 4 πέφτει στο 1/3 της πρωινής. Προς το βράδυ, οι ρύποι αυξάνονται τόσο στο κέντρο όσο και στα προάστια. Σε γενικές γραμμές οι πιο επιβαρυμένες περιοχές στην Αττική είναι ο άξονας του Κηφισού, η Αττική Οδός και το λιμάνι του Πειραιά.

Η διακύμανση της ρύπανσης μέσα στην ημέρα είναι μια χρήσιμη πληροφορία για κάποιον που έχει άσθμα ή άλλα αναπνευστικά προβλήματα. Ωστόσο έχει σημασία το ακριβές σημείο στο οποίο βρίσκεται κανείς μέσα στην πόλη. Άλλη ρύπανση υπάρχει στο Ζάππειο και άλλη στην οδό Πατησίων. Μια βρετανική μελέτη έδειξε ότι ακόμα και λίγα μέτρα πιο μακριά από την κύρια ροή της κυκλοφορίας των οχημάτων, η ρύπανση μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη. Το χειρότερο βέβαια είναι να περπατά κανείς πίσω από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Χειρότερη ποιότητα αέρα έχει επίσης ένας δρόμος με ψηλά κτίρια γιατί τα αιωρούμενα σωματίδια και οι άλλοι ρύποι τείνουν να παγιδεύονται ανάμεσά τους. Τέλος, η ατμοσφαιρική ρύπανση τείνει να είναι υψηλότερη τις ζεστές, ηλιόλουστες μέρες, ενώ ο αέρας καθαρίζει μετά από βροχή ή όταν φυσάει.

Σύμφωνα με τον κ. Ελευθεριάδη, αν εξαιρέσει κανείς την επιβάρυνση από τα τζάκια τον χειμώνα, η καλύτερη χρονιά για περπάτημα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν το 2011, όταν η κίνηση των αυτοκινήτων είχε μειωθεί δραματικά λόγω της οικονομικής κρίσης. Από τότε υπάρχει μια μικρή μόνο μεταβολή, με τη διαφορά ότι η ρύπανση στην Θεσσαλονίκη έχει παραμείνει υψηλή λόγω διάφορων παραγόντων, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης αναβαθμισμένων μέσων μαζικής μεταφοράς, ενώ στην Αθήνα διαχρονικά έχει παρατηρηθεί μεγάλη βελτίωση με την σταδιακή επέκταση και μαζική χρήση από τους πολίτες του Μετρό και της Αττικής Οδού.

Πηγή: Insidestory.gr

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση