Ρομπότ που «χτενίζουν» τις ακτές και απομακρύνουν μόνο τα απορρίμματα, μαθαίνοντας να αποφεύγουν τις φωλιές αβγών από χελώνες. Υποβρύχια αυτοκινούμενα οχήματα που καταγράφουν τρισδιάστατες εικόνες των απορριμμάτων στον βυθό. Βιολογικοί καθαρισμοί που εκτός από τα «κλασικά» φίλτρα διαθέτουν μηχανισμούς που συγκρατούν τα μικροπλαστικά. Η τεχνολογία για την πρόληψη, την παρακολούθηση και τον καθαρισμό των απορριμμάτων στις ακτές και τις θάλασσες κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. Oμως υπάρχει δυσανάλογη έμφαση στην καταγραφή του προβλήματος εις βάρος της αντιμετώπισής του, ενώ η πλειονότητα των προτεινόμενων τεχνολογιών δεν φθάνει ποτέ στο στάδιο της «εμπορικής» παραγωγής.
Η πρώτη ολοκληρωμένη καταγραφή σχετικά με τις καινοτόμες τεχνολογίες για τα θαλάσσια απορρίμματα σε όλο τον κόσμο ολοκληρώθηκε πρόσφατα και δημοσιεύτηκε στο υψηλού κύρους επιστημονικό περιοδικό Nature Sustainability. Επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας είναι μια Ελληνίδα, η Νικολέτα Μπέλλου, η οποία κατέχει θέση ανώτατου επιστήμονα (senior scientist) στο Ινστιτούτο Παράκτιας Eρευνας του Ινστιτούτου Hereon στη Γερμανία.
«Η κατακόρυφη αύξηση των απορριμμάτων στα υδάτινα σώματα, θάλασσες και ποτάμια, καταγράφεται ήδη από τη δεκαετία του ’90. Υπολογίζεται ότι ανάμεσα στο 1990 και το 2015, έως 91 εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων κατέληξαν στη θάλασσα, το μεγαλύτερο μέρος πλαστικά. Χρειάστηκε όμως να περάσουν περισσότερα από 30 χρόνια προτού αναγνωριστεί η παγκόσμια διάσταση του προβλήματος και αρχίσουν να λαμβάνονται μέτρα για την αντιμετώπισή του», λέει στην εφημερίδα «Καθημερινή» η κ. Μπέλλου. «Ουσιαστικά, οι τεχνολογίες άρχισαν να αναπτύσσονται τα τελευταία έξι χρόνια. Σίγουρα αν συγκρίνουμε το μέγεθος του προβλήματος με το πού βρισκόμαστε σήμερα, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να είχε γίνει κάτι νωρίτερα. Oμως δεν μπορείς να λάβεις μέτρα προτού καταλάβεις πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα. Επιπλέον το κάθε υδάτινο σώμα –ποταμός, λίμνη ή θάλασσα– χρειάζεται ξεχωριστή προσέγγιση, η οποία ταυτόχρονα να είναι προσαρμόσιμη. Δεν έχει νόημα, λ.χ., να αναπτυχθεί μια λύση για τον Κηφισό, η οποία να μην μπορεί να εφαρμοστεί στον Ρήνο».
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε περισσότερες από 20.000 αναφορές για να καταλήξει στη μελέτη 177 καινοτόμων μεθόδων αντιμετώπισης του προβλήματος των θαλάσσιων απορριμμάτων έως το 2020. Από αυτές, οι 106 αφορούν την παρακολούθηση, οι 33 την πρόληψη, οι 30 τον καθαρισμό και οι υπόλοιπες άλλες προσεγγίσεις. Οι 113 αφορούν τις ακτές, οι 73 τη θάλασσα και οι 38 τα εσωτερικά ύδατα. Το 70% των μεθόδων αφορά τα μεγάλου μεγέθους απορρίμματα (macrolitter). «Οι λόγοι για τους οποίους οι καινοτόμες λύσεις έχουν μέχρι στιγμής εστιάσει περισσότερο στην παρακολούθηση του προβλήματος (εντοπισμό, καταγραφή κ.λπ.) είναι πολλοί: κατ’ αρχήν υπήρξε σημαντική χρηματοδότηση από την Ε.E., η οποία έπρεπε να γνωρίζει το πρόβλημα για να κατευθύνει τις πολιτικές της. Επιπλέον, με δεδομένο ότι μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε παράκτιες ζώνες, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι περισσότερες καινοτομίες αφορούν την καταγραφή του προβλήματος σε ακτές. Αντίθετα, λιγότερη προσοχή δόθηκε στην πρόληψη, όπως για παράδειγμα τη συγκράτηση των απορριμμάτων σε ποτάμια και βιολογικούς καθαρισμούς. Οι τεχνολογίες που αφορούν στον καθαρισμό ακτών και θαλασσών είναι λιγοστές, για πολλούς λόγους: είναι ζήτημα πιο σύνθετο τεχνολογικά, δεν υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση και δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί “αγορά” στην οποία θα καταλήξουν οι καινοτόμες αυτές προτάσεις».
Κινητήριος δύναμη για την καινοτομία στον συγκεκριμένο τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι η επιστημονική κοινότητα (109 από τις 177 μεθόδους που εξετάστηκαν αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων). Oμως τα τελευταία χρόνια είναι ανερχόμενες οι συνεργασίες επιστημόνων με τη βιομηχανία (κυρίως στον τομέα του καθαρισμού) ή τις περιβαλλοντικές οργανώσεις (κυρίως στον τομέα της πρόληψης). Το ζητούμενο όμως είναι πόσες από τις μεθόδους θα φθάσουν τελικά στην παραγωγή. «Οι περισσότερες παραμένουν σε πειραματικό επίπεδο», λέει η κ. Μπέλλου. «Εγώ πάντως εντυπωσιάστηκα με το πόσες λύσεις υπάρχουν ήδη. Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι, επιστήμονες, οργανώσεις, βιομηχανία, να ανταλλάσσουν απόψεις ή να βρίσκουν επενδυτές».
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»