του Φίλιππου Α. Αραβανόπουλου[1]
Η κουκουναριά είναι ένα εμβληματικό είδος πεύκου με ιδιαίτερο γνώρισμα τη χαρακτηριστική ομπρελοειδή κόμη. Δημιουργεί παραθαλάσσια δάση με ιδιαίτερη αισθητική αξία. Η παραλία «Κουκουναριές» στη Σκιάθο είναι ένα πασίγνωστο τέτοιο δάσος. Ένα άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα της κουκουναριάς είναι τα βρώσιμα, ιδιαίτερα εύγευστα (και δυστυχώς, ακόμη πανάκριβα) σπέρματά της. Υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που υποδεικνύουν την καλλιέργεια της κουκουναριάς εδώ και περισσότερα από 6000 χρόνια και το εμπόριο του κουκουναρόσπορου από την εποχή των Φοινίκων, εδώ και 3500 χρόνια.
Η ερευνητική μας ομάδα, του Εργαστηρίου Δασικής Γενετικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ασχολείται εδώ και αρκετό καιρό με την κουκουναριά[2] και τα τελευταία δύο χρόνια, δύο επιστημονικές δημοσιεύσεις, μια δική μας που αφορά πληθυσμούς της Ελλάδας και της Κύπρου και μια που έγινε σε συνεργασία με τέσσερις άλλες ερευνητικές ομάδες από Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία και αφορά το σύνολο της εξάπλωσης του είδους, έρχονται να ρίξουν φως σε μια μοναδική και συναρπαστική ιστορία για τη γενετική ποικιλότητα του είδους και το άδηλο μέλλον του.
Η πρώτη προκαταρκτική εργασία δημοσιεύτηκε τον μήνα αυτόν στο περιοδικό «Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα»[3] (η διαδικασία ολοκλήρωσης του τεύχους ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα, με αποτέλεσμα ενώ κατατέθηκε πρώτη, να δημοσιευτεί τελικά αρκετά αργότερα σε σχέση με την κύρια εργασία). Η ερευνητική μας ομάδα εξέτασε τη γενετική ποικιλότητα σε 5 ελληνικούς πληθυσμούς (Παρθενώνας Χαλκιδικής, Σκιάθος, Σκόπελος, Στροφιλιά και Καϊάφας στην Πελοπόννησο) και σε 2 κυπριακούς πληθυσμούς (Λεμεσός και Πάφος). Βρέθηκε σχεδόν πλήρης απουσία γενετικής ποικιλότητας σε όλους τους πληθυσμούς, ένα αποτέλεσμα σημαντικό, ανησυχητικό και γενικά μη αναμενόμενο καθώς τα δασικά είδη χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλά επίπεδα γενετικής ποικιλότητας.
Η δεύτερη εργασία που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο διεθνές περιοδικό «Molecular Ecology»[4] εξέτασε 33 πληθυσμούς από το σύνολο της εξάπλωσης της κουκουναριάς από τον Λίβανο ως την Πορτογαλία, περιλαμβανομένων και των παραπάνω πληθυσμών με μεθοδολογίες ανάλυσης αλληλουχιών DNA. Εδώ επιβεβαιώθηκε πλήρως η πολύ χαμηλή γενετική ποικιλότητα της κουκουναριάς, με διαφορά κατά τάξη μεγέθους από τα υπόλοιπα κωνοφόρα. Μάλιστα βρέθηκε ότι αυτή η πολύ αρνητική εξέλιξη ξεκίνησε περίπου 1 εκατ. χρόνια πριν και οδήγησε ουσιαστικά στην κατάρρευση του πληθυσμού του είδους, που φτάνει σήμερα μόλις στο 1-5% του αρχικού του μεγέθους. Το αποτελεσματικό μέγεθος πληθυσμού (ο αριθμός των ατόμων που συνεισφέρουν γενετικό υλικό στην επόμενη γενιά), έπεσε από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε μερικές εκατοντάδες άτομα μόνο. Μέχρι σήμερα, αποδίδαμε τη χαμηλή γενετική ποικιλότητα πληθυσμών κουκουναριάς σε ορισμένα βιολογικά χαρακτηριστικά του είδους και ενδεχομένως στο «φαινόμενο ιδρυτού» (τη χαμηλή γενετική ποικιλότητα που παρουσιάζεται σε ένα πληθυσμό, ο οποίος αρχικά είχε ιδρυθεί από πολύ λίγα άτομα). Προκύπτει, όμως, ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολύ πιο σύνθετο.
Η πολύ μειωμένη γενετική ποικιλότητα είναι λόγος σοβαρής ανησυχίας. Μια συγκριτική ανάλυση της διεθνούς βιβλιογραφίας που κάναμε στην εργασία στα «Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα» έδειξε ότι η γενετική ποικιλότητα της κουκουναριάς εμφανίζεται να είναι σε γενικές γραμμές τουλάχιστον 3,5 φορές χαμηλότερη από τον μέσο όρο των υπόλοιπων μεσογειακών πεύκων. Τα δεδομένα της εργασίας στο «Molecular Ecology» μας έδωσαν τη δυνατότητα να συγκρίνουμε τις παραμέτρους της γενετικής ποικιλότητας των ελληνικών πληθυσμών σε σύγκριση με αυτές του συνόλου. Για δύο κλασσικές παραμέτρους εκτίμησης γενετικής ποικιλότητας (παρατηρούμενη και αναμενόμενη ετεροζυγωτία), ο μέσος όρος των ελληνικών πληθυσμών είναι περίπου τρεις φορές χαμηλότερος από τον γενικό μέσο όρο. Άρα η κουκουναριά έχει πάρα πολύ χαμηλή γενετική ποικιλότητα σε σχέση με τα άλλα δασικά είδη και οι ελληνικοί πληθυσμοί διαθέτουν μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτής της σχεδόν μηδαμινής γενετικής ποικιλότητας.
Πάντως μέχρι πρόσφατα η κουκουναριά επιβίωσε σε ένα σχετικά σταθερό περιβάλλον, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 12.000 χρόνια περίπου, μετά τη λήξη της πιο πρόσφατης παγετώδους περιόδου. Τι θα συμβεί τώρα που ενσκήπτει η ραγδαία κλιματική αλλαγή; Γνωρίζουμε ότι είδη με χαμηλή γενετική ποικιλότητα και χαμηλό αποτελεσματικό μέγεθος πληθυσμού, έχουν γενικά πολύ περιορισμένες δυνατότητες προσαρμοστικού δυναμικού, κάτω από ταχέως μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο «εκρηκτικός» συνδυασμός πολύ χαμηλής γενετικής ποικιλότητας της κουκουναριάς στην Ελλάδα και αναμενόμενης έντονης κλιματικής μεταβολής, πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά. Χρειάζονται άμεσα μέτρα για την προστασία του είδους και των γενετικών του πόρων, τόσο στον φυσικό του χώρο (in situ προστασία), όσο και εκτός αυτού (ex situ διατήρηση, π.χ. με συλλογές σπερμάτων και δημιουργία φυτειών).
[1] Ο Φίλιππος Α. Αραβανόπουλος είναι Καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Παν/μιου Θες/νικης, Τακτικό Μέλος της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας και τέως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.
[2] Katsidi ΕX, Cervera ΜΤ & FA Aravanopoulos 2009. Exceptio probat regulam: genetic diversity of Pinus pinea in the SE Mediterranean. In: Zhelev P (ed) Proc. International Conference "Balkans - Hot Spots of Ancient and Present Genetic Diversity", 17 - 20 June 2009, Sofia.
[3] Κατσίδη EX & ΦΑ Αραβανόπουλος 2022. Η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: η προκαταρκτική ανάλυση πληθυσμών κουκουναριάς (Pinus pinea L.) με μοριακούς γενετικούς δείκτες μικροδορυφόρων δείχνει απουσία γενετικής ποικιλότητας. Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα 31(1): 40-48.
[4] Jaramillo-Correa JP, Bagnoli F, Grivet D, Fady B, Aravanopoulos FA, Vendramin GG & SC González-Martínez 2020. Evolutionary rate and genetic load in an emblematic Mediterranean tree following an ancient and prolonged population collapse. Molecular Ecology 29(24): 4797-4811, https://doi.
org/10.1111/mec.15684.