Το έδαφος της Κύπρου στεγνώνει επικίνδυνα

Μόλις το 1,5% της Κύπρου, ουσιαστικά η κορυφογραμμή του όρους Τρόοδος, δεν απειλείται από ερημοποίηση. Αντιθέτως, το 57% των εδαφών του νησιού αντιμετωπίζει άμεσα κίνδυνο να χάσει οριστικά τη γονιμότητά του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η σημερινή κατάσταση προέκυψε ως συνδυασμός της σταδιακής μείωσης των βροχοπτώσεων, της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της μεγάλης αύξησης της κατανάλωσης νερού.

Ιστορικά, η Κύπρος ήταν πάντα ένα μέρος με περιορισμένους υδατικούς πόρους. Ομως, μέχρι πριν από μια 50ετία, η κατανάλωση οριζόταν από τη διαθεσιμότητα, καθώς δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα που θα προσέφεραν άλλες επιλογές. «Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1960, πρώτα με την αυξημένη άντληση υπόγειου νερού και στη συνέχεια με τη χρήση επιφανειακού νερού που αποθηκεύεται στα φράγματα, η χρήση του νερού αυξήθηκε σημαντικά», αναφέρει το πρώτο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της απερήμωσης, το οποίο εκπονήθηκε από το κυπριακό υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και επικαλείται η εφημερίδα «Καθημερινή».

Στα προβλήματα αυτά συνέβαλαν και η αυξημένη ζήτηση νερού τόσο λόγω της αναβάθμισης της ποιότητας ζωής όσο και λόγω του τουρισμού, αλλά και η μείωση της μέσης βροχόπτωσης μετά το 1970 «που παρουσιάζεται γύρω στο 15% χαμηλότερη και η συχνότερη παρουσία δύο και τριών συνεχόμενων χρόνων ανομβρίας».

Σήμερα η κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες που γίνονται στο πλαίσιο της επικαιροποίησης του σχεδίου δράσης κατά της ερημοποίησης, μόλις το 1,5% της έκτασης του νησιού που εντοπίζεται στα υψηλότερα μέρη της οροσειράς του Τροόδους δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα απερήμωσης. Μια έκταση 4,5% του νησιού που περιβάλλει το Τρόοδος χαρακτηρίζεται ως «ύφυγρη» με μειωμένη ευαισθησία στην απερήμωση. Το μεγαλύτερο μέρος όμως των υπόλοιπων περιοχών, που καλύπτουν έκταση 91% του νησιού χαρακτηρίζονται ως ημίξηρες με αυξημένη ευαισθησία στην απερήμωση.

Το σχέδιο δράσης

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» Κύπρου (9.6. 2017) ο υπουργός Γεωργίας Νίκος Κούγιαλης εκτίμησε ότι το 57% του νησιού αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο απερήμωσης, ενώ το 42,3% των εδαφών θεωρείται ευαίσθητο. Με βάση νεότερα μετεωρολογικά δεδομένα, επίσης, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι καλοκαιρινές μέρες με θερμοκρασίες καύσωνα θα αυξάνονται και θα ξεπεράσουν τις 30 ετησίως μέσα στα επόμενα χρόνια, ενώ τα επίπεδα βροχόπτωσης θα μειωθούν κατά 100 – 130 mm.

Πώς όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα; Οπως ανακοίνωσε το κυπριακό υπουργείο Γεωργίας, το νέο σχέδιο δράσης θα περιλαμβάνει 17 άξονες στρατηγικής. Μεταξύ άλλων, αφορούν τον καθορισμό της φέρουσας ικανότητας των περιοχών για βόσκηση, την παροχή κινήτρων για τη συντήρηση αναβαθμίδων και ξερολιθιών για τη συγκράτηση του εδάφους, τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση των παραδοσιακών γεωργικών δραστηριοτήτων και τον έλεγχο των χρήσεων γης στις κρίσιμες περιοχές και, τέλος, τη θέσπιση κινήτρων για τον έλεγχο και τον περιορισμό της κατανάλωσης νερού.

«Η εν λόγω στρατηγική στοχεύει στην ενίσχυση της ικανότητας προσαρμογής της Κύπρου στις παρατηρημένες και προβλεπόμενες μεταβολές του κλίματος και αποσκοπεί στην αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής», υποστήριξε στη συνέντευξή του ο κ. Κούγιαλης. «Η υιοθέτηση δράσεων προσαρμογής αναμένεται ότι θα συμβάλει στην προώθηση της αειφόρου οικονομίας, στη βέλτιστη διαχείριση των πόρων, στη βελτίωση της αποδοτικότητας της παραγωγής και στην προστασία των υποδομών. Ταυτόχρονα θα συνεισφέρει στην αναζωογόνηση της οικονομίας με νέες ευκαιρίες».

Οι περιοχές υψηλού κινδύνου στην Ελλάδα

Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Λεκάνης της Μεσογείου, αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο ερημοποίησης του εδάφους (εκτιμάται σε τουλάχιστον 35% του χερσαίου χώρου). Περιοχές υψηλού κινδύνου θεωρούνται η Αττική, λόγω της σημαντικών ανθρώπινων πιέσεων που δέχεται, η Κρήτη (ανατολικά της γραμμής Ηρακλείου - Τυμβακίου) λόγω των δυσμενών βιοκλιματικών, υδρολογικών και εδαφικών συνθηκών και της τουριστικής υπερεκμετάλλευσης, η δυτική Λέσβος, τα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου, η περιοχή του Κιλκίς και η λοφώδης περιοχή της Κεντρικής Θεσσαλίας. Ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα της Επιτροπής Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής της ΤτΕ: αντλώντας στοιχεία κόστους από τη διεθνή βιβλιογραφία, εκτίμησε το μακροοικονομικό κόστος προσαρμογής. Η ανάλυση έδειξε ότι τα μέτρα προσαρμογής την περίοδο 2025-2050 αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051-2070 σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1% του ΑΕΠ. Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στοιχίζει μέχρι το 2100, 123 δισ. ευρώ.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση