Την ανάγκη να επιτευχθούν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο οι στόχοι της μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, της διείσδυσης των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας, τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτης Φάμελλος, στη χθεσινή κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου και της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος, με θέμα το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, έως το 2030, και την κατάρτιση μιας ευρύτερης στρατηγικής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, έως το 2050.
Πρόσθεσε, δε, ότι πρόθεση του ΥΠΕΝ και της κυβέρνησης είναι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα να εκπονηθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή κυβερνητικών, κρατικών και κοινωνικών φορέων. Στην κατεύθυνση αυτή, όπως ανέφερε ο ίδιος, το ΥΠΕΝ έχει ήδη σχεδιάσει ένα σχέδιο εκτεταμένης διαβούλευσης και συζήτησης, αλλά και ανοικτές δομές για τη θέσπιση Εθνικής Επιτροπής, Ομάδων Εργασίας και Θεματικών Ομάδων, όπου συμμετέχουν όλα τα συναρμόδια Υπουργεία, Φορείς και Κοινωνικοί Εταίροι.
«Το θέμα του ενεργειακού σχεδιασμού υπερβαίνει το τεχνικό και οικονομικό πλαίσιο, διότι συνδέεται με την προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με έναν ακόμα στόχο που πρέπει να θέσουμε: την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας», επισήμανε ο κ. Φάμελλος, εξηγώντας ότι αφενός το ενεργειακό κόστος επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου οι κλιματικές και ενεργειακές πολιτικές μπορούν να αναβαθμίσουν τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μας και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν νέο προϊόν και νέα εργασία, με καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Από το ΥΠΕΝ σημειώνεται ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για το 2020, οι στόχοι μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου περιλαμβάνουν μείωση κατά 20% των εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σύγκριση με το 1990. Για το 2030 ο συνολικός ευρωπαϊκός στόχος μείωσης είναι 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Επιπλέον, η μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προετοιμαστεί για μειώσεις των εγχώριων εκπομπών της μέχρι το 2050 κατά 80-95% σε σύγκριση με το 1990.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το υπουργείο, η συνολική πορεία όλων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (ETS και ESD) τα τελευταία χρόνια είναι πτωτική, ειδικά από το 2008 και μετά. Το 2015 οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στη χώρα μας ήταν χαμηλότερες κατά 7% σε σχέση με εκείνες του 1990, ενώ οι εκπομπές από όλες τις πηγές το 2016 ήταν 3,88% χαμηλότερες σε σχέση με το 2015.
«Είναι γεγονός ότι ένα σημαντικό μερίδιο αυτής της μείωσης οφείλεται στην κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση στην κατανάλωση ενέργειας. Ωστόσο, η χώρα μας έχει σημαντική εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, και πρέπει να αλλάξουμε παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο και η παραγωγική ανασυγκρότηση να έχει μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα», πρόσθεσε ο αναπληρωτής υπουργός και συμπλήρωσε:
«Η χώρα μας αναμένεται να καλύψει τις εθνικές υποχρεώσεις επιμερισμού των προσπαθειών (ESD) των κρατών μελών για το έτος 2020, δηλαδή τις εθνικές υποχρεώσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εκτός ETS, πέραν των μειώσεων στο πλαίσιο του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών με την εφαρμογή των υφισταμένων μέτρων και πολιτικών. Σήμερα, έχουμε ήδη πετύχει μείωση άνω του 30% , έναντι στόχου για το 2020 για μείωση 4%, και εκτιμάται ότι το 2020 θα είμαστε ακόμα χαμηλότερα».
Ωστόσο, είπε, «δεν είναι μόνο οι στόχοι μείωσης εκπομπών που θα πρέπει να μας απασχολούν», ενώ ανέφερε το γεγονός ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015 η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένα στην 24η, σε σχέση με την ένταση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως προς το παραγόμενο ΑΕΠ. «Ασφαλώς αυτό σχετίζεται με το ενεργειακό μείγμα της χώρας σε σχέση με τους διαθέσιμους εγχώριους πόρους», πρόσθεσε.
Ως εκ τούτου, συνέχισε, «η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας θα πρέπει να αποσυνδεθεί από τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και να μεταβεί σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα. Για παράδειγμα, ο ενεργειακός τομέας είναι με διαφορά η μεγαλύτερη πηγή εκπομπών στη χώρα, με μερίδιο 74%. Επιπρόσθετα, εκτός από τους κλιματικούς και ενεργειακούς στόχους αυτούς καθαυτούς για το 2030, υπάρχει και μια σειρά άλλων διατάξεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι οποίες θέτουν το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί ο σχεδιασμός για το 2030, όπως είναι η Οδηγία ΝΕC που καλύπτει μια σειρά ατμοσφαιρικών ρύπων ή η Οδηγία 2010/75 για τη Βιομηχανική Ρύπανση (IED). Οι διατάξεις αυτές αφορούν όλους τους λιγνιτικούς σταθμούς και τις μονάδες φυσικού αερίου, καθώς και 16 πετρελαϊκές μονάδες στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, για τα οποία δικαιολογούνται περιορισμένες παρεκκλίσεις, έως το 2030».
«Ειδικότερα, το έργο της διασύνδεσης των νησιών επιτρέπει την απόσυρση των εξαιρετικά ρυπογόνων και κοστοβόρων πετρελαϊκών μονάδων και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ταυτόχρονα μείωση εκπομπών CO2, μείωση αέριας ρύπανσης, μείωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής και αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε η διασύνδεση στις Κυκλάδες ενώ έχει δρομολογηθεί και η μικρή διασύνδεση της Κρήτης, ενώ στη χρηματοδότηση των πρόσθετων έργων που χρειάζονται θα συνεισφέρει και το ειδικό χρηματοδοτικό εργαλείο που εξασφαλίσαμε για την Ελλάδα, κατά τη διαπραγμάτευση του νέου ETS», συμπλήρωσε.
«Στη χώρα μας έχουν δοθεί δωρεάν 25 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών CO2 συνολικά για τη δεκαετία 2021-2030, αναμενόμενης αξίας 500 εκ. € - 60% συγχρηματοδότηση, για τη διασύνδεση των μη διασυνδεδεμένων νησιών. Αυτό είναι μια μεγάλη επιτυχία για εμάς, καθώς αναφέρεται σε έργο με πολλαπλά οφέλη, τόσο για τις νησιωτικές περιοχές, όσο και για όλη την επικράτεια», σημείωσε ο αναπληρωτής υπουργός.
Και κατέληξε: «Η χώρα αλλάζει κεφάλαιο και έχει ήδη μπει σε τροχιά ανάκαμψης. Η ανάπτυξη πρέπει να είναι συμβατή με το περιβάλλον, συντεταγμένη, με φιλόδοξους στόχους. Η Ελλάδα πρέπει να αποσυνδεθεί από την οικονομία άνθρακα και να επενδύσει σε μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ χρησιμοποιώντας αποκεντρωμένα μοντέλα και αξιοποιώντας το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων και τα διαθέσιμα εργαλεία βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων».