των Ηλία Ντούφα και Αικατερίνης Ιωάννου*
Η 2α Φεβρουαρίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Υγροτόπων, γιατί εκείνη την ημέρα το 1971 υπογράφτηκε στην πόλη Ραμσάρ στο Ιράν μια διακυβερνητική περιβαλλοντική σύμβαση. Το επίσημο όνομα της Σύμβασης είναι Σύμβαση για τους Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας ειδικά ως Ενδιαιτήματα Υδρόβιων Πτηνών (Convention on Wetlands of International Importance especially as Waterfowl Habitat). Ως υγρότοπος χαρακτηρίζεται ο τόπος όπου συγκεντρώνεται νερό στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό, μόνιμο ή πρόσκαιρο, όπως και κάθε περιοχή που καλύπτεται από θαλασσινό νερό με περιορισμένο βάθος, δηλαδή τα δέλτα, τα έλη, οι λίμνες, οι λιμνοθάλασσες, οι πηγές, οι εκβολές, οι ποταμοί και οι τεχνητές λίμνες. Θέμα της φετινής επετείου είναι οι υγρότοποι και η κλιματική αλλαγή.
Για να προσχωρήσει ένα κράτος στη σύμβαση είναι αναγκαίο να δηλώσει τουλάχιστον έναν υγρότοπο στην επικράτειά του, που να μπορεί να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υγροτόπων διεθνούς σημασίας (κατάλογος Ramsar). Κατ’ αυτό τον τρόπο οι περιοχές αυτές αποκτούν ένα νέο εθνικό, αλλά και διεθνή χαρακτήρα. Η οικολογική αξία αυτών των υγροτόπων αναγνωρίζεται τόσο από τη χώρα στην οποία βρίσκονται, όσο και από τη διεθνή κοινότητα.
Οι τοποθεσίες που βρίσκονται υπό τη σύμβαση Ramsar είναι περισσότερες από 2.200 σε όλο τον κόσμο. Η έκταση που καλύπτουν είναι μεγαλύτερη από 2,1 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, επιφάνεια που αντιστοιχεί σε έκταση μεγαλύτερη από τη χώρα του Μεξικού. Τα κράτη, ως συμβαλλόμενα μέρη, συνεχίζουν να αιτούνται για διάφορους υγροτόπους, ώστε να συμπεριληφθούν νέες περιοχές στον κατάλογο. Η ένταξη των υγροτόπων στη σύμβαση γίνεται όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους. Εφόσον ένας υγρότοπος συμπεριληφθεί στον κατάλογο Ramsar, η χώρα δεσμεύεται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη διατήρηση του οικολογικού του χαρακτήρα, γι’ αυτό και στη σύμβαση περιλαμβάνονται τρόποι αντιμετώπισης των απειλών που ελλοχεύουν.
Οι υγρότοποι αποτελούν φυσικό και ασφαλές μέσο προστασίας από τις φυσικές καταστροφές, ενώ δρουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση των ακραίων καιρικών φαινομένων μειώνοντας τις επιπτώσεις τους, δηλαδή συμβάλλοντας στον περιορισμό των πλημμυρών ή των συνεπειών που προκαλούνται από ξηρασία και κυκλώνες. Λειτουργώντας ως φυσικό σφουγγάρι, οι υγρότοποι απορροφούν και αποθηκεύουν τις ποσότητες του νερού από τις υπερβολικές βροχοπτώσεις, ενώ κατά τις περιόδους ξηρασίας απελευθερώνουν τις αποθηκευμένες ποσότητες, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση της έλλειψης νερού.
Τα οφέλη που προσφέρουν οι υγρότοποι στον άνθρωπο και στο περιβάλλον είναι ποικίλα· φιλτράρουν το πόσιμο νερό και αναβαθμίζουν την ποιότητά του, βελτιώνουν την ποιότητα του αέρα μέσω της δέσμευσης του άνθρακα, αποτελούν κόμβους για τη βιοποικιλότητα, καθώς η αύξηση των δασικών πυρκαγιών έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση της πανίδας προς τους εναπομείναντες υγροτόπους. Καθίστανται όμως και σημαντικοί χώροι αναψυχής, με αποτέλεσμα την τόνωση της οικονομικής ζωής των γύρω περιοχών και την προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Παράλληλα οι υγρότοποι παρέχουν προστασία στο μικροκλίμα από τις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος, οι οποίες αυξάνονται σε ένταση και συχνότητα. Αποτελούν, συν τοις άλλοις, πεδίο εκπαίδευσης και έρευνας.
Στη χώρα μας, βάσει της συνθήκης Ramsar, προστατεύονται δέκα υγρότοποι: το Δέλτα Έβρου, οι λίμνες Ισμαρίδα και Βιστονίδα, το Πόρτο Λάγος και οι γύρω λιμνοθάλασσες, το Δέλτα και η λιμνοθάλασσα Νέστου, η τεχνητή λίμνη Κερκίνη, οι λίμνες Βόλβη και Κορώνεια, το Δέλτα των ποταμών Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα, ο Αμβρακικός κόλπος, η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και η λιμνοθάλασσα Κοτύχι στον Νομό Ηλείας. Οι συγκεκριμένοι υγρότοποι, αλλά και άλλοι οι οποίοι δεν συμπεριλαμβάνονται στη συνθήκη Ramsar, αποτελούν σταθμούς διατροφής και ανάπαυσης για τουλάχιστον 5000 αποδημητικά πουλιά, ενώ είναι η μόνιμη κατοικία πολλών φυτών και ζώων. Μεγάλο ποσοστό από αυτά τα είδη τελούν υπό εξαφάνιση, γεγονός που καθιστά την ύπαρξη των ελληνικών υγροτόπων εθνικής, αλλά και διεθνούς σημασίας.
Η αστικοποίηση, η ρύπανση, η αποστράγγιση των τύρφων, τα φράγματα, η εκτροπή των υδάτων, η υπερβολική συγκομιδή κλπ, υποβαθμίζουν τους υγροτόπους. Η αλλαγή του κλίματος επιδεινώνει τις συνέπειες αυτών των απειλών, αφ’ ενός μεν με μειώσεις των βροχοπτώσεων, αφετέρου δε με αύξηση της θερμοκρασίας. Μεταβάλλεται η ροή, ο χρονισμός και το καθεστώς ροής των υδάτων. Επιστήμονες και τοπικές αρχές καλούνται να προσδιορίσουν στρατηγικές διαχείρισης, ώστε να εξασφαλιστεί η διατήρηση των υγροτόπων μέσω της ανάκτησης των καθεστώτων ροής, της διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, της βελτίωσης της διακυβέρνησης και της προσαρμοστικής διαχείρισης, για την αποτροπή κάλυψης της αύξησης της ζήτησης γης στις πόλεις, εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος.
Για να είναι οι υγρότοποι ασφαλείς και βιώσιμοι θα πρέπει, τόσο για τους αστικούς υγροτόπους, όσο και για τους περιαστικούς, να γίνονται έργα που θα βελτιώνουν τη λειτουργία τους, π.χ. ορθολογική λειτουργία φραγμάτων, δημιουργία πλωτών οδών, αποκατάσταση πλημμυρικών περιοχών κλπ. Επιπλέον, η τακτική αξιολόγηση της ασφάλειας, η αυστηρή προσαρμοστική διαχείριση όλων των υγροτόπων, ο προσδιορισμός των περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων, εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των υγροτόπων, δεδομένης της αυξανόμενης ανθρώπινης πίεσης στους πόρους των υδάτων, που επιδεινώνεται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η απογραφή των υγροτόπων, με σκοπό την προστασία τους, είναι μέρος μιας αειφορικής διαχείρισης βασισμένη στις αρχές της διατήρησης της βιοποικιλότητας και των υδάτινων πόρων.
*Ο Ηλίας Ντούφας είναι Δασολόγος - Περιβαλλοντολόγος, PhD, MSc, και η Αικατερίνη Ιωάννου είναι Φιλόλογος - Ειδικός Τουρσιμού, MSc. Το άρθρο τους δημοσιεύθηκε πρώτα στο Naftemporiki.gr