Υποβρύχια αναδάσωση στο Αιγαίο, που ο βυθός του σταδιακά καταρρέει

«Βλέπαμε την κατάρρευση να συμβαίνει εδώ και χρόνια. Την τελευταία δεκαετία όμως έχει λάβει πολύ ανησυχητικές διαστάσεις. Δεν είναι μόνο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής – η κλιματική αλλαγή και η αύξηση των ξενικών ειδών είναι “το κερασάκι στην τούρτα”. Φοβάμαι πολύ τι σημαίνουν όλα αυτά για τις ελληνικές θάλασσες. Πόσο μάλλον για μια χώρα που έχει επενδύσει περισσότερο από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της σε δραστηριότητες και αγαθά που εξαρτώνται άμεσα από αυτές».

Η Μαρία Σαλωμίδη είναι ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), του επίσημου κρατικού επιστημονικού φορέα για τη μελέτη των υδάτινων συστημάτων της χώρας. Έμπειρη δύτρια, έχει συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα τα τελευταία χρόνια, βλέποντας από κοντά την αλλαγή που συντελείται κάτω από την επιφάνεια. Όπως η ίδια και πολλοί άλλοι επιστήμονες καταλήγουν ότι η κατάσταση στις ελληνικές θάλασσες είναι πολύ χειρότερη από ό,τι πιστεύουμε οι περισσότεροι. Οι έρευνες έρχονται τα τελευταία χρόνια να επιβεβαιώσουν αυτό που εμπειρικά διαπιστώνουν όσοι ζουν από τη θάλασσα, ή βλέπουν με τα μάτια τους όσοι καταδύονται σε αυτή: τη σταδιακή κατάρρευση θεμελιωδών οικοσυστημάτων της.

Απέναντι στο φαινόμενο αυτό, κοινό για ολόκληρη τη Μεσόγειο, η επιστήμη αναζητά εναγωνίως λύσεις – όχι μόνο διαχειριστικές, όπως ο περιορισμός της αλιείας, αλλά και προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης. Μια τέτοια προσπάθεια ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια στην Ιταλία και αφορά την τεχνητή αναδάσωση των «δενδρωδών» μακροφυκών, ή πιο απλά, των φυκοδασών των υφάλων. Η μεθοδολογία αυτή, καλύτερα προσαρμοσμένη στα δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου, έρχεται πλέον και στη χώρα μας μέσω ενός φιλόδοξου ευρωπαϊκού προγράμματος. «Τα δενδρώδη φαιοφύκη των υφάλων είναι πολύ καλοί δείκτες για την υγεία του θαλάσσιου οικοσυστήματος, καθώς χαρακτηρίζουν τις αδιατάρακτες μεσογειακές ακτές», εξηγεί η κ. Σαλωμίδη. «Δυστυχώς εκτιμάμε ότι περισσότερο από το 60% των υποβρύχιων αυτών φυκοδασών έχει πια χαθεί στην Ελλάδα. Οι κύριες αιτίες είναι δύο: Η πρώτη –σημαντικότερη στο Βόρειο Αιγαίο– είναι η τεράστια εξάπλωση των φυτοφάγων αχινών, οι οποίοι “βόσκουν” ανεξέλεγκτα όπως τα κατσίκια. Ο αχινός δεν μπορεί μεν να προσβάλει τα ώριμα και καλά ανεπτυγμένα φυκοδάση, εμποδίζει ωστόσο τη φυσική τους αναγέννηση. Όταν ο αρχικός πληθυσμός ολοκληρώσει τον φυσικό κύκλο ζωής του (ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει από μερικά χρόνια έως μερικές δεκαετίες), δεν υπάρχει επόμενη γενιά να τον αντικαταστήσει. Η δεύτερη αιτία –σημαντικότερη στο Νότιο Αιγαίο αλλά και στο Ιόνιο– είναι η υπεραφθονία φυτοφάγων ψαριών, ιδίως των ξενικών ”γερμανών”. Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Επειδή έχουμε αποδεκατίσει τους ανώτερους θηρευτές, δηλαδή τα μεγάλα ψάρια, από τη χρόνια υπεραλίευση. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Κάθε ύφαλος διατηρούσε κάποτε τον δικό του πληθυσμό ροφών, απαρτιζόμενο από ένα μεγάλο αρσενικό άτομο και αρκετά μικρότερα θηλυκά. Αντίστοιχα, κάθε ύφαλος χαρακτηριζόταν από πυκνούς πληθυσμούς σαργοειδών (σαργοί, κακαρέλοι, μυτάκια). Αυτά ακριβώς τα ψάρια έλεγχαν τους πληθυσμούς των φυτοφάγων, διατηρώντας την οικοσυστημική ισορροπία. Δυστυχώς οριακά πλέον καταγράφουμε στη ρηχή παράκτια ζώνη κάποια σκόρπια ροφουδάκια ή σαργουδάκια, πολύ μακριά από τον ρόλο του ρυθμιστή των τροφικών πλεγμάτων για τον οποίο προορίζονται. Και δυστυχώς τέτοια παραδείγματα, με τους θηρευτές να έχουν μετατραπεί σε τρομαγμένα θηράματα, υπάρχουν στη θάλασσα πολλά. Εδώ και δεκαετίες, προφανώς εν αγνοία μας, έχουμε στο στόχαστρο τα «λιοντάρια» και τους «λύκους» της θάλασσας, είδη δηλαδή που από τη φύση τους χαρακτηρίζονται από αργούς κύκλους ζωής και χαμηλό αναπαραγωγικό δυναμικό. Αδύνατον να αντεπεξέλθουν στη διαρκώς αυξανόμενη αλιευτική πίεση που τους ασκούμε. Και δυστυχώς μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους και πώς η λειτουργική απουσία τους οδηγεί στην οικοσυστημική κατάρρευση, την απώλεια των θαλάσσιων δασών στην περίπτωσή μας».

Δάση υφάλων

Τα δάση των υφάλων έχουν τεράστια σημασία για τη βιοποικιλότητα. «Σε αυτά αναζητούν τροφή τα ψάρια και άλλα θαλάσσια είδη, εδώ ζουν, εδώ βρίσκουν καταφύγιο από τους θηρευτές τους, εδώ αναπαράγονται. Αυτά υποστηρίζουν με την ύπαρξή τους ολόκληρο το οικοσύστημα, ανακυκλώνουν τα θρεπτικά συστατικά, δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα, οξυγονώνουν και απορρυπαίνουν την υδάτινη στήλη, έχουν αντίστοιχη οικολογική αξία με τα δάση της ξηράς».

Μια ομάδα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο της Τεργέστης με επικεφαλής τη δρα Αναλίζα Φαλάτσε ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια να ασχολείται με την «αναδάσωση» υφάλων σε προστατευόμενες περιοχές της Ιταλίας. Μέσω διεθνών επιστημονικών συνεδρίων, οι επιστήμονες ήρθαν σε επαφή με το ΕΛΚΕΘΕ, μοιράστηκαν τις αγωνίες τους για τα υποθαλάσσια δάση και αποφάσισαν να συνασπιστούν προς τον σκοπό της αποκατάστασης που για πρώτη φορά θα δοκιμαστεί και στη χώρα μας.

Η Πολυτίμη-Ιόλη Λάρδη είναι υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου και επιστημονική συνεργάτις του ΕΛΚΕΘΕ με αντικείμενο τη μελέτη και εργαστηριακή καλλιέργεια και αποκατάσταση των δενδρωδών μακροφυκών. «Η πρώτη δοκιμαστική καλλιέργεια έγινε το 2021 στις εγκαταστάσεις του ΕΛΚΕΘΕ με την καθοδήγηση Ιταλών συναδέλφων», εξηγεί. «Αντιμετωπίσαμε διάφορες δυσκολίες, αλλά για πρώτη προσπάθεια τα πήγαμε αρκετά καλά». Μετά την επιτυχή κατάληξη του πειράματος, οι Ιταλοί επιστήμονες πρότειναν στους Ελληνες να συνεργαστούν στην υποβολή πρότασης κοινού ερευνητικού προγράμματος. Η πρότασή τους εγκρίθηκε και εντάχθηκε στα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ενωση προγράμματα LIFE με τίτλο Reeforest (λογοπαίγνιο των λέξεων reef που σημαίνει ύφαλος και reforest που σημαίνει αναδάσωση). Στόχος του προγράμματος είναι να συμβάλει στην αποκατάσταση των υποθαλάσσιων δασών του γένους Cystoseira για την ενίσχυση της βιοποικιλότητας των παράκτιων υφάλων. Για την εφαρμογή του προγράμματος επελέγησαν τρεις περιοχές στην Ιταλία (στις θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές της χερσονήσου Sinis και της νήσου Mal di Ventre, της νήσου Bergeggi και του εθνικού πάρκου Cilento) και μία στην Ελλάδα (θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή της Γυάρου).

«Φέτος καλλιεργούμε ένα είδος Cystoseira, το οποίο είναι αρκετά κοινό στην Ελλάδα και απαντάται συνήθως σε ρηχά νερά, εκεί όπου σκάει το κύμα», εξηγεί η κ. Λάρδη. «Η διαδικασία είναι η εξής: κλαδεύουμε επάκρια τμήματα του φυκιού όταν αυτό είναι σε αναπαραγωγική περίοδο από κατάλληλες περιοχές-“δότες”. Τα ξεπλένουμε πολύ καλά με φιλτραρισμένο θαλασσινό νερό και τα αποθηκεύουμε σε ψυχρές και σκοτεινές συνθήκες για 24 ώρες. Επειτα τα αφήνουμε επάνω σε κεραμικά πλακίδια μέσα σε δεξαμενές με θαλασσινό νερό, μιμούμενοι στο εργαστήριο τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη φύση. Εξαιτίας των έντονων αλλαγών στη θερμοκρασία και στις συνθήκες φωτισμού, τα γονιμοποιημένα σπόρια απελευθερώνονται άμεσα στα κεραμικά πλακίδια. Επειτα από 2-3 ημέρες, αρχίζουν να αναπτύσσουν ριζίδια τα οποία επιτρέπουν την ασφαλή αγκύρωση του νεαρού βλαστού πάνω στις κεραμικές επιφάνειες. Για να τα βοηθήσουμε στην ανάπτυξή τους, προσθέτουμε στο νερό ένα κοκτέιλ θρεπτικών με βιταμίνες και διάφορα άλλα στοιχεία που το φύκος χρειάζεται».

Τα μικρά κεραμικά πλακίδια παραμένουν σε ελεγχόμενες συνθήκες στο εργαστήριο για τρεις περίπου εβδομάδες. «Κατόπιν υπάρχουν δύο επιλογές. Είτε τα αφήνεις για μερικές εβδομάδες σε δίσκους που αιωρούνται στη θάλασσα σε βάθος περίπου τριών μέτρων, ώστε να επιτευχθεί καλύτερη ανάπτυξη εκτός των ασφυκτικών συνθηκών του εργαστηρίου. Ή, εφόσον είναι πλέον έτοιμα, μεταφέρεις και στερεώνεις τα κεραμικά πλακίδια στις βραχώδεις ακτές-στόχους. Για φέτος, το κομμάτι αυτό της επιχείρησης έχει προγραμματιστεί να γίνει στη Γυάρο στα μέσα Ιουνίου με τη συμβολή της οικείας Μονάδας Διαχείρισης Κεντρικού Αιγαίου του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος (ΟΦΥΠΕΚΑ)».

Το πρόγραμμα LIFE Reeforest δεν ολοκληρώνεται με την τοποθέτηση των πλακιδίων σε υφάλους. «Οι τοποθεσίες του έργου θα βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση τα επόμενα χρόνια ώστε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αποκατάστασης και να αναλυθούν οι οικοσυστημικές υπηρεσίες που ο κάθε οικότοπος προσφέρει. Μάλιστα θα δοκιμαστεί και η χρήση τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων για την παρακολούθηση, προκειμένου αυτή να γίνει προσιτή ακόμα και σε μη καταδυόμενους διαχειριστές προστατευόμενων περιοχών», εξηγεί η Μαρία Σαλωμίδη. «Επίσης, στο πλαίσιο του προγράμματος υλοποιούμε δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού για την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και τη σημασία της αποκατάστασης των παράκτιων οικοτόπων. Τέλος, ανάλογα με την επιτυχία των δράσεων, θα συμβάλλουμε στην ανάπτυξη κατευθυντήριων οδηγιών για την υποστήριξη των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών προς την ευρύτερη αποκατάσταση των υποθαλάσσιων δασών στη Μεσόγειο».

Προς παροπλισμό το μόνο μας ωκεανογραφικό

Χωρίς ερευνητικό σκάφος ανοιχτής θάλασσας κινδυνεύει να μείνει η χώρα μας. Το ωκεανογραφικό πλοίο «Αιγαίον» του ΕΛΚΕΘΕ κοντεύει τα 40 χρόνια υπηρεσίας και πλέον αντιμετωπίζει τεχνικά προβλήματα που απειλούν να το θέσουν οριστικά εκτός μάχης, κάτι που προφανώς θα είναι μια σοβαρή απώλεια για τη θαλάσσια έρευνα στη χώρα μας. Oπως εξηγεί στην «Κ» ο Δημήτρης Σακελλαρίου, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, το «Αιγαίον» ναυπηγήθηκε το 1985 ως απάντηση της Ελλάδας στις έρευνες του τουρκικού σκάφους «Σισμίκ» (μετέπειτα Χόρα) στο Αιγαίο και επιμηκύνθηκε κατά 10 μέτρα το 1997. Από το 1985 μέχρι σήμερα το μήκους 62 μέτρων ωκεανογραφικό σκάφος «Αιγαίο» είναι το μοναδικό ερευνητικό σκάφος ανοιχτής θάλασσας της Ελλάδας. Στην Ευρώπη μόνο την τελευταία πενταετία έχουν κατασκευαστεί ή κατασκευάζονται περισσότερα από δέκα νέα ερευνητικά σκάφη. Αντίστοιχα, η Τουρκία διαθέτει τουλάχιστον τέσσερα νέα ερευνητικά πλοία (μεταξύ αυτών και το γνωστό «Ορούτς Ρέις» μήκους 87 μέτρων).

Το ΕΛΚΕΘΕ έφθασε πολύ κοντά στην εξασφάλιση χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για την κατασκευή ενός νέου, σύγχρονου σκάφους. Η σχετική πρόταση συντάχθηκε από το ΕΛΚΕΘΕ, υποβλήθηκε στην ΕΤΕπ με προϋπολογισμό 55 εκατ. ευρώ και εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 2019 με χρηματοδότηση του 75% του προϋπολογισμού (41 εκατ. ευρώ). Κατόπιν το 2020 υπεγράφη σύμβαση μεταξύ ΕΤΕ και των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης. Η υπόθεση όμως δεν προχώρησε καθώς δεν εξασφαλίστηκε το ποσό της εθνικής χρηματοδότησης, το οποίο ανέρχεται σε 14 εκατ. ευρώ. Οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ πάντως έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει την πολιτεία ότι η κατάσταση του «Αιγαίον» είναι τέτοια που σύντομα η χώρα θα βρεθεί χωρίς κρατικό ερευνητικό σκάφος ανοιχτής θάλασσας.

Πηγή: Kathimerini.gr

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση