της Θέκλας Τσιτσώνη*
Ξαναζούμε και φέτος τις τεράστιες καταστροφές από τις δασικές πυρκαγιές, που εκδηλώθηκαν στη χώρα μας, σε πολλές και διαφορετικές περιοχές, δημιουργώντας σε όλους και όλες ιδιαίτερη οδύνη. Οι πυρκαγιές ήταν ιδιαίτερα καταστροφικές, μεγάλης διάρκειας και έντασης και σε περιόδους καύσωνα. Ο δασικός πλούτος της χώρας, που ήταν ήδη σε απειλούμενη κατάσταση λόγω των καταπατήσεων, μειώνεται κατά μεγάλο ποσοστό και από τις πυρκαγιές και σπάνια φυτά ή και πιο κοινά, που απαιτούν συγκεκριμένο περιβάλλον, δεν μπορούν πια να επιβιώσουν και εξαφανίζονται. Η Ελλάδα, χώρα της βιοποικιλότητας, έχει χάσει, και ίσως οριστικά, ένα μέρος της. Επιβάλλεται άμεσα να οργανωθεί μακροπρόθεσμο σχέδιο αντιπυρικής προστασίας αλλά και προστασίας της βιοποικιλότητας.
Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσουν οι δασικές πυρκαγιές, οι οποίες αποτελούν μέρος των φυσικών διεργασιών των μεσογειακών οικοσυστημάτων της χώρας μας. Η κλιματική αλλαγή όμως σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη χρήση γης, την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την έλλειψη διαχείρισης των δασικών εκτάσεων, λόγω υποστελέχωσης των δασικών υπηρεσιών, έχουν καταστήσει τα δάση πιο εύφλεκτα, οδηγώντας σε όλο και συχνότερες, μεγαλύτερες και πιο ανεξέλεγκτες πυρκαγιές που καταστρέφουν τεράστιες δασικές εκτάσεις και παρακείμενους οικισμούς.
Ποια είναι η λύση λοιπόν;
Μόνο η πρόληψη, η οποία επιτέλους πρέπει να γίνει πράξη, μπορεί να περιορίσει το φαινόμενο.
Θα πρέπει να γίνει προσπάθεια με την εμπλοκή ολόκληρης της κοινωνίας. Εάν η ευαισθητοποίηση των πολιτών είναι το ένα ζητούμενο, το άλλο είναι η αλλαγή στρατηγικής από την πολιτεία. Η ανασυγκρότηση των δασικών υπηρεσιών είναι προαπαιτούμενο για την πρόληψη των πυρκαγιών και την αειφορική διαχείριση των δασών. Τμήμα των κονδυλίων που διατίθενται στην καταστολή των πυρκαγιών και στην αποκατάσταση των ζημιών μπορούν να στελεχώσουν πλήρως τις δασικές υπηρεσίες και να συμβάλλουν σημαντικά στην πρόληψη.
Η ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και άλλοι επιστήμονες, που διακονούν τη δασολογική επιστήμη, έχουν εκφράσει πολλές φορές τις απόψεις τους για την πρόληψη των πυρκαγιών. Οι απόψεις αυτές κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου και κυρίως κατά τις επικίνδυνες περιόδους (καύσωνες και δυνατοί άνεμοι) συνοψίζονται στα εξής:
- Διαρκείς περιπολίες στις δασικές περιοχές για έγκαιρη πυρανίχνευση. Πολύτιμη αρωγή μπορεί να είναι οι εθελοντικές οργανώσεις και ακόμη, η σύγχρονη τεχνολογία (drones).
- Κατανομή επί 24ώρου, των πυροσβεστικών δυνάμεων σε καίρια σημεία δασικών περιοχών αυξημένης επικινδυνότητας.
- Απομάκρυνση της ξηρής κατακείμενης καύσιμης ύλης, με προτεραιότητα τις περιοχές μίξης δασικής βλάστησης με τον αστικό ιστό ή πέριξ εξοχικών οικισμών.
- Ενημέρωση ιδιοκτητών εξοχικών κατοικιών για τον καθαρισμό των ιδιοκτησιών τους από εύφλεκτη βλάστηση και δημιουργία σημείων υδροληψίας
- Συντήρηση και καθαρισμός των αντιπυρικών ζωνών και επιλεκτικές κλαδεύσεις σε πρανή οδών και σε περιοχές ύπαρξης δάσους μετά υπορόφου βλάστησης, για κατακερματισμό και διακοπή της οριζόντιας και κατακόρυφης συνέχειας της δασικής καύσιμης ύλης και ευκολότερη καταστολή των πυρκαγιών.
- Συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου και των σημείων υδροληψίας (υδατοδεξαμενές, ανοιχτοί φυσικοί αγωγοί, κλπ) εντός του δάσους.
- Ενεργή απαγόρευση πάσης φύσεως εστιών ανάφλεξης (καύση υπολειμμάτων αγροτικών εργασιών, υπαίθρια αναψυχή, κλπ).
- Κίνητρα για τη διατήρηση του μωσαϊκού των αγροδασικών συστημάτων και των παραδοσιακών χρήσεων γης (ρητινοκαλλιέργειες, μελισσοκομία κ.λπ.).
Ειδικά για τις μεικτές ζώνες, όπου συνυπάρχει άναρχα δάσος με αστικό ιστό, προτείνεται, για πρώτη φορά, στη Μελέτη Αναδάσωσης στην Πυρόπληκτη Περιοχή της Βόρειας Εύβοιας, που εκπονήθηκε από ομάδα επιστημόνων του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ., ένας συνδυασμός αντιπυρικών ζωνών περιμετρικά σε παραδασόβιους οικισμούς με στόχους:
- Πυροπροστασία των οικισμών στη ζώνη μίξης με δασικές εκτάσεις
- Δημιουργία αντιπυρικών έργων σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον
- Δημιουργία αισθήματος ασφαλείας και αισθητικής ανάπλασης στους κατοίκους των παραδασόβιων οικισμών με φωτοδότιδα διάνοιξη της δασικής βλάστησης.
Σχετικά με τις αντιπυρικές ζώνες η παράσταση του συστήματος πέριξ ενός παραδασόβιου οικισμού, παρουσιάζεται στο παρακάτω σχήμα (Δημητρακόπουλος 2023):
Κατασκευάζονται περιμετρικά πέριξ του οικισμού, κατά σειρά, τρεις ζώνες πυροπροστασίας σε αναλογία πλάτους 1:2:3 (ενδεικτικά 50, 100 και 150 m) στις οποίες θα εφαρμοσθούν τα εξής:
Zώνη 1η πλάτους 50 m, γυμνή από βλάστηση ως δίοδος κίνησης πυροσβεστικών οχημάτων και επίγειων δασοπυροσβεστικών δυνάμεων. Κατά μήκος της πρέπει να εγκατασταθούν πυροσβεστικοί κρουνοί συνδεδεμένοι με το υδρευτικό σύστημα του οικισμού. Εναλλακτικά, κάλυψη του γυμνού εδάφους με χλοοτάπητα που θα βρίσκεται υπό το καθεστώς ελεγχόμενης βόσκησης από οικόσιτα ζώα κατά τους θερινούς μήνες και θα αποτελεί ένα αγροδασικό οικοσύστημα που, εκτός της ωφέλειας της νομής, θα μειώνει αποτελεσματικά και την ταχύτητα εξάπλωσης και την θερμική ένταση μιας πυρκαγιάς που ενδέχεται να απειλήσει τον οικισμό.
Ζώνη 2η πλάτους 100 m, φυτεμένη με κατά το δυνατόν ταχυαυξή και πυρανθεκτικά πλατύφυλλα είδη, δένδρα και θάμνους, σε φυτευτικό σύνδεσμο 3Χ3 m. Έτσι, μειώνεται η πιθανότητα δημιουργίας πυρκαγιών κόμης και νέων εστιών, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται ο κίνδυνος διάβρωσης του εδάφους. Η χνοώδης δρυς και η κουτσουπιά είναι κατάλληλα λιγότερο εύφλεκτα είδη με άμεση εμπορική διαθεσιμότητα, καθώς και η φύτευση ξηροφυτικών μεσογειακών θάμνων. Ως δεύτερη επιλογή (ή σε συνδυασμό με μικρότερη αναλογία) μπορεί να χρησιμοποιηθούν πυρανθεκτικά και ξηρανθεκτικά είδη όπως το αρμυρίκι και η χαρουπιά, τα οποία όμως είναι βραδυαυξή και όχι άμεσα διαθέσιμα σε μεγάλες ποσότητες και διαστάσεις.
Ζώνη 3η πλάτους 150 m φυσικού πευκοδάσους αραιωμένου με καλλιεργητικές υλοτομίες σε φυτευτικό σύνδεσμο 4Χ4 m (40 έως 50 δένδρα στο στρέμμα). Το ποσοστό συγκόμωσης δεν θα υπερβαίνει το 50%. Επίσης, θα πρέπει να γίνει κλάδευση των δένδρων μέχρι του 1/3 του συνολικού μήκους της κόμης. Το ελάχιστο ύψος έναρξης κόμης δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο των 3 m από την επιφάνεια του εδάφους. Ακόμη απαιτείται απομάκρυνση της παρεδαφιαίας βλάστησης συμπεριλαμβανομένης και της φυσικής αναγέννησης στο στάδιο της πυκνοφυτείας (κν. ‘βούρτσα’).
Έτσι, θα επιτευχθεί διάσπαση της οριζόντιας και κατακόρυφης συνέχειας της δασικής καύσιμης ύλης, μείωση της πιθανότητας έναρξης πυρκαγιάς κόμης ή δημιουργίας νέων εστιών, μείωση της θερμικής έντασης του μετώπου της πυρκαγιάς και επιβράδυνση της εξάπλωσής του. Όλες αυτές οι συνθήκες διευκολύνουν το έργο της δασοπυρόσβεσης και καθιστούν απολύτως αποτελεσματικές τις από αέρος ρίψεις των πυροσβεστικών αεροσκαφών.
Η πυρκαγιά όταν σβήνει συχνά ξεχνιέται αλλά τα προβλήματα της μένουν πίσω για πολλά χρόνια. Μετά την πυρκαγιά πρέπει να οργανωθούν μέτρα, που θα συμβάλουν αποτελεσματικά στην έγκαιρη αποκατάσταση των καμένων δασών και στην αποτροπή καταστροφικών διαβρωτικών φαινομένων και επικίνδυνων πλημμυρικών φαινομένων.
Όσον αφορά την αποκατάσταση στη μεσογειακή ζώνη δεν έχουμε κανένα πρόβλημα φυσικής αναγέννησης, διότι τα οικοσυστήματα των μεσογειακών πεύκων (η χαλέπιος και η τραχεία Πεύκη) είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές και αναγεννώνται εύκολα μετά από αυτές. Παρά τη φυσική αναγέννηση, η αναδάσωση είναι αναπόφευκτη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως στις μεγάλες κλίσεις και στις διπλοκαμένες εκτάσεις. Επειδή τα μεσογειακά πεύκα αναπτύσσονται σε φτωχά εδάφη και είναι ανθεκτικά στην ξηρασία, οι αναδασώσεις στο μεγαλύτερο μέρος τους, θα γίνουν με αυτά τα είδη. Πλατύφυλλα μπορούν να μπουν μόνο σε θέσεις με πλουσιότερο, σε θρεπτικά συστατικά, έδαφος. Δεν φταίνε τα πεύκα για τις πυρκαγιές, αν και πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη χρήση στις αναδασώσεις, αντί των πεύκων, άλλων πλατύφυλλων ειδών, δέντρων και θάμνων όπως βελανιδιές, κουτσουπιές, χαρουπιές, τα οποία δεν μεταδίδουν τη φωτιά σε μεγάλη απόσταση, όπως πιστεύουν ότι συμβαίνει με τα κουκουνάρια των πεύκων. Και όμως αυτό είναι μύθος. Τα κουκουνάρια όχι μόνο δεν καίγονται, αλλά ούτε καν ανοίγουν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, όπως αναφέρει ο αείμνηστος καθηγητής Δασοκομίας Σπύρος Ντάφης. Τα μεν κουκουνάρια της χαλεπίου Πεύκης ανοίγουν περίπου 48 ώρες μετά την πυρκαγιά, τα δε της τραχείας, όπως στην περίπτωση της Ρόδου, ανοίγουν τον Σεπτέμβριο, μετά τις πρώτες βροχές. Στις μεγάλες πυρκαγιές δημιουργείται στο κέντρο τους, εξαιτίας των πολύ υψηλών θερμοκρασιών, ένα κυκλωνικό σύστημα και ένα ανοδικό ρεύμα αέρος, που παρασύρει τα αποκαΐδια σε μεγάλη απόσταση με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές νέες εστίες ταυτόχρονα, που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο το έργο της κατάσβεσης.
Επείγει όλες οι ενέργειες να γίνουν ταχύτατα. Να υλοτομηθούν τα καμένα δένδρα και να αξιοποιηθούν. Να συνταχθεί, ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου, η μελέτη αποτροπής διαβρωτικών και πλημμυρικών φαινομένων, ώστε να προσδιοριστούν άμεσα οι ευαίσθητες περιοχές στη διάβρωση (κυρίως περιοχές με μεγάλες κλίσεις) και να γίνουν τα αντιδιαβρωτικά έργα (κυρίως κορμοδέματα) μέχρι τις αρχές του χειμώνα. Να συνταχθεί, ώς τα τέλη Οκτωβρίου, η μελέτη αποκατάστασης/αναδάσωσης των καμένων δασών ώστε να προσδιοριστούν οι οικολογικά ευαίσθητες περιοχές (περιοχές με δυσκολία φυσικής αναγέννησης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω), ώστε να ξεκινήσουν εντός του πρώτου χειμώνα (μέχρι νωρίς την άνοιξη) οι αναδασώσεις σε αυτές. Τέλος να προσδιοριστούν άμεσα οι εκτάσεις με προστατευτικό χαρακτήρα, οι οποίες θα έχουν προτεραιότητα σε έργα αποτροπής της διάβρωσης και των πλημμυρικών φαινομένων αλλά και έργων αναδάσωσης.
*Η Θέκλα Κ. Τσιτσώνη είναι Ομ.Καθηγήτρια ΑΠΘ, Τμ. Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Δασοκομίας