ΔΗΜΟΣ ΠΙΕΡΕΩΝ το βουνό του Διονύσου και του Ορφέα.

Πανύψηλες οξιές, καστανιές, έλατα, δρύες, πλατάνια συνθέτουν μια μοναδική εικόνα που ύμνησαν Έλληνες και ξένοι περιηγητές και λογοτέχνες.
Με την ολοκλήρωση μάλιστα της Εγνατίας οδού, ενός μεγαλόπνοου έργου και του κόμβου Μουσθένης, ο επισκέπτης οδικώς από Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε μία ώρα στο Δήμο Πιερέων και μπορεί να χαρεί τις ομορφιές του βουνού αλλά και της θάλασσας που απέχει μόλις 10 λεπτά.

Στο ανατολικό της τμήμα, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και στη Καβάλα, βρίσκεται ο Δήμος Πιερέων. Τα χωριά του απλώνονται ένθεν και ένθεν της Πιερίας κοιλάδας που διασχίζει ο ποταμός Μαρμαράς και ρίχνει σ' αυτά την προστατευτική του σκιά το Παγγαίο όρος απ' τη μια και το Σύμβολο από την άλλη.
Καταπράσινο και επιβλητικό το χρυσοφόρον όρος της αρχαιότητας μας συνεπαίρνει με την ομορφιά του. Είναι το βουνό που ταυτίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και του Ορφέα.

Πέντε οικισμοί στο Δήμο έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί και αξίζει κανείς να τους επισκεφτεί. Πρόκειται για τη Μουσθένη, την έδρα του Δήμου, τη Μεσορόπη, τα Δωμάτια, το Πυργοχώρι και το Μελισσοκομείο.

Τα γεφύρια της Μουσθενης

Τα γεφύρια που σώζονται σήμερα άρχισαν να κατασκευάζονται κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια και ολοκληρώθηκαν κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τότε οι κοινότητες αυτές κατοικούνταν από μικτούς πληθυσμούς από Τούρκους άποικους και από Έλληνες ντόπιους. Σ’ αυτά τα χρόνια τα γεφύρια έπαιζαν και το ρόλο των φυσικών συνόρων μεταξύ των Μωαμεθανών και των Χριστιανών που ζούσαν στην ίδια κοινότητα. Έτσι παρ’ όλη την ειρηνική γενικά διαβίωση, οι ομόθρησκοι πληθυσμοί κατοικούν όλοι μαζί και από την ίδια μεριά του γεφυριού.

Τα γεφύρια είναι κατασκευασμένα από τοπική πέτρα, και το συνδετικό υλικό είναι το «κουρασάνι» που παράγεται από πυρωμένο και ασβεστοποιημένο μίγμα ασβεστόλιθου με άμμο. Οι πρωτομάστορες είναι Ηπειρώτες πετράδες που αναλαμβάνουν την κατασκευή με εργολαβία. Μερικοί από αυτούς καταλήγουν να κάνουν οικογένεια και μείνουν μόνιμα στην περιοχή. Η παράδοση αναφέρει ότι κατά τη θεμελίωση ενός γεφυριού οι Τούρκοι θυσιάζουν ένα μοσχάρι ενώ οι Έλληνες κοκόρια, χύνουν το αίμα τους στα θεμέλια και μετά ψήνουν τα σφάγια και γλεντούν όλοι μαζί.

Μετά το 1922, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι πρόσφυγες πήραν τις ιδιοκτησίες των Τούρκων που έφυγαν και έτσι τα γεφύρια έγιναν τα σημεία φυσικής επικοινωνίας μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων. Αρχικά όταν οι νεοφερμένοι πρόσφυγες περνούσαν τα γεφύρια για να πάν στον οικισμό των ντόπιων, τα παιδιά των ντόπιων που ήταν κρυμμένα στα πετροντούβαρα γύρω από τα γεφύρια, τους υποδεχόταν με βροχή από πέτρες.

Τα γεφύρια αυτά είναι τοξωτά και έχουν άνοιγμα από 5 μέχρι 9 μέτρα και ύψος από 4 μέχρι και 7 μέτρα.

Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που άνθρωποι έχουν πέσει από αυτά και κυρίως παιδιά ή μεθυσμένοι.

Στα νεώτερα χρόνια μια βασική προσπάθεια συντήρησης των γεφυριών έγινε γύρω στα 1965 από τους μαθητές μιας σχολής οικοδόμων που λειτουργούσε στη Μουσθένη. Επίσης στα 1985, μετά την «ανακάλυψη» του τσιμέντου στην περιοχή έγινε μια ακόμη προσπάθεια «ασφάλισης» των γεφυριών που περιλάμβανε γκρέμισμα των πέτρινων στηθαίων και αντικατάστασή τους από «σύγχρονα» από σκυρόδεμα ευτυχώς χωρίς οπλισμό.

Ο Μαρμαράς ποταμός με τη σημερινή του μορφή είναι ένας τεχνητός ποταμός που έγινε στα σύγχρονα χρόνια, μετά το 1950, ακριβώς για να επιτρέψει την αποξήρανση των ελών και τη μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμα χωράφια.

Τα τέσσερα γεφύρια που βρίσκονται στην Πιερία κοιλάδα δίπλα στο σημερινό Μαρμαρά ποταμό στην περιοχή της Μουσθένης, έχουν κατασκευαστεί κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια. Η περιοχή αυτή ήταν βαλτώδης και κατασκευάστηκαν τα γεφύρια αυτά για να επιτρέπουν την οδική επικοινωνία μεταξύ των οικισμών Μουσθένης και Σιδηροχωρίου και των καλλιεργειών των κατοίκων κατά την περίοδο που οι βάλτοι ήταν πλημμυρισμένοι.

Το μονοπάτι της Μεσορόπης διαθέτει άφθονα νερά. Διαθέτει και μια άλλη ιδιομορφία. Τα σημεία του που μοιάζουν με μικρογραφία παραδείσου είναι τόσα πολλά, που ο αυτοσκοπός της γνωριμίας του, υπερκαλύπτει αυτόν του μέσου προς ανάβαση στις κορυφές του βουνού. Και αυτοί που θα το περπατήσουν μέχρι τις πηγές του ποταμού (στο μέσον περίπου της διαδρομής), είναι πολλαπλάσιοι αυτών που θα θελήσουν να το ακολουθήσουν μέχρι την κατάληξή του σε κάποια κορυφή.
Αν μπεις στο μονοπάτι απροειδοποίητα, σε περιμένουν εκπλήξεις από στοιχεία ανεπανάληπτης ομορφιάς. Αν είσαι προετοιμασμένος επιβεβαιώνει τα όσα άκουσες γι' αυτό.
Το μονοπάτι το 2006 διαμορφώθηκε από το δασαρχείο Καβάλας και προβλέπει πρόσβαση και στάση στα ομορφότερα μέρη με τους μικρούς καταρράχτες και τις λίμνες, σημεία ξεκούρασης με παγκάκια και κιόσκια, προστατευτικούς φράκτες στα επικίνδυνα σημεία, καλαίσθητα ξύλινα γεφυράκια και πέτρινα σκαλοπάτια σε μέρη που ήταν κακοτράχαλα και γλιστερά. Και το κυριότερο είναι πως όλα αυτά υπακούουν σε μια σωστή αισθητική, που σε κανένα σημείο δεν προσβάλει την φύση ή τον περιπατητή. Η διαμόρφωση αυτή φτάνει μέχρι τη Σπηλιά Βοσκοβρύση (Τσομπάν Σουί) διανύοντας μια απόσταση 5 περίπου χιλιομέτρων.

Το χωριό της Μεσορόπης βρίσκεται στο 36ο χιλιόμετρο της παλιάς εθνικής οδού Καβάλας- Θεσσαλονίκης. Πηγαίνοντας εκεί, αφήνουμε το αυτοκίνητο στη πλατεία του χωριού, ή μπορούμε να οδηγήσουμε για λίγα μέτρα ακόμα στρίβοντας μετά την πλατεία στο πρώτο στενό δεξιά και ακολουθώντας το χωματόδρομο, να αφήσουμε το αμάξι λίγο πριν το πρώτοι ρέμα με την πέτρινη γέφυρα. Από εδώ ακολουθώντας τον δρόμο φτάνουμε στο σημείο όπου βρίσκεται η λίμνη που γίνεται ο αγιασμός των υδάτων (Ομβριός) του χωριού σε υψόμετρο 400μ. και το οποίο θεωρούμε ως σημείο εκκίνησης.
Το νερό κάνει αισθητή την παρουσία του από την αρχή. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, περνάμε για πρώτη φορά το ποτάμι από την ξύλινη γέφυρα. Αν ο καιρός είναι καθαρός, από τα πρώτα αυτά λεπτά ακριβώς μπροστά μας φαίνονται η ψηλότερη κορυφή του Παγγαίου, το Μάτι με την χαρακτηριστική κεραία.

Το μονοπάτι της Αυλής είναι αυτό που ανακαλεί τις περισσότερες αναμνήσεις στους παλιούς ορειβάτες της Καβάλας. Ανηφορίζοντας το και ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά μέσα από τις κρυμμένες ομορφιές του, πόσο άγνωστο είναι το κοντινό βουνό του Παγγαίου, ίσως σε κάποιο σημείο του να πήραν την απόφαση ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν και να ασχοληθούν σοβαρά με την όμορφη δραστηριότητα της ορειβασίας.
Στο 26 χλμ. της παλιάς εθνικής οδού Καβάλας - Θεσσαλονίκης βρίσκεται το χωριό Αυλή από όπου ξεκινά η πολύ καλή και πυκνή σηματοδότηση του μονοπατιού,1 αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μην συνεχίσεις με το αυτοκίνητο τα 3.5 χλμ. καλού χωματόδρομου που οδηγούν στο χωριό της Παλιάς Αυλής. Αν το μονοπάτι προκαλεί αναμνήσεις, το εγκαταλελειμμένο χωριό της Παλιά Αυλής αποτελεί το ίδιο ανάμνηση, στοιχεία της οποίας είναι τα ερειπωμένα σπίτια του, στην όμορφη γραφική τοποθεσία στους πρόποδες του βουνού.
Από το μόνο καλοδιατηρημένο κτίριο του χωριού που είναι η εκκλησία του, συνεχίζουμε για άλλα 150 περίπου μέτρα και αφήνουμε το αυτοκίνητο κοντά σε μια πηγή - ποτίστρα, όπου μπορούμε να προμηθευτούμε δροσερό νερό για την ανάβαση που ξεκινά από το υψόμετρο των 400μ.

Στο Παγγαίο ο ιστορικός Θουκυδίδης κατείχε κάποιες εκτάσεις στις οποίες υπήρχαν μεταλλεία χρυσού και αργύρου. Πρόκειται για τη γνωστή Σκαπτή Ύλη που ορισμένοι ταυτίζουν με τη περιοχή Ασημότρυπες πάνω από τη Μεσορόπη.

Στο χώρο έζησαν πολλές φυλές όπως οι Πίερες, οι Ηδωνοί, οι Διονύσιοι, οι Δόβηρες και άλλοι. Από αυτούς οι Πίερες έδωσαν το όνομα τους στην περιοχή ανατολικά του Στρυμώνα αφού εγκαταστάθηκαν εδώ στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., διωγμένοι από την περιοχή του Ολύμπου μετά την εγκατάσταση των Μακεδόνων βασιλέων. Τα ευρήματα μαρτυρούν την παρουσία οικισμών από τη Νεολιθική εποχή, οι αναφορές είναι περιορισμένες εξαιτίας δύο σημαντικών οικισμών με τους οποίους γειτνίαζε: την Αμφίπολη και τους Φιλίππους. Παρόλα αυτά οι Πίερες ίδρυσαν τις δικές τους πόλεις, τη Γαληψό, τον Φάγρητα, τη Μεθώνη, την Πέργαμο, την Απολλωνία, τις Ελευθερές κ.α. Ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του κάνει μνεία των τειχών της Πιερίας κοιλάδας τα οποία όπως φαίνεται τον εντυπωσίασαν και σώζονται τμήματα στη Μουσθένη. Μετά τα Μηδικά, η περιοχή πέρασε σταδιακά στον έλεγχο της Αθήνας, των Μακεδόνων βασιλέων και στη συνέχεια υπάγεται στους Ρωμαίους.

Στα βυζαντινά χρόνια απετέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας και αντιμετώπισε τις σλαβικές επιδρομές ώσπου μετά την άλωση του 1453 περιήλθε στα χέρια των Τούρκων. Μετά από μακραίωνη δουλεία ελευθερώθηκε κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1913.

Μετά τη μικρασιατική καταστροφή το 1922 και τη συνθήκη της Λοζάνης στα 1923 ενισχύθηκε δημογραφικά με τον ερχομό των προσφύγων και τονώθηκε σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό. Ξεκίνησαν οι άνθρωποι του τόπου αυτού με πενιχρά μέσα να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Κατάφεραν χάρη στην αγάπη για τον τόπο τους και το μεράκι τους να διατηρήσουν την παράδοση τους και να μπολιάσουν νέα στοιχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του τόπου. Πέτρινα αρχοντικά, ξυλόγλυπτα ταβάνια, καφασωτά παράθυρα, εξωτερικοί τοίχοι ζωγραφισμένοι που παλεύουν με το χρόνο, μαρμάρινες επιγραφές, τοξωτά γεφύρια απαράμιλλης τέχνης.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!