Στα βασικά δεδομένα γύρω από τον λιγνίτη και τις προκλήσεις για μια μετα-λιγνιτική εποχή στην Ελλάδα, αναφέρεται μελέτη του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, στην οποία αναδεικνύεται η συμβολή της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η αναγκαιότητα για την απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα.
Σημειώνεται ότι τo Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ είναι το Πολιτικό Ίδρυμα που πρόσκειται στο κόμμα των Πράσινων της Γερμανίας. Από το 2012 εκπροσωπείται στην Ελλάδα με γραφείο στη Θεσσαλονίκη.
Στη μελέτη αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο λιγνίτης αποτελεί ουσιαστικά το μοναδικό ορυκτό καύσιμο που διαθέτει η Ελλάδα. Eισάγοντας το 100% του φυσικού αερίου και το 98% του πετρελαίου που καταναλώνει η χώρα, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας ανέρχεται (2013) στο 62,1% σε σύγκριση με μέσο όρο 53,2% για την ΕΕ των 281. Η ανάγκη για αξιοποίηση εγχώριων πηγών και το παραδοσιακά χαμηλό κόστος του λιγνίτη ήταν οι αιτίες που η Ελλάδα στράφηκε ήδη από τη δεκαετία του 1950 στην καύση λιγνίτη ως ραχοκοκαλιά του ηλεκτρικού της συστήματος.
Όπως επισημαίνεται, τις τελευταίες δεκαετίες όμως, ένας συνδυασμός παραγόντων ανοίγει -έστω και δειλά- τη συζήτηση γύρω από τη μετάβαση σε μια μετα-λιγνιτική εποχή για τη χώρα: οι ευρωπαϊκές οδηγίες για τη μείωση των εκπομπών cO2 και της ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η αυξανόμενη ευαισθησία των πολιτών γύρω από θέματα περιβάλλοντος και δημόσιας υγείας, η σταδιακή εξάντληση των αποθεμάτων, η εισαγωγή φυσικού αερίου στο ενεργειακό σύστημα της χώρας και η ραγδαία μείωση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Με τα σημερινά τεχνικο-οικονομικά δεδομένα, τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λιγνίτη στη χώρα εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου 3,2 δισ. τόνους. Τα κυριότερα κοιτάσματα βρίσκονται στη δυτική Μακεδονία (περιοχές Πτολεμαΐδας, Αμυνταίου και Φλώρινας) με υπολογισμένο απόθεμα 1,8 δις τόνους, στην Πελοπόννησο (περιοχή Μεγαλόπολης), με από-θεμα περίπου 223 εκ. τόνους, στην περιοχή της Δράμας με απόθεμα 900 εκ. τόνους και στην περιοχή Ελασσόνας με 169 εκ. τόνους. Από αυτά, τα κοιτάσματα στη Δράμα και την Ελασσόνα δεν έχουν εκμεταλλευτεί.
Με βάση τα συνολικά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα λιγνίτη της χώρας και τον προγραμματιζόμενο ρυθμό κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται ότι τα αποθέματα αυτά επαρκούν για περισσότερο από 45 χρόνια. Μέχρι σήμερα οι εξορυχθείσες ποσότητες λιγνίτη φτάνουν περίπου στο 29% των συνολικών αποθεμάτων. H συνολική ετήσια εξόρυξη λιγνίτη έφτασε το μέγιστό της το 2004 με 72 εκατομμύρια τόνους για να πέσει το 2013 στα 54 εκ. τόνους.
Η Ελλάδα είναι η 7η χώρα στον κόσμο και 3η στην ΕΕ (πίσω από τη Γερμανία και την Πολωνία) στην εξόρυξη λιγνίτη. Γενικά η ποιότητα των ελληνικών λιγνιτών είναι χαμηλή. Η θερμογόνος δύναμη κυμαίνεται από 975-1380 kcal/kg στις περιοχές Μεγαλόπολης, Αμυνταίου και Δρά-μας, από 1261-1615 kcal/kg στην περιοχή Πτολεμαΐδας και 1927-2257 στις περιοχές Φλώρινας και Ελασσόνας.
Το 2014, η εταιρία συμβούλων Booz & co διεξήγαγε για λογαριασμό της ΔΕΗ μελέτη σύγκρισης του κόστους της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής στις λιγνιτοπαραγωγές χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Πολωνία, Ελ-λάδα, Τουρκία, Τσεχία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία) για το 2012, προκειμένου να καθοριστούν οι βασικές παράμετροι κόστους καθώς και οι διαφορές που παρουσιάζονται σε διάφορα λιγνιτικά συστήματα στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το κόστος εξόρυξης στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο, μαζί με εκείνο της Γερμανίας στα 2,12 ευρώ/τόνο. Όταν όμως ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά χαμηλό θερμιδικό περιεχόμενο του ελληνικού λιγνίτη (καθώς και άλλες παράμετροι μεταβλητού κόστους παραγωγής), τότε η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη στην Ελλάδα αποδεικνύεται πως είναι η ακριβότερη στην Ευρώπη με 59,9€/mWh σε σύγκριση με 53,6 για τη Γερμανία, 39,0 για την Τσεχία, 38,6 για την Πολωνία, 54,2 για τη Ρουμανία, 31,6 για τη Βουλγαρία, 40,3 για τη Σερβία και 52,7 για την Τουρκία.