Συνέντευξη στον Δημήτρη Διαμαντίδη
Κινδύνους για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία εγκυμονεί η αυξανόμενη παλαιότητα των αγροτικών μηχανημάτων στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι γεωργικοί ελκυστήρες.
Όπως σημειώνει σε συνέντευξη του στη Greenagenda.gr ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Μηχανημάτων (ΣΕΑΜ) κ. Σάββας Μπαλουκτσής, η μέση ηλικία ενός ελκυστήρα στην Ελλάδα είναι τα 25 έτη όταν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν υπερβαίνει τα 15 έτη.
1. Ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση στον κλάδο σας με κριτήριο τις πωλήσεις και την δραστηριότητα των εταιρειών-μελών σας;
Η κατάσταση στον κλάδο δεν είναι καλή. Τα στοιχεία της αγοράς των τελευταίων ετών δείχνουν την μεγάλη συρρίκνωση που έχει υποστεί.
2016* Πρόβλεψη
Πηγή: Αρχείο Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Μηχανημάτων
Όταν λοιπόν η αγορά, ακόμη και με την υλοποίηση επιδοτούμενων προγραμμάτων, είναι στο 1/3 αυτού που θεωρούμε ελάχιστο αναγκαίο μέγεθος αγοράς, τότε τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Με δεδομένο ότι ο συνολικός στόλος των τρακτέρ που είναι σε λειτουργία, είναι γύρω στις 180.000, τότε ένα ελάχιστο ποσοστό αντικατάστασης 2% ετησίως, μας δίνει 3.600 ελκυστήρες. Είμαστε πολύ μακριά από αυτό το νούμερο. Φυσικά ανάλογη είναι η εικόνα και στα γεωργικά παρελκόμενα.
Ο κλάδος κατά τη διάρκεια της κρίσης την τελευταία 5ετία έχει υποστεί μια μείωση της τάξης του 60-70%. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τα στοιχεία της αγοράς. Την τελευταία 5ετία 2011-2015 το μέσο ετήσιο μέγεθος αγοράς ήταν 1.204 τρακτέρ. Την αμέσως προηγούμενη 5ετία, 2006-2010 το μέσο ετήσιο μέγεθος αγοράς ήταν 2.880 τρακτέρ. Αν δε πάμε στο μέσο ετήσιο μέγεθος αγοράς της 10ετίας του ’90, αυτό ήταν 4.400 τρακτέρ!
Σε επίπεδο επιχειρήσεων του κλάδου δεν υπήρξαν σημαντικές συγχωνεύσεις εταιριών δεν υπήρξαν πτωχεύσεις επώνυμων εταιριών. Υπήρξε όμως σημαντική μείωση του απασχολούμενου προσωπικού που πλησιάζει το 50%. Και βεβαίως, στις επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό, πρέπει να προσθέσουμε τις περιπτώσεις μειωμένης απασχόλησης, διαθεσιμότητας αλλά και της μείωσης των αμοιβών που συνδέονται με τις πωλήσεις.
Βεβαίως, το τελευταίο 7μηνο, εκτός από τα ενδογενή προβλήματα, οι εταιρίες του κλάδου αντιμετωπίζουν και όλες τις παρενέργειες από τα capital controls.
2. Έχουν βοηθήσει τα σχέδια βελτίωσης τον κλάδο σας ή οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση τους αποτελούν ακόμη τροχοπέδη στην ανάπτυξη;
Το πρόγραμμα που έληξε και τυπικά τον Δεκέμβριο του 2015, εξελίχθηκε ως ένα από τα πλέον προβληματικά. Εξαγγέλθηκε, προβλήθηκε, διαφημίστηκε από τις αρχές της περιόδου, δηλαδή από το 2007-2008 ως ένα από τα πιο δυναμικά προγράμματα Σχεδίων Βελτίωσης και απολογιστικά όπως προανέφερα ήταν από τα πλέον προβληματικά.
Επιγραμματικά, οι αδυναμίες του προγράμματος ήταν οι εξής:
⦁ Υπήρξαν απίστευτες καθυστερήσεις στην υλοποίησή του. Τόσο η σύνταξη της ΚΥΑ (2 φορές!) όσο και οι διαδικασίες που απαιτούνταν για την υποβολή της αίτησης, την αξιολόγηση, την έγκριση, την υλοποίηση και τελικώς την αποπληρωμή της επένδυσης ήταν απίστευτα χρονοβόρες και γραφειοκρατικές.
⦁ Υπήρξε παταγώδης αποτυχία στην προσπάθεια χρηματοδότησης των επενδύσεων. Συστάθηκε το Ταμείο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας (ΤΑΕ) με αποκλειστική αρμοδιότητα την χρηματοδότηση των δικαιούχων επενδυτών αγροτών και από ένα κεφάλαιο 253 εκ ευρώ εκταμιεύτηκαν μόλις 5 εκ. ευρώ!
⦁ Η μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση του προγράμματος, έβγαλε εκτός οικονομικού προγραμματισμού μεγάλο αριθμό υποψήφιων επενδυτών. Όταν το πρόγραμμα προβλήθηκε και διαφημίστηκε στην αρχή του, δηλαδή την περίοδο 2007-2008, πριν δηλαδή την οικονομική κρίση, η οικονομική κατάσταση του κάθε αγρότη ήταν εντελώς διαφορετική από την περίοδο 2013-2015, περίοδο κρίσης. Ένας σημαντικός αριθμός αναγκάστηκε να ματαιώσει την επένδυσή του, παρόλο που είχε πάρει έγκριση επιδότησης. Ένας άλλος αριθμός προσπάθησε να υλοποιήσει, χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια, ψάχνοντας χρηματοδότηση από την αγορά, κάτι που δεν ήταν εύκολο αλλά ούτε προβλεπόταν από το νομοθετικό πλαίσιο του προγράμματος.
3. Μήπως η διογκούμενη παλαιότητα του στόλου των γεωργικών ελκυστήρων εγκυμονεί κινδύνους στο πεδίο της ασφάλειας;
Με βάση τα στοιχεία του ΣΕΑΜ αλλά και σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ προ 5ετίας, τα γεωργικά μηχανήματα στην Ελλάδα, ελκυστήρες και παρελκόμενα, υστερούν τόσο σε αριθμό, όσο, κυρίως, σε παλαιότητα και κατ΄ επέκταση σε τεχνολογικό επίπεδο, συγκριτικά με ανταγωνιστικές χώρες, όπως είναι η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και άλλες. Ενδεικτικά, η μέση ηλικία ενός ελκυστήρα στην Ελλάδα είναι τα 25 έτη όταν στις άλλες χώρες δεν υπερβαίνουν τα 15 έτη. Ένα π.χ παλαιάς τεχνολογίας τρακτέρ δεν έχει μόνο υψηλό κόστος χρήσης και συντήρησης, αλλά δημιουργεί επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Η κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη και από την παντελή έλλειψη των ελεγκτικών διαδικασιών για την καταλληλόλητα ενός μηχανήματος.
Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί και σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας ότι μόνο τα τελευταία 5 χρόνια περισσότερα από 200 σοβαρά ατυχήματα έχουν δηλωθεί με τη συμμετοχή αγροτικών μηχανημάτων, εκ των οποίων περισσότερα από 100 είναι θανατηφόρα. Είναι επομένως αναγκαίος ο περιοδικός τεχνικός έλεγχος (ΚΤΕΟ) όλων αυτών για να εξασφαλιστεί η ασφαλής χρήση και κυκλοφορία τους, όπως άλλωστε ισχύει σε όλα τα Κράτη- Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο παρελθόν ο Σύνδεσμος έχει υποβάλλει προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση χωρίς όμως να τύχουν της προσοχής της Πολιτικής ηγεσίας.
4. Η εκμηχάνιση της ελληνικής γεωργίας έχει τραβήξει «χειρόφρενο»; Μήπως η παλαιότητα εγκυμονεί κινδύνους και για το περιβάλλον, καθώς οι εκπεμπόμενοι ρύποι είναι πολύ πάνω από τα σχετικά όρια;
Όπως γίνεται αντιληπτό, η τωρινή κατάσταση έχει άμεση επίπτωση στην εκμηχάνιση της Γεωργίας. Αντί να μειώνεται η απόσταση από το ευρωπαϊκό μέσο επίπεδο εκμηχάνισης, αυξάνεται. Αν δεν υπάρξουν κίνητρα, αν δεν «τρέξει» ένα ρεαλιστικό και ευέλικτο πρόγραμμα απόσυρσης-αντικατάστασης γερασμένων μηχανημάτων, δεν θα δούμε αναστροφή του δείκτη εκμηχάνισης προς το βέλτιστο.
Η συνεχής επιδείνωση του δείκτη παλαιότητας ενός γεωργικού μηχανήματος εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια των χειριστών όπως προανέφερα, αλλά εννοείται επίσης πως επιβαρύνει το περιβάλλον και κατ’ επέκταση τη δημόσια υγεία.