Η κατανάλωση ενέργειας κατ’ άτομο θα εξαπλασιαστεί μέχρι το έτος 2050 διεθνώς και η περαιτέρω άνοδος της θερμοκρασίας, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, θα προκύψει νωρίτερα σε σχέση με ό,τι πιστεύουμε μέχρι σήμερα.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μία νέα έρευνα, την οποία εκπόνησαν επιστήμονες από τα πανεπιστήμια της Αυστραλίας Queensland και Griffith.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα υπολογιστικό μοντέλο, το οποίο προβλέπει πως οι μέσες θερμοκρασίες παγκοσμίως θα αυξηθούν μέχρι το έτος 2020 κατά 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα επίπεδα που ήταν πριν την βιομηχανική επανάσταση.
Αυτή η εκτίμηση, που λαμβάνει υπόψη της την εξέλιξη της οικονομίας, την διεύρυνση του πληθυσμού και την ενεργειακή κατανάλωση κατ΄ άτομο, οδηγεί σε αύξηση κατά 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το έτος 2030.
Τα παραπάνω νούμερα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εάν συγκριθούν με τα όσα αποφάσισε η πρόσφατα σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα (που έγινε στο Παρίσι), όπου καθορίστηκε πως μία αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου είναι το όριο, ιδιαίτερα για την προστασία των ευάλωτων παράκτιων κρατών, ενώ οι 2 βαθμοί Κελσίου αποτελούν το απόλυτο όριο που δεν πρέπει να υπάρξει υπέρβαση του.
Η εργασία των ερευνητών από τα συγκεκριμένα πανεπιστήμια της Αυστραλίας βασίζεται στο πρώτο μοντέλο, που λαμβάνει υπόψη του την ατομική ενεργειακή κατανάλωση, η οποία έχει ήδη διπλασιαστεί από το έτος 1950, από κοινού με την πληθυσμιακή αύξηση και την οικονομική ανάπτυξη, έτσι ώστε να προβλεφθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και οι επακόλουθες άνοδοι στην θερμοκρασία.
Ο εξαπλασιασμός της ατομικής κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το έτος 2050, που θα έχει οδυνηρές επιπτώσεις στην άνοδο της θερμοκρασίας, συνδυάζεται με μέσο ρυθμό ανάπτυξης διεθνώς (για τα επόμενα 60 χρόνια) 3,9% ετησίως και πληθυσμό 9 δις άτομα.
Όπως μάλιστα επισημαίνουν οι ερευνητές, οι τεράστιες αυξήσεις στην ενεργειακή κατανάλωση θα είναι αναπόφευκτες, προκειμένου να αρχίσει να μειώνεται η φτώχεια σχεδόν του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος ζει με λιγότερα από 2,5 δολάρια ημερησίως.
Η λύση δεν είναι βέβαια να απομείνουν τεράστια τμήματα του πληθυσμού σε συνθήκες φτώχειας, αλλά να υπάρξει σταδιακή μετάβαση του ενεργειακού μοντέλου από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.