Πρόσφατες ξηρασίες που έπληξαν τρεις διαφορετικές περιοχές της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών είχαν προκαλέσει ανησυχία, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη σύνδεση αυτών των γεγονότων με την κλιματική αλλαγή. Από το 1980 έως το 2009 στη δυτική Μεσόγειο, από το 1984 έως το 2002 στην Ελλάδα και από το 1998 έως το 2012 στην περιοχή της Λεβαντίνης, η ξηρασία άφησε τα ίχνη της σε οικοσυστήματα και ανθρώπινες δραστηριότητες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις για τη θέρμανση του πλανήτη, η Μεσόγειος αποτελεί μια περιοχή της Γης που αναμένεται να πληγεί από την κλιματική αλλαγή, οδηγώντας σε πιο συχνά και έντονα γεγονότα ξηρασίας. Η περιοχή όμως της Μεσογείου βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής; Αυτές οι πρόσφατες και έντονες ξηρασίες αποτελούν πράγματι τα πρώτα σημάδια των επιπτώσεων της θέρμανσης του πλανήτη;
«Η πρόσφατη ξηρασία στην περιοχή της Λεβαντίνης είναι πράγματι η χειρότερη των τελευταίων 900 ετών και φαίνεται να συνάδει με τις προβλέψεις της κλιματικής αλλαγής», λέει στην εφημερίδα Καθημερινή ο Μπεν Κουκ, επικεφαλής πρόσφατης έρευνας από το Ινστιτούτο Διαστημικών Μελετών Γκόνταρντ της NASA και του Γεωπαρατηρητηρίου Λάμοντ Ντόχερτι του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Στην έρευνα αυτή, η οποία δημοσιεύτηκε στις αρχές Μαρτίου στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Geophysical Research-Atmospheres της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ενωσης, οι ερευνητές μελέτησαν τις φυσικές διακυμάνσεις του κλίματος στη Μεσόγειο τα τελευταία 900 έτη, ώστε να διαπιστώσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κλιματικό σύστημα της περιοχής και να εξάγουν συμπεράσματα σχετικά με το εάν οι παρούσες ή μελλοντικές ξηρασίες αποτελούν φυσικές διακυμάνσεις ή επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή.
Συγκεκριμένα, η ξηρασία του 1998-2012 στην περιοχή της Λεβαντίνης -μια περιοχή που περιλαμβάνει την Κύπρο, το Ισραήλ, την Ιορδανία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη, τη Συρία και την Τουρκία- φάνηκε από την έρευνα ότι ήταν κατά 50% ξηρότερη από την πιο ξηρή περίοδο των τελευταίων 500 ετών και κατά 10-20% ξηρότερη από την πιο ξηρή περίοδο των τελευταίων 900 ετών.
Για να μελετήσουν την ξηρασία της Μεσογείου κατά το παρελθόν οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα δακτυλίων δέντρων από τον «Ατλαντα Ξηρασίας Παλαιού Κόσμου», ένα αρχείο που παρέχει ετήσια στοιχεία αναφορικά με τις συνθήκες ξηρασίας κατά μήκος της Μεσογείου και της Ευρώπης, για τα τελευταία 1.000 έτη. «Οταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες άμεσες μετρήσεις, η μέθοδος αυτή μας επιτρέπει να κοιτάξουμε πίσω στον χρόνο», λέει ο κλιματολόγος δρ Κουκ, εξηγώντας ότι ειδικά στη Μεσόγειο τα συμπεράσματα από τους δακτυλίους δέντρων είναι αρκετά ξεκάθαρα. «Κατά τη διάρκεια υγρών ετών τα δέντρα αναπτύσσονται επαρκώς, με αποτέλεσμα να προσθέτουν στον κορμό τους έναν παχύ δακτύλιο. Αντίθετα, στη διάρκεια ξηρών ετών “φορούν” έναν στενό δακτύλιο», εξηγεί ο δρ Κουκ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι επιστήμονες καταφέρνουν να ανακατασκευάσουν τη φυσική διακύμανση της ξηρασίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας χιλιετίας.
Η κατανόηση, επίσης, ότι η κλιματική αλλαγή δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο πριν από τα τελευταία 50 έτη, και «κοιτάζοντας τα δεδομένα από το 1100 μ.Χ. έως τη δεκαετία του 1950 γνωρίζουμε ότι η διακύμανση που βλέπουμε είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου φυσική», αναφέρει ο δρ Κουκ. Συγκρίνοντας αυτή τη φυσική διακύμανση του κλίματος με τα σημερινά μοτίβα εμφάνισης της ξηρασίας, οι ερευνητές διαπίστωσαν, ότι τα σημερινά γεγονότα ξηρασίας στην περιοχή της Λεβαντίνης δεν θα εμφανίζονταν με την ίδια ένταση χωρίς την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής.
Ελλάδα και Δ. Μεσόγειος
Αντίθετα στις περιοχές της Δυτικής Μεσογείου και της Ελλάδας, οι οποίες μελετήθηκαν, επίσης, από τους ερευνητές της NASA και του Πανεπιστημίου Κολούμπια, τα έντονα γεγονότα ξηρασίας των τριών τελευταίων δεκαετιών δεν φαίνεται να φέρουν την υπογραφή της κλιματικής αλλαγής. «Παρότι και οι δύο αυτές περιοχές έζησαν πρόσφατα έντονες ξηρασίες, από την ανάλυσή μας αυτά τα γεγονότα δεν ήταν σημαντικά χειρότερα από τις φυσικές ξηρασίες που είχαν συμβεί στο παρελθόν», σημειώνει ο δρ Κουκ. «Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η κλιματική αλλαγή δεν παίζει κάποιο ρόλο, αλλά η ανάλυση προτείνει ότι η επίδραση δεν είναι ακόμα τόσο ισχυρή που να οδηγεί αυτές τις περιοχές εκτός του εύρους της φυσικής διακύμανσης της ξηρασίας», προσθέτει.
Μια εναλλακτική εξήγηση είναι ότι η φυσική διακύμανση αυτών των περιοχών είναι μεγαλύτερη, από αυτή στην περιοχή της Λεβαντίνης, και έτσι είναι πιο δύσκολο να διακρίνει κανείς την υπογραφή της κλιματικής αλλαγής. «Τις επόμενες δεκαετίες όμως, η Ελλάδα, όπως και η υπόλοιπη Μεσόγειος, αναμένουμε να γίνει ξηρότερη», υποστηρίζει ο δρ Κουκ.
«Είναι πιθανό να οδηγηθούμε σε εντονότερες ξηρασίες, όμως ως επιστήμονες αυτή τη στιγμή έχουμε μόνο ενδείξεις και όχι αποδείξεις», λέει ο Χρίστος Καραβίτης, μηχανικός διαχείρισης υδατικών πόρων και καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος εδώ και 30 έτη μελετά τις ξηρασίες στη Μεσόγειο. «Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να μας εφησυχάσει. Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για οποιοδήποτε ενδεχόμενο, και ειδικά στην Ελλάδα, πρέπει ούτως ή άλλως να λάβουμε μέτρα για τη διαχείριση του νερού», προσθέτει ο δρ Καραβίτης.
ΝΑΟ, ο μεγαλύτερος φυσικός ρυθμιστής
Ο μεγαλύτερος φυσικός ρυθμιστής του κλίματος της Μεσογείου είναι η Κύμανση του Βόρειου Ατλαντικού, ένα φαινόμενο γνωστό στην επιστημονική κοινότητα ως ΝΑΟ (North Atlantic Oscillation), το οποίο δημιουργείται από την ένταση στη διαφορά της ατμοσφαιρικής πίεσης μεταξύ των υψηλών πιέσεων στην περιοχή των Αζορών-Βερμούδων και τις χαμηλές πιέσεις στην περιοχή της Ισλανδίας.
Όταν το ΝΑΟ είναι σε αρνητική φάση, οι δύο πιέσεις είναι ασθενείς, οπότε η μεταξύ τους διαφορά είναι μικρότερη. Το φαινόμενο αυτό επιτρέπει σε περισσότερες καταιγίδες να εισέλθουν στη Μεσόγειο, δημιουργώντας υγρές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή. Αντίθετα, όταν το ΝΑΟ είναι σε θετική φάση, οι διαφορές είναι μεγαλύτερες, μετατοπίζοντας τις βροχοπτώσεις ή τις χιονοπτώσεις προς τη βόρεια Ευρώπη, αφήνοντας ξηρή την περιοχή της Μεσογείου. «Με μια καθυστέρηση δύο περίπου μηνών το ΝΑΟ επηρεάζει τα φαινόμενα ξηρασίας στην Ελλάδα», αναφέρει ο δρ Καραβίτης, επίσης επικεφαλής μιας πρόσφατης έρευνας που διερεύνησε τη συσχέτιση του ΝΑΟ με τις συνθήκες ξηρασίας στην Ελλάδα.
Οταν όμως η κλιματική αλλαγή «μπαίνει στο παιχνίδι», τα φυσικά αυτά φαινόμενα διαταράσσονται. Σύμφωνα με τους Αμερικανούς ερευνητές, η μέχρι σήμερα επιστημονική έρευνα είναι δύσκολο να προβλέψει εάν οι τάσεις που προκαλεί το ΝΑΟ θα αλλάξουν με την επίδραση της κλιματικής αλλαγής. «Ομως, ανεξάρτητα από τη δράση του ΝΑΟ, η κλιματική αλλαγή από μόνη της αναμένουμε μελλοντικά να προκαλέσει επιπτώσεις με δύο διαφορετικούς τρόπους, οδηγώντας σε εντονότερη λειψυδρία στην περιοχή της Λεβαντίνης», λέει ο δρ Κουκ.
Ο πρώτος τρόπος που θα δράσει, αφορά την ελάττωση των βροχοπτώσεων και των χιονοπτώσεων στην περιοχή, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί ακόμα μεγαλύτερη μείωση στα αποθέματα υγρασίας. Επιπρόσθετα, κλιματική αλλαγή σημαίνει υψηλότερες θερμοκρασίες. «Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη επιφανειακή εξάτμιση, που οδηγεί σε ξηρασία του εδάφους, χαμηλή απορροή και ελαττωμένη ροή των πηγών», προσθέτει ο δρ Κουκ.
«Ομως πρέπει να κρατάμε κατά νου ότι οι περιοχές αυτές είναι εκ των πραγμάτων ξηρές. Οι βροχοπτώσεις είναι αραιές και οι τοπικές πηγές ήδη δεν επαρκούν για τη συντήρηση του πληθυσμού. Δηλαδή οι συνθήκες είναι ήδη οριακές», τονίζει ο δρ. Καραβίτης.
Τα ελληνικά «αποθέματα»
Στην Ελλάδα αντίθετα δεν επικρατούν οι ίδιες οριακές συνθήκες λειψυδρίας, συνεχίζει ο ίδιος. «Από τα 60 περίπου δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού που είναι το κατά μέσο όρο ετήσιο δυναμικό της Ελλάδας, καταναλώνουμε μόνο το 10%», εξηγεί. Στην Ελλάδα το 85% των διαθέσιμων υδατικών πόρων είναι επιφανειακοί, δηλαδή νερά που προκύπτουν από την απορροή της βροχής, και μόνο το 15% προέρχεται από υπόγεια νερά, δηλαδή νερά που αποταμιεύονται σε έναν υπόγειο υδροφορέα.
«Στη χώρα μας όμως αντί να αναπτύξουμε την εκμετάλλευση των πολλών επιφανειακών μας νερών με έργα, όπως φράγματα και αφαλατώσεις, εκμεταλλευόμαστε ληστρικά τους περιορισμένους υπόγειους πόρους μας», προειδοποιεί ο δρ Καραβίτης. Η ανάπτυξη των επιφανειακών υδάτων στην Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει προστατευτικά απέναντι στον κίνδυνο της ξηρασίας.
Έχει σχέση με τον εμφύλιο στη Συρία;
«Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το εάν η ξηρασία συνέτεινε στην αναταραχή και τον εμφύλιο στη Συρία, και γενικότερα εάν οι ξηρασίες μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες συγκρούσεις», λέει ο δρ Κουκ. O στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών έχει περιγράψει την κλιματική αλλαγή ως «πολλαπλασιαστή απειλών», που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αστάθεια σε σημεία του κόσμου.
«Η μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών στα αστικά κέντρα, η δημιουργία συνθηκών ασφυξίας στις πόλεις -όπως η ανεργία ή η μη πρόσβαση σε πόσιμο νερό- υπάρχει η άποψη ότι ευνόησαν την επώαση της κρίσης στη Συρία» αναφέρει η Δήμητρα Μάνου, από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, με ειδικότητα στο Διεθνές Δίκαιο Περιβάλλοντος και το Δίκαιο της Ανάπτυξης. Από την άλλη, επιστήμονες, όπως ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Ζυρίχη, Τομάς Μπερνάουερ, ισχυρίζονται ότι οι αποδείξεις σχετικά με το ότι η ξηρασία συνέβαλε στο ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία είναι υποθετικές και δεν υποστηρίζονται από ισχυρές επιστημονικές αποδείξεις - το είχε δηλώσει πρόσφατα στους New York Times.
«Παράλληλα, η εντατικοποίηση της γεωργίας, οδήγησε στη χρήση του λιγοστού εναπομείναντος νερού για την άρδευση περιοχών που ήταν ήδη πολύ ξηρές», σημειώνει ο δρ Κουκ. Ακόμα και χωρίς την κλιματική αλλαγή, εξαιτίας του υπάρχοντος μεγάλου πληθυσμού της περιοχής και της μεγάλης ανάγκης για νερό, εάν μια ξηρασία ίδιας έντασης συνέβαινε πριν από 50 χρόνια δεν θα είχε τις ίδιες μεγάλες επιπτώσεις που έχει στη σημερινή περίοδο.
«Είναι λάθος να ισχυριστεί κανείς ότι η ξηρασία προκάλεσε τον εμφύλιο στη Συρία. Ομως επιπρόσθετα σε όλα τα άλλα προβλήματα, όπως οι αναποτελεσματικές κυβερνήσεις και η κοινωνική δυσαρέσκεια, η ξηρασία ήταν μια ακόμα πίεση σε μια ήδη ευάλωτη κατάσταση, η οποία μπορεί να βοήθησε στο να φτάσουν τα πράγματα σε αυτό το κρίσιμο σημείο», λέει χαρακτηριστικά ο δρ Κουκ.
Οι ξηρασίες, σύμφωνα με τους Αμερικανούς ερευνητές, μόνο πιο έντονες θα γίνονται στο μέλλον, υπό την απειλή της κλιματικής αλλαγής. «Ακόμη και εάν σταθεροποιηθεί η πολιτική κατάσταση στη Συρία, πολλοί υποστηρίζουν ότι, δεν θα σταματήσει η μεταναστευτική ροή, καθώς η χώρα πρόκειται και στο μέλλον να αντιμετωπίσει παρόμοιες ξηρασίες», προσθέτει η κ. Μάνου.
Ο «κλιματικός πρόσφυγας»
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει ακόμα κάποιο νομικά δεσμευτικό διεθνές κείμενο, το οποίο να ορίζει και να περιγράφει το καθεστώς του κλιματικού πρόσφυγα. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τον ορισμό του κλιματικού πρόσφυγα είναι πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομονωθεί η κλιματική αλλαγή ως μοναδικό αίτιο μετακίνησης των πληθυσμών αυτών», υποστηρίζει η κ. Μάνου, η οποία εξηγεί ότι συνήθως συντρέχουν και άλλοι λόγοι, όπως οικονομικοί ή παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αλλά ούτε και στην παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα που έγινε στο Παρίσι στο τέλος του έτους 2015, δεν υπήρξε κάποια εξέλιξη στο θέμα της μετακίνησης πληθυσμών λόγω κλιματικών μεταβολών. «Αποφεύχθηκε επιμελώς η χρήση λέξεων, όπως μετανάστευση ή πρόσφυγας», σημειώνει η κ. Μάνου.