Οι παγκόσμιες εκπομπές υδραργύρου από ανθρωπογενείς πηγές μειώθηκαν κατά 30% μεταξύ 1990 και 2010, σύμφωνα με νέα μελέτη διεθνούς επιστημονικής ομάδας.
Οι ερευνητές από το Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο του Πεκίνο, την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία, το Ινστιτούτο Χημείας Μαξ Πλανκ και το Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα της μελέτης τους αμφισβητούν παγιωμένες παραδοχές σχετικά με τις τάσεις των εκπομπών υδραργύρου.
Ο υδράργυρος είναι ένα μεταλλικό στοιχείο που εγκυμονεί κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία, τόσο για την άγρια ζωή όσο και για τους ανθρώπους, όταν μετατρέπεται σε μεθυλυδράργυρο στα οικοσυστήματα. Ο υδράργυρος μπορεί να μετατραπεί σε αέριες εκπομπές κατά τη διάρκεια διαφόρων βιομηχανικών δραστηριοτήτων, καθώς και φυσικών διαδικασιών όπως εκρήξεις ηφαιστείων.
«Για χρόνια, οι ερευνητές δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν την αναντιστοιχία μεταξύ μείωσης της περιεκτικότητας του αέρα και αύξησης των εκτιμωμένων εκπομπών», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Γιαντσού Ζανγκ, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Χάρβαρντ.
«Η δουλειά μας αποτελεί την πρώτη λεπτομερή ανάλυση για την εξήγηση της πτωτικής τάσης του ατμοσφαιρικού υδραργύρου», πρόσθεσε.
Η παρατηρούμενη μείωση του υδραργύρου στην ατμόσφαιρα ήταν πιο έντονη πάνω από τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, όπου διάφοροι παράγοντες έχουν συμβάλει στη μείωση της συγκέντρωσης.
Συγκεκριμένα, ο υδράργυρος έχει καταργηθεί σταδιακά από πολλά εμπορικά προϊόντα, οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής αφαιρούν τον υδράργυρο που προκύπτει από τον άνθρακα που καίγεται, ενώ πολλές μονάδες παραγωγής ενέργειας έχουν μεταβεί στο φυσικό αέριο και έχουν σταματήσει την καύση άνθρακα εξ ολοκλήρου, οδηγώντας στην περαιτέρω μείωση των εκπομπών υδραργύρου.
Τέλος, την ίδια στιγμή, οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της όξινης βροχής οδήγησαν σε ελέγχους σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για τη μείωση των εκπομπών υποξειδίου του αζώτου και διοξειδίου του θείου. Αυτό οδήγησε έμμεσα επίσης στη μείωση των εκπομπών υδραργύρου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκπομπές υδραργύρου στην Ασία αυξήθηκαν μεταξύ 1990 και 2010, αλλά οι μειώσεις στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ήταν αρκετές για να αντισταθμίσουν τις ασιατικές αυξήσεις και να μειώσουν τις εκπομπές σε παγκόσμιο επίπεδο.