του Νίκου Αβουκάτου
Τα τελευταία 10 χρόνια η παγκόσμια κατανάλωση pellet παρουσιάζει ετήσια αύξηση άνω του 20%. Αυτό είναι αποτέλεσμα της οικονομίας, της τάσης για απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, καθώς και της αφύπνισης της οικολογικής συνείδησης στη σύγχρονη κοινωνία.
Η αγριαγκινάρα θα μπορούσε να συμβάλει:
- στην ενεργειακή αυτονομία των νοικοκυριών της υπαίθρου
- να βγάλει τους γεωργούς από το αδιέξοδο των επιδοτήσεων και
- να δώσει μια φθηνή και καθαρή ενεργειακή λύση, αντικαθιστώντας το πετρέλαιο σε σπίτια και βιομηχανίες
Με γνώμονα το αρχαίο ρητό «Η ισχύς εν τη ενώσει», τέσσερις φίλοι από την Πιερία απαντούν στην οικονομική κρίση με... καινοτομία. Ο Βασίλης Δήμου, Χημικός Μηχανικός, ο Σταύρος Αποστόλου, Αρχιτέκτων μηχανικός με μεταπτυχιακό στα βιοκαύσιμα και στη βιοκλιματική αρχιτεκτονική, ο Ανδρέας Τσιόκας, Αρχιτέκτων μηχανικός και η Άντυ Μηλιώτη, Φυσικός -Περιβαλλοντολόγος, «κρύβονται» πίσω από μια καινοτόμα επιχείρηση, την Olympus Pellet, συνδυάζοντας την αγάπη τους για το περιβάλλον και τις επιστήμες, με την ανάγκη της επαγγελματικής τους αποκατάστασης.
Πρόκειται για μια εταιρεία εξειδικευμένη στο χώρο παραγωγής βιοκαυσίμων-pellet με πηγή τη βιομάζα, με στόχους:
- την ικανοποίηση των τοπικών αναγκών
- την προστασία του περιβάλλοντος
- την ορθή και ηθική χρήση της βιομάζας ως ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Η εταιρεία, με έδρα την Κατερίνη, προμηθεύεται ή συλλέγει ποιοτικές πρώτες ύλες από την ανανεώσιμη και διαθέσιμη ύλη των γύρω περιοχών.
Ως πρώτη ύλη για την παραγωγή του pellet χρησιμοποιεί υπολείμματα αγροτικών καλλιεργειών που χαρακτηρίζουν την περιοχή της Πιερίας (όπως για παράδειγμα κλαδέματα ελιάς), ενώ εισάγει πιλοτικά την καλλιέργεια ενεργειακών φυτών, δηλαδή ειδικές ποικιλίες αγριαγκινάρας σε συνεργασία με τοπικούς παραγωγούς.
«Η εταιρεία μας αξιοποιεί τον πλούτο της βιομάζας που παράγεται στην περιοχή μας και αλλιώς θα πετιόταν ή θα σάπιζε σε χωράφια και σε σκουπιδότοπους . Αντίθετα μέσα από την μεταποίηση αυτός ο πλούτος ενέργειας αξιοποιείται και μετατρέπεται σε καθαρή ενέργεια που μπορεί να καλύψει μεγάλο φάσμα ενεργειακών αναγκών υψηλών απαιτήσεων. Έτσι αποκτούν και οι ιδιώτες που παράγουν αυτή τη βιομάζα ένα εισόδημα, είτε την παράγουν όπως την αγριαγκινάρα είτε είναι παραπροϊόν της εργασίας τους», τόνισε στη Greenagenda.gr ένας εκ των ιδρυτών της εταιρείας, ο Βασίλης Δήμου.
Με τη χρήση του πέλλετ επιτυγχάνεται εξοικονόμηση στην οικιακή θέρμανση της τάξης του 50%-60%. Εκτός από την οικιακή ζήτηση, διαρκώς αυξανόμενη είναι και η ζήτηση από τον βιομηχανικό τομέα και τα θερμοκήπια, καθώς το χαμηλό κόστος του pellet σε συνδυασμό με το μηδενικό του ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έχει εκτινάξει την ζήτηση σε υψηλότατα σημεία.
Τα «μυστικά» της αγριαγκινάρας
Οι καλλιέργειες αγριαγκινάρας χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μικροσυμπυκνωμάτων (πέλλετ/ pellet) ξηρής βιομάζας υψηλής θερμογόνου δύναμης.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της είναι ότι:
1) Η καλλιέργεια της αγριαγκινάρας είναι σταθερά προσδιορισμένη χωροταξικά.
2) Έχει μικρό κόστος παραγωγής.
3) Είναι πολυετής.
Η αγριαγκινάρα σπέρνεται μια φορά. Καθώς έχει μαζευτεί σε μπάλες μεταφέρεται στη μονάδα μας περνάει από σπαστήρες, μετατρέπεται σε «πούδρα», η οποία στη συνέχεια συμπιέζεται, και έτσι παράγονται τα pellet. Τα μικρά αυτά εύκαμπτα κυλινδρικά τεμάχια που θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη καύσης συσκευάζονται, μεταφέρονται και αποθηκεύονται εύκολα.
Όπως ανέφερε ο κ. Δήμου, «προωθούμε την ελεύθερη και ανοιχτή παραγωγή βιοκαυσίμων με οποιονδήποτε διαθέτει τη δική του πρώτη ύλη. Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζουν την αγριαγκινάρα «πετρέλαιο της Ελλάδας», αφού θα μπορούσε να αποτελέσει τη μελλοντική ελληνική απάντηση στην παγκόσμια αγορά των βιοκαυσίμων. Μπορεί να υπερκαλύψει τις ενεργειακές ανάγκες μιας ολόκληρης οικογένειας και παράλληλα να εξασφαλίσει ένα συμπληρωματικό εισόδημα».
Παράλληλα, δεν παρέλειψε να σταθεί στα εμπόδια που καλείται να ξεπεράσει κάποιος νέος στην προσπάθειά του να ενασχοληθεί με την επιχειρηματικότητα, την έλλειψη ρευστότητας και τη δυσκολία δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα.
Στη δική μας περίπτωση, κατέληξε ο κ. Δήμου, το πρόβλημα της χρηματοδότησης αντιμετωπίστηκε μέσω του προγράμματος «Νέα Καινοτομική Επιχειρηματικότητα» του ΕΣΠΑ, με τη συνδρομή του Επιμελητηρίου Πιερίας και του ΚΕΠΑ-ΑΝΕΜ.