του Δημήτρη Διαμαντίδη
Brand-name, τυποποίηση και συσκευασία είναι τα τρία χαρακτηριστικά στοιχεία, που χρειάζεται να διαθέτουν σήμερα τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά, προκειμένου να βρουν τη θέση τους στα ράφια και στα ψυγεία των σούπερ-μάρκετ, εγχώριων και ξένων.
Όπως επισημαίνουν σχεδόν όλοι οι φορείς και παράγοντες της αγοράς, αυτές οι παράμετροι κρίνονται εκ των ουκ άνευ για επιτυχή εμπορική πορεία, σε συνδυασμό με την γνώση των συνθηκών της αγοράς και των σύγχρονων καταναλωτικών συνηθειών.
Έτσι θα επιτευχθεί η υψηλή προστιθέμενη αξία, που επιζητά να έχει το ποιοτικό ελληνικό φρούτο και λαχανικό, προκειμένου να αποφεύγονται τα φαινόμενα υποβάθμισης του όταν οι μεσίτες-έμποροι και οι κάθε λογής διακινητές τα αγοράζουν χύμα μέσα στο χωράφι.
«Κλειδί» η συνέπεια στις παραδόσεις φορτίων
Εκτός από την ύπαρξη ενός brand-name και της ανάγκης τυποποίησης-συσκευασίας, η προώθηση των ελληνικών φρούτων και λαχανικών κυρίως στις ξένες λιανεμπορικές αλυσίδες, αλλά και στις εγχώριες, απαιτεί έγκαιρη αποστολή φορτίων με τις προσυμφωνημένες ποιοτικές προδιαγραφές. Ακόμη, προϋπόθεση για την πώληση από τα σούπερ-μάρκετ και όχι μόνο είναι τα φρούτα και τα λαχανικά να είναι πιστοποιημένα και απαλλαγμένα από υπολείμματα φυτοφαρμάκων.
Την ίδια στιγμή, η ανάδειξη των ποιοτικών προτερημάτων των ελληνικών φρούτων και λαχανικών χρειάζεται και διαφήμιση, ιδιαίτερα μέσα στις αλυσίδες σούπερ-μάρκετ.
Αρκετές φορές ξένοι καταναλωτές δεν ξέρουν καν που βρίσκεται η χώρα μας, πολλώ δε μάλλον προϊόντα με συγκεκριμένα τοπωνύμια. Έτσι, είναι αδήριτη η ανάγκη να ενισχυθεί το brand name της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Αυξάνεται το μερίδιο αγοράς των σούπερ-μάρκετ
Τα τελευταία χρόνια το μερίδιο των σούπερ-μάρκετ αυξάνεται συνεχώς και η ζήτηση τυποποιημένων οπωροκηπευτικών διευρύνεται σταδιακά, γεγονός στο οποίο συμβάλλει η συνεχιζόμενη αστικοποίηση του πληθυσμού και οι νέες καταναλωτικές συνήθειες και αντιλήψεις περί ασφάλειας των τροφίμων.
Η διεύρυνση αυτή διαπιστώνεται από την άνοδο του μεριδίου των σούπερ-μάρκετ, αλλά και από την αύξηση της ποικιλίας των τυποποιημένων οπωροκηπευτικών που διαθέτουν τα κλασικά οπωροπωλεία.
Ο κλάδος των τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών έχει επιδείξει μάλιστα και αντοχές στην κρίση, καθώς τα φρούτα και τα λαχανικά δεν παύουν να αποτελούν βασικό συστατικό της καθημερινής διατροφής των νοικοκυριών.
Παράλληλα, η ανθεκτικότητα έχει σχέση σε μεγάλο βαθμό και με αλλαγές στις συνήθειες και στη συμπεριφορά των Ελλήνων καταναλωτών.
Επί της ουσίας, εάν παλαιότερα ο βασικός προμηθευτής φρούτων και λαχανικών των ελληνικών νοικοκυριών ήταν ο μανάβης της γειτονιάς και οι λαϊκές αγορές, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και ο περιορισμός του ελεύθερου χρόνου οδηγεί όλο και περισσότερους καταναλωτές στην αγορά των οπωροκηπευτικών από τα σούπερ-μάρκετ. Εκεί τα οπωροκηπευτικά διατίθενται συσκευασμένα, δηλαδή έχουν υποστεί μεγάλο βαθμό τυποποίησης, είτε χύμα, αλλά φέρουν σαφή διάκριση της προέλευσης και της ποιότητας, γεγονός που σύμφωνα με τη νομοθεσία τα καθιστά επίσης τυποποιημένα.
Την ίδια στιγμή, οι περισσότερες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ κατήργησαν τους μεσάζοντες στη διακίνηση και σε πολλές περιπτώσεις έχουν απευθείας συμβάσεις με τους παραγωγούς, γεγονός που τους επιτρέπει να διαθέτουν τα προϊόντα σε πιο ανταγωνιστικές τιμές.
Ο ρόλος του ισχυρού παίκτη που κατέχουν πλέον στην αγορά οπωροκηπευτικών τα σούπερ-μάρκετ έχει ως συνέπεια να είναι αυτά που σε μεγάλο βαθμό θέτουν τους όρους. Οι όροι αυτοί δεν αφορούν μόνο την επιλογή των προμηθευτών και τις τιμές, αλλά ακόμη και τα πρότυπα ασφάλειας και ποιότητας, τα οποία επιβάλλουν οι λιανεμπορικές αλυσίδες στους συνεργαζόμενους παραγωγούς.
Έντονη εξωστρέφεια
Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική του κλάδου των φρούτων και λαχανικών είναι δεδομένη, καθώς ακόμη και στη δυσκολότερη πενταετία της μεταπολιτευτικής περιόδου, δηλαδή μεταξύ 2009 και 2014 οι εξαγωγές των ελληνικών φρούτων αυξήθηκαν κατά 30% σε αξία και κατά 37% σε όγκο.
Τα οπωροκηπευτικά αντιπροσωπεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 3% των καλλιεργούμενων εκτάσεων και το 17% της αξίας της αγροτικής παραγωγής (από αυτό το 10% είναι τα λαχανικά και το 7% τα φρούτα). Στην Ελλάδα ωστόσο μόλις το 11% της παραγωγής των οπωροκηπευτικών περνά μέσα από αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών (στοιχεία 2013).