Λόγω του ρυπαντικού φορτίου από τα κτηνοτροφικά απόβλητα, αρκετές περιοχές της δυτικής Θεσσαλονίκης είναι επιβαρυμένες και περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες.
«Είναι απαράδεκτο να μην αξιοποιείται ένα τέτοιο πλούσιο ενεργειακό δυναμικό», επισήμανε στη Greenagenda.gr o υπεύθυνος έργων βιοαερίου του τμήματος Βιομάζας του ΚΑΠΕ Χρήστος Ζαφείρης, διαβάζοντας το αποκαλυπτικό άρθρο που δημοσιεύσαμε πριν λίγες ημέρες για την απόθεση μεγάλων ποσοτήτων κοπριάς σε κοντινή απόσταση από τον Γαλλικό ποταμό.
«Με συντηρητικές εκτιμήσεις έχει υπολογιστεί ότι υπάρχουν 1.200.000 τόνοι/χρόνο κτηνοτροφικά απόβλητα κυρίως από βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις και 100.000 τόνοι/χρόνο απόβλητα αγροτοβιομηχανικών δραστηριοτήτων (τυροκομεία, σφαγεία) 2ης και 3ης κατηγορίας που προέρχονται από 1.100 εκμεταλλεύσεις του πρωτογενή τομέα που υπάρχουν στην ΠΕ Θεσσαλονίκης, με συνολική ισχύ καυσίμου 23MW», ανέφερε ο κ. Ζαφείρης.
Ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Δ. Θεσσαλονίκης, και κυρίως σε Πεντάλοφο, Αγ. Αθάνασιο, Χαλάστρα, Καλοχώρι, Κύμινα και Άδενδρο, υπάρχουν 368 βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις με δυναμικότητα 27.100 βοοειδών, τα οποία παράγουν 488.000 τόνους κοπριάς ετησίως, με ισχύ καυσίμου που εκτιμάται σε 8,3MW.
Όπως τονίζει ο ίδιος, «χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της Αναερόβιας Χώνευσης (ΑΧ), από 7.000 βοοειδή που παράγουν περίπου 120.000 τόνους κοπριάς ετησίως, μπορεί να τροφοδοτηθεί μονάδα παραγωγής βιοαερίου ισχύος 1MWe».
Η κεντρική μονάδα συνδυασμένης χώνευσης στην ΠΕ Θεσσαλονίκης θα αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης κτηνοτροφικών και οργανικών αποβλήτων με παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας από ανανεώσιμη πηγή ενέργειας (βιοαέριο) και με σημαντικά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη όπως:
- Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 8.100 ΜWh/έτος από ΑΠΕ, ικανή να τροφοδοτήσει 2.000 κατοικίες με πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.
- Παραγωγή στερεού λιπάσματος 13.000 τόνων ετησίως (αν συγκριθεί με την τιμή αγοράς του χημικού λιπάσματος ).
Σύμφωνα με τη «Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Ε.Π Μακεδονίας – Θράκης 2007-2013 τα κυριότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που καταγράφονται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αφορούν στη ρύπανση των υδάτινων αποδεκτών (θάλασσας, ποταμών, λιμνών, υδροφόρου ορίζοντα) και την αστική ρύπανση.
Τα προβλήματα αυτά οφείλονται κυρίως στην αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, στην Κτηνοτροφία και στην εντατική οικιστική- τουριστική ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών και στην οικιστική επέκταση στις περιαστικές και παράκτιες περιοχές της Περιφέρειας
Σύμφωνα με το ΤΕΕ/ΤΚΜ, το Υδατικό Διαμέρισμα Κεντρικής Μακεδονίας έρχεται πρώτο στην Ελλάδα, και με διαφορά από το δεύτερο, όσον αφορά την παραγωγή βιοχημικά απαιτούμενου οξυγόνου (BOD) και ολικών αιωρούμενων στερεών (TSS).
Συγκεκριμένα, στο Υ.Δ. παράγονται 62.462 τόνοι/έτος BOD και 81.531 τόνοι/έτος TSS. Σχετικά με την παραγωγή ολικού φωσφόρου (Ρ) και ολικού αζώτου (Ν), έρχεται δεύτερο μετά τα υδατικά διαμερίσματα Θεσσαλίας και Αττικής αντίστοιχα. Για την ακρίβεια παράγει 27.595 τόνους/έτος Ρ και 2.970 τόνους/έτος Ν. Η εσταβλισμένη κτηνοτροφία αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα ρύπανσης, καθώς από αυτή προέρχεται το 62% του BODs και το 58% των TSS.
Σημαντικό παράγοντα ρύπανσης αποτελούν και τα αστικά λύματα, καθώς συμμετέχουν κατά 82% στην παραγωγή Ρ. Οι γεωργικές δραστηριότητες παράγουν το 15% του Ρ και το 71% του Ν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του Ρ και του Ν που παράγεται από τις γεωργικές δραστηριότητες προέρχεται από τις περιοχές εντατικών καλλιεργειών.
Από την άλλη, ο τομέας της βιομηχανίας παράγει το 13% του BOD και το 24% των TSS, με τη συμμετοχή του στις άλλες δύο κατηγορίες να είναι πολύ μικρή.