Άγνωστες οι συνέπειες της υπερθέρμανσης στους ωκεανούς

H υπερεκμετάλλευση, η διατροφική μόλυνση και οι επικίνδυνες ουσίες από τη βιομηχανική δραστηριότητα, απειλούν τα θαλάσσια οικοσυστήματα του πλανήτη.

Πόσα γνωρίζουμε όμως για τις συνέπειες των παραπάνω παραγόντων στα βάθη των ωκεανών;

Τα σχετικά δεδομένα είναι πολύ λίγα, καθώς η αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων έχει μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία χρόνια, δεν ισχύει όμως το ίδιο με τα βαθύτερα στρώματα των ωκεανών.

Το σίγουρο είναι ότι η κλιματική αλλαγή ανεβάζει τη θερμοκρασία των ωκεανών όλο και ταχύτερα και σε όλο και μεγαλύτερα βάθη.

Αυτό μεν μετριάζει την αύξηση της θερμοκρασίας στην ξηρά, απειλεί όμως με περαιτέρω αποσταθεροποίηση του κλιματικού συστήματος.

Οι εκτιμήσεις συνηγορούν πως το ήμισυ της απορρόφησης θερμότητας από τους ωκεανούς από το 1865 μέχρι σήμερα συσσωρεύτηκε από το 1997 και μετά.

Αυτό σημαίνει ότι από το 1997 ως σήμερα οι ωκεανοί απορρόφησαν την ίδια ποσότητα θερμότητας που είχαν απορροφήσει τα προηγούμενα 132 χρόνια.

Η ποσότητα αυτή φτάνει τον αστρονομικό αριθμό των 150 zettajoule, ενέργεια που ισοδυναμεί με μια πυρηνική έκρηξη σαν της Χιροσίμα κάθε δευτερόλεπτο για 75 συνεχόμενα έτη.

Και εάν τα μεγέθη αυτά δεν σας εντυπωσίασαν, αξιοσημείωτο είναι πως η κατάσταση αυτή δυστυχώς δεν πρόκειται να αναστραφεί γρήγορα.

Το διοξείδιο του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων θα παραμείνει στην ατμόσφαιρα για αιώνες, κι αυτό σημαίνει ότι οι ωκεανοί θα συνεχίσουν να θερμαίνονται ακόμα κι αν σταματήσουμε σήμερα την καύση ορυκτών καυσίμων.

Θάλασσα και ανάπτυξη

fish

Η θάλασσα δεν είναι όμως μόνο στο «μικροσκόπιο» για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.

Υπάρχει και η αλιεία, η οποία μάλιστα απασχολεί έντονα και την χώρα μας τόσο ως οικονομική δραστηριότητα, όσο και για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει.

Στο πλαίσιο αυτό, η συνολική παγκόσμια παραγωγή ψαριών ήταν 169 εκατομμύρια τόνους το 2015, με την ΕΕ να συμβάλλει μόνο κατά 4%. Η συνολική παραγωγή της ΕΕ μειώνεται χρόνο με το χρόνο.

Ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι η υδατοκαλλιέργεια ξεπέρασε την αλιευτική παραγωγή ως κύριο προμηθευτή ήδη από το 2014.

Η παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση ψαριών διπλασιάστηκε από το μέσο όρο των 9,9 κιλών το 1960, σε 20,1 κιλά το 2015, εκ των οποίων 10,6 κιλά προέρχονται από την υδατοκαλλιέργεια και 9,5 κιλά από την αλιεία.

Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ είναι ελαφρώς υψηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο και φτάνει τα 23 κιλά.

Το διεθνές εμπόριο αλιευτικών προϊόντων έχει συνολική αξία συναλλαγών που εκτιμάται σε 130 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015, μια συρρίκνωση κατά 10% από την τιμή του 2014 λόγω της μείωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών στην ΕΕ και την Ιαπωνία σε σχέση με το δολάριο.

Το μερίδιο των καθαρών εισαγωγών στη συνολική προσφορά ψαριών στην ΕΕ αυξήθηκε από 10% το 1961 σε πάνω από 50% το 2011. Είναι φανερό ότι η εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές για την προσφορά ψαριών αυξάνεται.

Μεγάλοι είναι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τους μικρούς αλιευτικούς στόλους των χωρών της ΕΕ, οι οποίοι απειλούνται από τις σημαντικές εισαγωγές ψαριών και έχουν συρρικνωθεί σε ποσοστό έως και 50% την τελευταία δεκαετία.

Η διάσωση αυτών των αλιευτικών στόλων, στους οποίους περιλαμβάνεται και αυτός της Ελλάδας, αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ όχι μόνο γιατί αποτελούν προμηθευτές υγιών, νωπών τροφίμων, αλλά και γιατί διασώζουν παραδόσεις πολλών αιώνων αλιευτικής κληρονομιάς και ανάπτυξης ορισμένων από τα μεγαλύτερα παράκτια και παρόχθια οικονομικά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση