του Νίκου Αβουκάτου
Τα θαλάσσια απορρίμματα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη, με τεράστιες επιδράσεις στα θαλάσσια και υδάτινα οικοσυστήματα. Οι συγκεντρώσεις σε θάλασσες, λίμνες και ποτάμια μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην υγεία, την ποιότητα των υδάτων, αλλά και οικονομικές και αισθητικές επιδράσεις.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 70% των θαλάσσιων απορριμμάτων βρίσκεται στον πυθμένα, και μόνο το 15% επιπλέει στην κολόνα του νερού, ενώ το εναπομείναν 15% βρίσκεται στις παραλίες. Υπολογίζεται ότι περίπου δέκα εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων καταλήγουν στις θάλασσες και τους ωκεανούς κάθε χρόνο.
Για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος η Ευρωπαϊκή Ένωση επενδύει στην ανάπτυξη προγραμμάτων για την παρακολούθηση της συγκέντρωσης των απορριμμάτων και στη δημιουργία εργαλείων για τη συνεχή παρακολούθηση της κατάστασης (long-term monitoring), που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και τους νομοθέτες.
Το Δίκτυο Παρακολούθησης RIMMEL, που φτιάχτηκε από το JRC (Joint Research Council) της Ευρωπαϊκής επιτροπής θα εκτιμήσει την ποσότητα των επιπλεόντων απορριμμάτων, που καταλήγουν μέσω των ποταμών σε θαλάσσια ύδατα, συλλέγοντας δεδομένα, μέσω ενός ευρωπαϊκού δικτύου παρατήρησης.
Ακόμη, με τη δημιουργία ενός συστήματος παρακολούθησης με χρήση καμερών για τη συλλογή δεδομένων, θα αναπτυχθεί ένα στατιστικό μοντέλο για την εκτίμηση των απορριμμάτων, που καταλήγουν στις θάλασσες από τις λεκάνες απορροής και τα ποτάμια.
Επιπλέον, το πρόγραμμα θα αναπτύξει τη μεθοδολογία River Litter Cam, που θα παράσχει ένα καινοτόμο εργαλείο για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των απορριμμάτων σε περιβάλλοντα γλυκού νερού και εκβολών ποταμών.
Για τη συλλογή των δεδομένων έχουν αναμιχθεί επιστήμονες από διάφορες χώρες της Ευρώπης ενώ στη χώρα μας ένας από τους συνεργάτες του RIMMEL observation network είναι η iSea, περιβαλλοντική οργάνωση για την προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων.
«Τα αποτελέσματα θα συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της μεταφοράς των απορριμμάτων από το γλυκό νερό στην θάλασσα, συνδράμοντας παράλληλα στην ταυτοποίηση της πηγής και στην ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων, δηλαδή την εκτίμηση σε ποσότητες και μεγέθη των απορριπτόμενων υλικών. Το πρόγραμμα θα μπορέσει να βοηθήσει τα κράτη μέλη για τη χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής και τη βελτίωση των μέτρων διαχείρισης», τόνισε η Μυρτώ Τουργέλη, ερευνήτρια της iSea.
Ήδη χρησιμοποιείται μια εφαρμογή κινητού και tablet, που φτιάχτηκε ειδικά για αυτό τον σκοπό. Τα απορρίμματα καταγράφονται εβδομαδιαίως με συγκεκριμένη μεθοδολογία και τα δεδομένα στέλνονται στο JRC για την επεξεργασία τους και την τελική δημιουργία ενός στατιστικού μοντέλου. Τα απορρίμματα, που καταγράφονται, είναι αυτά που εντοπίζονται στην επιφάνεια του νερού των ποταμών και είναι μεγαλύτερα των 2.5 cm•ενώ χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: πλαστικό, μέταλλο, λάστιχο, ύφασμα, χαρτί, ξύλο και αυτά με την σειρά τους χωρίζονται σε υποκατηγορίες ανάλογα με το είδους του υλικού και το μέγεθος.
Η iSea συμβάλλει με τη συλλογή δεδομένων από ποταμούς στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Δεδομένα συλλέγονται σε εβδομαδιαία βάση. «Η μελέτη αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με τις δραστηριότητές μας πάνω στα θαλάσσια απορρίμματα και συμπίπτει με τα επιστημονικά μας ενδιαφέροντα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική», συνεχίζει η κα. Τουργέλη και συνεχίζει:
«Πρόκειται για μια σημαντική συνεργασία, δεδομένου ότι είναι η πρώτη φορά που αναπτύσσεται ένα δίκτυο ευρωπαϊκής κλίμακας, ώστε να δημιουργηθούν τα εργαλεία για την ποσοτική ανάλυση των φορτίων, των επιπλεόντων απορριμμάτων στις ευρωπαϊκές θάλασσες και σε περιβάλλοντα γλυκού νερού/ εκβολών ποταμών. Το πρόγραμμα αυτό στηρίζεται στην ανάπτυξη ενός πανευρωπαϊκού δικτύου για την συλλογή δεδομένων από ποτάμια σε ολόκληρη την Ευρώπη».
Το RIMMEL ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2015 και θα διαρκέσει 24 μήνες, δηλαδή έως τον Νοέμβριο του 2017.
Τα πλαστικά απορρίμματα σε πολύ μικρά μεγέθη (micro και nano) είναι ευρέως διεσπαρμένα στο περιβάλλον. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις τους στους ωκεανούς φτάνουν 100.000 σωματίδια/ m3. Εξαιτίας του μικρού τους μεγέθους λαμβάνονται ως τροφή από την θαλάσσια πανίδα και εισέρχονται έτσι στην διατροφική αλυσίδα καταλήγοντας στο πιάτο μας.
Οι περιορισμένες στρατηγικές από τα κράτη για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η έλλειψη δομών και η πλημμελής ευαισθητοποίηση του κοινού για το πρόβλημα επιδεινώνουν δραματικά την κατάσταση.
Ήδη, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε σε ισχύ την Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική (Marine Strategy Framework Directive) το 2008. Η συγκεκριμένη Ντιρεκτίβα ορίζει το βασικό πλαίσιο μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα πετύχουν την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των υδάτων τους μέχρι το 2020.
Πηγές των θαλάσσιων απορριμμάτων μπορεί να είναι μεταξύ άλλων: τα αστικά λύματα, τα σκουπίδια που αφήνονται στις παραλίες, η κακή διαχείριση βιομηχανικών αποβλήτων, τα απορριπτόμενα δοχεία μεταφοράς-αλιευτικά εργαλεία-υλικά από γεωργικές δραστηριότητες, σκουπίδια από ψυχαγωγικές δραστηριότητες (π.χ. μπαλόνια), η κακή διαχείριση χώρων υγειονομικής ταφής, τα μικροσφαιρίδια (microbeams) από προϊόντα προσωπικής φροντίδας.