Πάρκο Πρεσπών: Περιβαλλοντική συμμαχία ή ελληνικό αυτογκόλ;

του Θοδωρή Καραουλάνη

Ξεκίνησε χθες στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής η συζήτηση του νομοσχεδίου με τίτλο «Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας, Δημοκρατίας της Αλβανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Προστασία και Αειφόρο Ανάπτυξη της Περιοχής του Πάρκου Πρεσπών».

Για το θέμα της κύρωσης της σύμβασης το αρμόδιο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έβγαλε «διθυραμβικό» δελτίο τύπου στις 2 Φεβρουαρίου (που είναι παγκόσμια ημέρα υγροτόπων) προκειμένου να δείξει ότι έμπρακτα προχωρά στην προστασία των υγροτόπων.

Είναι όμως έτσι;

Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο από την ίδια τη σύμβαση – και επιπλέον γεννούνται πολλά ερωτηματικά.

Φυσικά το κείμενο βρίθει αναφορών στην προστασία του περιβάλλοντος και στην αναγκαία συνεργασία των μερών για την προστασία του. Όλα καλά μέχρι εδώ. Όμως αν αναγνώσουμε καλά θα δούμε ότι στην πραγματικότητα δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο. Και αυτό γιατί το σύνολο των δράσεων και πολιτικών που προβλέπονται ισχύουν για την Ελλάδα. Και εφαρμόζονται – ή θα έπρεπε να εφαρμόζονται – καθώς παραπέμπουν είτε σε κοινοτικές οδηγίες (όπως αυτή για τα ύδατα ή για τους φυσικούς οικοτόπους) ή στη συνθήκη Ramsar. Τόσο η συγκεκριμένη συνθήκη όσο και η περιβαλλοντική κοινοτική νομοθεσία έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο. Επομένως τί επιπλέον προστατευτικό του περιβάλλοντος κερδίζει η χώρα μας; Τίποτε, είναι η απάντηση.

Και θα ρωτήσει κανείς: γιατί τότε υπογράφουμε τη σύμβαση;

Κάθε καλόπιστος, όπως και η εισηγητική έκθεση, θα υποστήριζε ότι προωθώντας τη διασυνοριακή συνεργασία προωθούμε το περιβαλλοντικό κοινοτικό κεκτημένο. Ειδικά σε δύο χώρες που θα ήθελαν να ενταχθούν κάποτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό θα τους βοηθούσε και αφού εμείς ούτως ή αλλιώς εφαρμόζουμε την κοινοτική νομοθεσία, δεν έχουμε να χάσουμε κάτι. Είναι όμως έτσι;

Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την ανάγνωση του κειμένου. Και αυτό γιατί για να μπορέσει να συμβεί το «ευκταίο», να συνδράμουμε δηλαδή τις δύο γειτονικές χώρες στην «πρώιμη» εισαγωγή του κοινοτικού κεκτημένου θα έπρεπε η σύμβαση που υπογράφουμε από κοινού να το προβλέπει – έστω να κατευθύνει προς αυτό. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στη σύμβαση. Και έτσι η Ελλάδα παραμένει με τις υποχρεώσεις που ούτως ή άλλως έχει με βάση την κοινοτική νομοθεσία και τις διεθνείς συνθήκες αλλά οι δύο άλλες χώρες ουδεμία νέα υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος αναλαμβάνουν.

Και τότε γιατί χρειαζόμαστε τη σύμβαση; Καλή ερώτηση, που ουδείς απαντά. Ιδιαιτέρως αν σκεφθεί κανείς ότι η κοινοτική οδηγία για τα ύδατα υποχρεώνει τη χώρα μας να κάνει διακρατικές συμφωνίες για τα σχέδια διαχείρισης υδάτων. Άρα κανονικά, από τη στιγμή που τα σχέδια διαχείρισης υδάτων της χώρας είναι σήμερα υπό αναθεώρηση θα έπρεπε να προτείνουμε στις γειτονικές μας χώρες κοινά σχέδια διαχείρισης. Κάνουμε αυτό; Όχι, με τη σύμβαση παραπέμπουμε σε μέτρα και δράσεις που ΘΑ συμφωνηθούν. Με τον κίνδυνο, φυσικά, η μόνη χώρα που υπόκειται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία να κληθεί να πληρώσει και τα αντίστοιχα πρόστιμα επειδή δεν υπάρχουν τέτοια διακρατικά – διασυνοριακά σχέδια διαχείρισης ανά λεκάνη απορροής ποταμών.

Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι ότι η περιοχή των Πρεσπών τυγχάνει ήδη μεγάλης προστασίας. Η ίδια η εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου αναφέρει ότι η περιοχή των Πρεσπών «είναι από τις λίγες περιοχές που προστατεύονται από τόσους πολλούς εθνικούς, ευρωπαϊκούς, διεθνείς νόμους και συμβάσεις. Μεταξύ άλλων σε όλη τη λεκάνη των Πρεσπών υπάρχουν τέσσερα Εθνικά Πάρκα και αρκετές περιοχές προστατευόμενες από διεθνείς συνθήκες. Επίσης, το ελληνικό κομμάτι της Μικρής Πρέσπας, το καταφύγιο του Ezerani και το μέρος της λίμνης της Μεγάλης Πρέσπας που ανήκει στην πΓΔΜ έχουν ανακηρυχτεί ως Υγρότοποι Διεθνούς Σημασίας στο πλαίσιο της «σύμβασης Ραμσάρ». Υπάρχει λοιπόν το πλαίσιο προστασίας και εμείς ερχόμαστε και βάζουμε ακόμη ένα. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι από πουθενά δεν προκύπτει το γιατί…

Στη σύμβαση που συζητείται στη Βουλή προσδιορίζονται οι βασικές υποχρεώσεις των Κρατών Μερών της Συμφωνίας, δηλαδή της Ελλάδας, της Αλβανίας και της ΠΓΔΜ. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι υποχρεώσεις συνετής διαχείρισης της ποιότητας και ποσότητας του νερού, η πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης, η προστασία της βιοποικιλότητας και του εδάφους και η συνετή χρήση των φυσικών πόρων. Επίσης καθορίζονται τα κυριότερα μέσα για την εκπλήρωση των βασικών υποχρεώσεων, τα οποία είναι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης, ο χωρικός σχεδιασμός σε διάφορα επίπεδα, η εφαρμογή περιβαλλοντικών κριτηρίων, η λήψη άλλων αναγκαίων μέτρων, η καθιέρωση κοινού συστήματος παρακολούθησης της περιβαλλοντικής κατάστασης των λιμνών. Όλα τα ανωτέρω όμως καθορίζονται ήδη από την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία, αναλυτικά και λεπτομερειακά. Οπότε;

Για να το πούμε απλά, ένα είναι το συμπέρασμα: μέχρι σήμερα για να γίνει, για παράδειγμα, μια οικοτουριστική μονάδα ή μια μεταποιητική επιχείρηση (πχ για τα περίφημα φασόλια) θα έπρεπε να τηρούνται όλοι οι αυστηροί όροι της κοινοτικής νομοθεσίας και των διεθνών συνθηκών. Από την ενεργοποίηση της σύμβασης και μετά αυτό δεν θα είναι αρκετό. Θα μπορεί το αρμόδιο εκτελεστικό όργανο της σύμβασης να βάζει άλλους όρους, διαφορετικούς, πιο αυστηρούς, πιο λεπτομερείς κλπ. Και δεν υπάρχει όριο στο τι θα περιλαμβάνεται: νερό, έδαφος, βιοποικιλότητα, ρύπανση – ως θεματικές – καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή, Επομένως ένα διεθνές όργανο – όπου κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είναι εκλεγμένος - θα έχει στην πραγματικότητα ρυθμιστικές αρμοδιότητες για ολόκληρη την περιοχή των Πρεσπών!

Μέχρι εδώ τα πράγματα ίσως και να είναι απλά, γιατί αφορούν την αναγκαιότητα ή μη μίας διεθνούς σύμβασης. Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κάποιος για την αναγκαιότητα μια τριμερούς σύμβασης αλλά απόψεις είναι αυτές…

Αν εξετάσουμε όμως άλλες παραμέτρους ίσως τα πράγματα να είναι πιο δύσκολα.

Η συνθήκη που έρχεται προς κύρωση στη Βουλή έχει υπογραφεί στις 2 Φεβρουαρίου 2010. Πριν από επτά χρόνια. Γιατί δεν ήρθε μέχρι σήμερα στη Βουλή; Τι έμαθαν οι Υπουργοί Περιβάλλοντος που μεσολάβησαν από την υπογραφή της μέχρι σήμερα και δεν την εισηγήθηκαν;

Γιατί ο κύριος Παπακωνσταντίνου, ο κύριος Λιβιεράτος, ο κύριος Μανιάτης, ο κύριος Τσιρώνης (που είχαν την ευθύνη του Περιβάλλοντος) δεν έφεραν στη Βουλή προς κύρωση αυτή την τόσο αναγκαία και χρήσιμη διεθνή σύμβαση; Δύο από αυτούς είναι άλλωστε καθηγητές πανεπιστημίου σε σχετικές ειδικότητες. Τι φοβήθηκαν;

Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: έχει άποψη το Υπουργείο Εξωτερικών για το συγκεκριμένο ζήτημα; Ο διπλωματικός σύμβουλός του ΥΠΕΝ τι λέει; Ποιες εισηγήσεις έχουν γίνει αυτά τα 7 χρόνια για το θέμα;

Και τα ερωτήματα συνεχίζονται:

Η Σύμβαση προβλέπει αναλυτικά διαδικασία λήψης αποφάσεων; Ποια είναι αυτή; Πρέπει να συμφωνήσουν και τα τρία κράτη σε όσα μέτρα προτείνονται ή όχι; Γιατί περιλαμβάνεται μόνο η έννοια της συναίνεσης και όχι της ομοφωνίας στον τρόπο λήψης απόφασης;

Γιατί δεν περιλαμβάνεται καμία απολύτως αναφορά στον τρόπο λήψης απόφασης στον ανώτατο επίπεδο λήψης απόφασης που ονομάζεται «Μηχανισμός Υψηλού Επιπέδου» και αποτελείται από τους υπουργούς Περιβάλλοντος των τριών χωρών και έναν εκπρόσωπο της ΕΕ; Σημαίνει αυτό ότι, για παράδειγμα, με αποχή του εκπροσώπου της ΕΕ η Ελλάδα είναι μειοψηφία στο όργανο;

Γιατί ενώ όλα τα κόστη υποτίθεται ότι μοιράζονται ισομερώς απομένει η Ελλάδα μόνη της να πληρώνει για τέσσερα χρόνια την Ομάδα Εργασίας για τη Διαχείριση των Υδάτων; Θυμίζουμε, η σύμβαση δεν υπογράφηκε κάποια άλλη χρυσή εποχή. Λίγο πριν την είσοδο στο πρώτο Μνημόνιο υπεγράφη. Γιατί αναλαμβάνουμε μόνοι μας τη συγκεκριμένη χρηματοδότηση, όταν οι άλλες δαπάνες μοιράζονται εξίσου;

Και επειδή η γειτονιά μας είναι μικρή: μήπως όλα αυτά γίνονται χωρίς κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για εξυπηρετηθούν μικροσυμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες;

Εμείς απλά σημειώνουμε ότι όλο το εγχείρημα (με τις αποφάσεις που θα λαμβάνονται και τους προϋπολογισμούς που θα υπάρχουν, οι οποίοι μπορούν να εκτοξευθούν καθώς προβλέπεται «κυνήγι» χρηματοδοτήσεων από διεθνείς φορείς) θα βρίσκεται στα χέρια της Επιτροπής Διαχείρισης του Πάρκου Πρεσπών και της Γραμματείας.

Στην Επιτροπή, που αποτελεί το ανώτερο όργανο (με εποπτεύοντα όργανο το Υπουργικό) θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των Υπουργείων Περιβάλλοντος των χωρών, εκπρόσωποι ΜΚΟ και εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων και των αρχών διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών στις τρεις πλευρές της Πρέσπας. Επίσης, ρόλο παρατηρητή στην Επιτροπή θα επιτελούν εκπρόσωποι της πρωτοβουλίας MedWet της Σύμβασης Ραμσάρ και της Επιτροπής Διαχείρισης της Αχρίδας.

Κάθε απάντηση στα ανωτέρω είναι καλοδεχούμενη. Είτε από το Υπουργείο είτε από τους εμπνευστές της Σύμβασης…

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση