Στοιχεία για τις μεταβολές τα τελευταία 30 χρόνια τριών μετεωρολογικών παραμέτρων που αποτελούν κλειδί για τη γεωργία (ξηρασία, βροχοπτώσεις, θερμοκρασία) παρουσιάστηκαν από τη Greenpeace και κλιματικούς επιστήμονες, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε με τίτλο «Κλίμα και Γεωργία σε αλληλένδετη κρίση: Μονόδρομος ένα βιώσιμο αγροτικό μοντέλο».

Βασικό συμπέρασμα που προέκυψε, στο πλαίσιο έκθεσης που εκπονήθηκε από επιστήμονες και συνεργάτες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών είναι ότι «η ανοδική τάση 30 ετών της θερμοκρασίας φτάνει τη μέση τιμή της χώρας στον +1,5°C, ενώ τοπικά ξεπερνά τους +2°C κυρίως στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας».

Οι επιστήμονες επισημαίνουν μάλιστα ότι η ανοδική τάση της θερμοκρασίας ήταν ήδη εμφανής στις κλιματικές προσομοιώσεις για την ανατολική Μεσόγειο που είχαν δημοσιευθεί πριν από περίπου 20 χρόνια. Άλλα ανησυχητικά ευρήματα, που παρουσιάζονται στην έκθεση, είναι η σημαντική αύξηση των ισχυρών βροχοπτώσεων, η σημαντική μείωση των ημερών παγετού, οι ακραίες θερμοκρασιακές συνθήκες και οι παρατεταμένες διάρκειες θερμοκρασιών με πρωτοφανείς αποκλίσεις από τις κανονικές τιμές τους και τα κανονικά για την εποχή τους προβιομηχανικά επίπεδα. Ταυτόχρονα, τονίζεται ότι οι κλιματικές προβολές για το μέλλον (π.χ. τριακονταετία 2031-2060) προβλέπουν περαιτέρω άνοδο της θερμοκρασίας, καθώς και σταδιακή μείωση των βροχοπτώσεων, ενώ παρόμοια πτωτική πορεία εκτιμάται και για τη χιονοκάλυψη στη χώρα μας μέσα στις επόμενες δεκαετίες.

«Οι μεταβολές των κλιματικών παραμέτρων (κυρίως οι αλλαγές στη θερμοκρασία, την ξηρασία, τις βροχοπτώσεις και τον παγετό) μπορούν να επιφέρουν αλλαγές τόσο στο είδος των καλλιεργειών ανά περιοχή και στην απόδοσή τους, όσο και στις εφαρμοζόμενες καλλιεργητικές πρακτικές, όπως η άρδευση και η αντιμετώπιση ασθενειών. Οι επιπτώσεις αυτές εξαρτώνται από το είδος, την έκταση και την ένταση των μεταβολών των κλιματικών παραμέτρων», σημειώνει η έκθεση.

ΧΑΜΗΛΗ Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΥΔΡΟΔΟΤEIΤΑΙ Η ΠΑΤΡΑ.ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Παράλληλα, σύμφωνα με την μελέτη, τα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορούν να επηρεάσουν πολύ μεγάλο ποσοστό των καλλιεργειών, των εκτροφών και των υποδομών, υπονομεύοντας το μέλλον του αγροδιατροφικού τομέα και γενικότερα της κοινωνίας και οικονομίας στις πληγείσες περιοχές. Αυτό μάλιστα προκύπτει και από την πρωτόγνωρη καταστροφή στη Θεσσαλία από τις κακοκαιρίες Daniel και Elias, οι οποίες τέθηκαν μεταξύ άλλων στο επίκεντρο των ερευνητών.

Στόχος της εκδήλωσης, όπως επισήμανε, η υπεύθυνη της Εκστρατείας της Βιώσιμης Γεωργίας στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, Έλενα Δανάλη ήταν να τονιστεί η ανάγκη για κλιματική δράση. «Αυτό σημαίνει αποφάσεις και μέτρα επειγόντως που καταργούν τα ορυκτά καύσιμα και δεν επιτρέπουν νέα έργα ορυκτών καυσίμων», σημείωσε, ενώ προσέθεσε ότι αναγκαία είναι και η ριζική αναδιαμόρφωση του αγροτικού μοντέλου. «Όπως είναι σήμερα το αγροτικό μοντέλο, βασίζεται στην Εντατική Βιομηχανική Γεωργία, που είναι σε έναν φαύλο κύκλο καταστροφής με την κλιματική κρίση, πλήττεται και είναι και υπεύθυνη για την επιδείνωσή της, οπότε μηδέν ορυκτά καύσιμα και άλλο γεωργικό μοντέλο είναι η κλιματική δράση που απαιτείται και που θέλουμε να την δούμε και περιμένουμε να δούμε», ανέφερε και συμπλήρωσε ότι η επιστημονική μελέτη, αλλά και η πρόταση της Greenpeace, κατατέθηκαν προς το αρμόδιο υπουργείο και σε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Από την πλευρά του ο διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συντονιστής της ομάδας των κλιματικών επιστημόνων που συνέταξαν την έκθεση, δρ Κώστας Λαγουβάρδος επισήμανε ότι στο πλαίσιο αυτής αναλύθηκαν στοιχεία των τελευταίων 30 ετών.

Στιγμιότυπο από την τεχνητή λίμνη Πουρναρίου στην Άρτα, όπου η παρατεταμένη ανομβρία και οι υψηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν σχεδόν σε όλη την διάρκεια του καλοκαιριού αποκάλυψαν τα ερείπια του βυθισμένου οικισμού Φάγκος του χωριού Κάτω Καλεντίνη που σκεπάστηκε από τα νερά του φράγματος Πουρναρίου πριν από 43 χρόνια. Το φράγμα Πουρναρίου ξεκίνησε το 1981 και ολοκληρώθηκε το 1997. Είναι δεύτερο σε μέγεθος στην Ελλάδα μετά του Μόρνου, χωμάτινο, πλάτους βάσης 450 μέτρων και ύψους 107 μέτρων. Η λίμνη Πουρναρίου, καλύπτει μια επιφάνεια 18,3 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ/EUROKINISSI)

«Κοιτάξαμε την θερμοκρασία, που διαπιστώνουμε ότι όντως σε όλη τη χώρα μας ανεβαίνει κατά μέσο όρο 1,5 βαθμό με διαφοροποιήσεις όμως, καθώς σε κάποιες περιοχές φτάνουν και τους 2 βαθμούς. Για τις βροχοπτώσεις σε κάποιες περιοχές είδαμε να έχουμε μία μικρή αύξηση και σε κάποιες άλλες μείωση, δηλαδή το σήμα είναι μικτό, αλλά υπάρχουν περιοχές, ειδικά τα τελευταία χρόνια, όπως στην ανατολική και νότια χώρα, που έχουν έντονη ξηρασία. Ακόμα όμως και αν οι βροχές σε κάποιες περιοχές είναι λίγο αυξημένες ή σταθερές, πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε σημαντική μείωση του χιονιού σε όλες τις κορυφές των βουνών, σε όλα τα βουνά της χώρας μας. Νομίζω πως είναι πάρα πολύ σημαντικό, και αυτό ξεκάθαρα μειώνεται παντού», τόνισε.

Παράλληλα σημείωσε ότι έχουν τη δυνατότητα, να παρέχουν υπηρεσίες και πληροφορίες στους αγρότες, όχι μόνο για την κλιματική αλλαγή, αλλά και για την καθημερινότητά τους.

«Αυτές οι πληροφορίες είναι εύκολο να αποκτηθούν και από τους σταθμούς που έχουμε σε όλη τη χώρα», ανέφερε ο κ. Λαγουβάρδος, ενώ τόνισε ότι αυτό που βλέπουν είναι ένα έλλειμμα διαχρονικά από το κράτος ως προς την αξιοποίηση της επιστημονικής έρευνας.

Όπως είπε, βασικό ζητούμενο είναι η έλλειψη του νερού λόγω και της μείωσης του χιονιού, ενώ σημείωσε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας και οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες, δημιουργούν μεγάλα προβλήματα και στα φυτά, και το χειμώνα.

«Τα φυτά και οι δενδρώδεις καλλιέργειες θέλουν ώρες ψύχους, τις οποίες τις χάνουν όταν έχουμε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Πρόβλημα υπάρχει και στη θάλασσα, με τις ιχθυοκαλλιέργειες, τις μυδοκαλλιέργειες λόγω των θαλάσσιων καυσώνων. Βλέπουμε γενικότερα ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής και της επιτάχυνσής της στην αγροτική παραγωγή. Όλοι οι τομείς πλήττονται, αλλά κυρίως η αγροτική παραγωγή», επισήμανε ο κ. Λαγουβάρδος.

Στιγμιότυπο από την τεχνητή λίμνη Πουρναρίου στην Άρτα, όπου η παρατεταμένη ανομβρία και οι υψηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν σχεδόν σε όλη την διάρκεια του καλοκαιριού αποκάλυψαν τα ερείπια του βυθισμένου οικισμού Φάγκος του χωριού Κάτω Καλεντίνη που σκεπάστηκε από τα νερά του φράγματος Πουρναρίου πριν από 43 χρόνια. Το φράγμα Πουρναρίου ξεκίνησε το 1981 και ολοκληρώθηκε το 1997. Είναι δεύτερο σε μέγεθος στην Ελλάδα μετά του Μόρνου, χωμάτινο, πλάτους βάσης 450 μέτρων και ύψους 107 μέτρων. Η λίμνη Πουρναρίου, καλύπτει μια επιφάνεια 18,3 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ/EUROKINISSI)

Όπως τόνισαν οι ομιλητές και οι ομιλήτριες, η συστηματική μελέτη των μεταβολών των κλιματικών παραμέτρων στη χώρα μας και η δημοσίευση επιστημονικών στοιχείων και συμπερασμάτων είναι απαραίτητες, προκειμένου να αποτελέσουν τη βάση για τη λήψη των απαραίτητων πολιτικών αποφάσεων και μέτρων για την αναχαίτιση της επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης και την αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα.

Η Greenpeace από την πλευρά της υπογράμμισε τη σημασία των επιστημονικών δεδομένων ως βάση για την αναγκαία πολιτική κλιματικής δράσης και τόνισε την αλληλένδετη σχέση μεταξύ της κλιματικής κρίσης και του εντατικού βιομηχανικού αγροτικού μοντέλου που βασίζεται στα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, τις χημικές εισροές, την υψηλή κατανάλωση νερού και τις μονοκαλλιέργειες, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αλληλεξάρτησης και καταστροφής. Παράλληλα οι εκπρόσωποί της ζητάνε από την ελληνική κυβέρνηση επείγοντα μέτρα που, με σχέδιο και δίκαιο τρόπο, καταργούν ολοκληρωτικά τα ορυκτά καύσιμα και απαγορεύουν όλα τα νέα έργα ορυκτών καυσίμων στη χώρα και στροφή σε βιώσιμο και αναγεννητικό παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στη βιωσιμότητα, την ανθεκτικότητα, τη βιοποικιλότητα και τη δικαιοσύνη.

Τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για «πολιτική τόλμη που να οδηγεί στη ριζική στροφή του αγροτικού μοντέλου της χώρας» η Greenpeace παρουσίασε τις 10 Αρχές για ένα βιώσιμο δίκαιο και ανθεκτικό αγροτικό μοντέλο που θωρακίζει την παραγωγή τροφής, εξασφαλίζει αξιοπρεπές σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς, διασφαλίζει τη διατροφική κυριαρχία της χώρας και αναχαιτίζει την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης.

Επιπλέον, στο επίκεντρο των παρεμβάσεων βρέθηκαν επιστήμονες, ερευνητές και εκπρόσωποι φορέων καθώς και παραγωγοί από Θεσσαλία, Έβρο και Αττική που υπήρξαν κλιματικά θύματα των πρόσφατων ακραίων καιρικών φαινομένων, ενώ τονίστηκε η ανάγκη των παραγωγών για ουσιαστική στήριξη, ειδικά στα αγροκτήματα μικρής κλίμακας που όπως επισημάνθηκε αποτελούν ραχοκοκαλιά της ελληνικής γεωργίας, ωστόσο, «έχουν μειωθεί κατά 31% τα τελευταία 15 χρόνια». Ακόμη υπογραμμίστηκε και η κρισιμότητα της διατήρησης του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού ιδιαίτερα στις πληγείσες περιοχές, ώστε να μην εγκαταλείψουν οι παραγωγοί την παραγωγή της τροφής μας.

Επιπτώσεις της σταδιακής μεταβολής του κλίματος στην αγροτική παραγωγή

Όπως τονίζεται στην έκθεση μία από τις βασικές επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή είναι ότι μεσοπρόθεσμα θα αλλάξουν οι ζώνες καλλιέργειας, δηλαδή το είδος των καλλιεργειών που μπορούν να ευδοκιμήσουν στις διαφορετικές περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με την έκθεση, ήδη είναι εμφανείς οι πρώτες επιπτώσεις αυτών των μεταβολών. «Το 2024, σε αρκετές περιοχές της χώρας, οι υψηλές θερμοκρασίες της άνοιξης σε συνδυασμό με την ξηρασία επηρέασαν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά τις ετήσιες καλλιέργειες (σιτηρά, όσπρια)», σημειώνεται.

«Για τις ετήσιες καλλιέργειες (π.χ. σιτηρά, κηπευτικά, όσπρια) αυτό μπορεί να σημαίνει τη σταδιακή μεταφορά των ζωνών καλλιέργειας πιο βόρεια, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική και κοινωνική καταστροφή ολόκληρων περιοχών που τις καλλιεργούσαν για αιώνες. Για τις υφιστάμενες δενδρώδεις καλλιέργειες (ελιά, αμπέλι, πυρηνόκαρπα, μηλοειδή κλπ) ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν επίσης καταστροφικό, καθώς δεν μπορούν να μετακινηθούν. Ήδη οι πρώτες επιπτώσεις έχουν εμφανιστεί, καθώς λόγω των ήπιων χειμώνων παρατηρείται μείωση των διαφοροποιημένων οφθαλμών που μας δίνουν τα άνθη και στη συνέχεια καρπό. Αυτές που έχουν πληγεί περισσότερο είναι οι μη αρδευόμενες καλλιέργειες (ετήσιες και δενδρώδεις), καθώς τα παρατεταμένα θερμά καλοκαίρια έχουν δημιουργήσει ακραίες συνθήκες ξηρασίας σε πολλές περιοχές», υπογραμμίζεται ενώ τονίζεται ότι σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στον τομέα της μελισσοκομίας.

Σημειώνεται ότι την έκθεση «Μεταβολές κλιματικών παραμέτρων στην Ελλάδα» συνέταξαν οι: δρ. Κώστας Λαγουβάρδος, διευθυντής Ερευνών Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, δρ. Βασιλική Κοτρώνη, διευθύντρια Ερευνών Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, δρ. Σταύρος Ντάφης, φυσικός μετεωρολόγος, Γιώργος Κύρος, επιστήμονας Πληροφορικής, επιστημονικός συνεργάτης Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.

Μπορείτε να διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρη την έκθεση.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της Greenpeace:

«Η Greenpeace παρουσίασε σήμερα τη νέα επιστημονική Έκθεση “Μεταβολές κλιματικών παραμέτρων στην Ελλάδα[1] στα πλαίσια ενημερωτικής εκδήλωσης με τίτλο “Κλίμα και Γεωργία σε αλληλένδετη κρίση: Μονόδρομος ένα βιώσιμο αγροτικό μοντέλο”[2] στην οποία ανέδειξε τον αλληλοσυσχετισμό της κλιματικής κρίσης με τη γεωργία και πρότεινε 10 Αρχές για ένα βιώσιμο δίκαιο και ανθεκτικό αγροτικό μοντέλο. Μετά την παρουσίαση ακολούθησε γόνιμος διάλογος με συζητήσεις γεμάτες ζωντάνια και μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού,  όπου αναπτύχθηκαν οι διάφορες παράμετροι του θέματος από επιστήμονες και παραγωγούς, ενώ παρευρέθηκαν πολιτικοί και εκπρόσωποι φορέων και της κοινωνίας των πολιτών.

Στην εκδήλωση, οι κλιματικοί επιστήμονες, συνεργάτες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συγγραφείς της Έκθεσης[3] παρουσίασαν τα στοιχεία και συμπεράσματά τους  από την ανάλυση των μεταβολών τριών μετεωρολογικών παραμέτρων που αποτελούν κλειδί για τη γεωργία (ξηρασία, βροχοπτώσεις, θερμοκρασία) τα τελευταία 30 χρόνια και τριών πρόσφατων ακραίων κλιματικών γεγονότων (κακοκαιρία Daniel στη Θεσσαλία το 2023, ο θερμότερος χειμώνας, το θερμότερο καλοκαίρι που έχουν καταγραφεί ποτέ στη χώρα το 2024). Το βασικό συμπέρασμα τους είναι συνταρακτικό: “Η ανοδική τάση 30 ετών της θερμοκρασίας φτάνει τη μέση τιμή της χώρας στον +1,5°C, ενώ τοπικά ξεπερνά τους +2°C κυρίως στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας.”[4]

Η Greenpeace τόνισε τη σημασία των επιστημονικών δεδομένων ως βάση για την αναγκαία πολιτική κλιματικής δράσης και τόνισε την αλληλένδετη σχέση μεταξύ της κλιματικής κρίσης και του εντατικού βιομηχανικού αγροτικού μοντέλου που βασίζεται στα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, τις χημικές εισροές, την υψηλή κατανάλωση νερού και τις μονοκαλλιέργειες, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αλληλεξάρτησης και καταστροφής.

Τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για πολιτική τόλμη που να οδηγεί στη ριζική στροφή του αγροτικού μοντέλου της χώρας, η Greenpeace παρουσίασε τις 10 Αρχές για ένα βιώσιμο δίκαιο και ανθεκτικό αγροτικό μοντέλο που θωρακίζει την παραγωγή τροφής, εξασφαλίζει αξιοπρεπές σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς, διασφαλίζει τη διατροφική κυριαρχία της χώρας και αναχαιτίζει την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης.

“Οι επιστήμονες προειδοποιούν: η σημερινή και μελλοντική μας ικανότητα να θρέφουμε τους εαυτούς μας βρίσκεται σε κίνδυνο! Είναι ώρα η ελληνική πολιτική ηγεσία να στηρίξει ουσιαστικά τους παραγωγούς και την ελληνική γεωργία με έμφαση στα αγροκτήματα μικρής κλίμακας, ιδιαίτερα όσα εφαρμόζουν αγροοικολογικές πρακτικές, και να προχωρήσει με όραμα και συνέπεια στη ριζική αναδιαμόρφωση του αγροτικού μοντέλου με προτεραιότητα την προστασία του περιβάλλοντος γιατί από αυτό εξαρτάται η ίδια μας η ύπαρξη” δήλωσε η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη της εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.

“Η σημερινή ανοδική τάση της θερμοκρασίας ήταν ήδη εμφανής 20 χρόνια πριν, στις κλιματικές προσομοιώσεις για την ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να ανατραπεί από μόνη της. Το αντίθετο μάλιστα. Τα επόμενα 30 χρόνια, οι κλιματικές προβολές εκτιμούν περαιτέρω άνοδο της θερμοκρασίας, σταδιακή μείωση των βροχοπτώσεων και περαιτέρω πτωτική πορεία για τη χιονοκάλυψη στη χώρα μας, με σοβαρές επιπτώσεις εκτός των άλλων και για την αγροτική παραγωγή της χώρας μας” επεσήμανε ο Δρ. Κώστας Λαγουβάρδος, Διευθυντής Ερευνών Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συντονιστής της ομάδας των κλιματικών επιστημόνων που συνέταξαν τη σημερινή Έκθεση.

Στο επίκεντρο των παρεμβάσεων[5] βρέθηκαν επιστήμονες, ερευνητές και εκπρόσωποι φορέων καθώς και παραγωγοί από Θεσσαλία, Έβρο και Αττική που υπήρξαν κλιματικά θύματα των πρόσφατων ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι παρεμβάσεις τους ανέδειξαν θέματα όπως ο κλάδος της μελισσοκομίας που ενώ πλήττεται παραμένει σχεδόν αόρατος, ο ρόλος του υγιούς εδάφους στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η ανάγκη για διάλογο και διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες που πρέπει να έχουν κεντρικό ρόλο στην αναζήτηση και εφαρμογή λύσεων, ενώ επισημάνθηκε ο κίνδυνος που προκύπτει από ψεύτικες και επικίνδυνες λύσεις, όπως τα νέα μεταλλαγμένα. Επιπλέον, τονίστηκε η ανάγκη των παραγωγών για ουσιαστική στήριξη, ειδικά στα αγροκτήματα μικρής κλίμακας – ραχοκοκαλιά της ελληνικής γεωργίας που όμως έχουν μειωθεί κατά 31% τα τελευταία 15 χρόνια[6] – και η κρισιμότητα της διατήρησης του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού ιδιαίτερα στις πληγείσες περιοχές ώστε να μην εγκαταλείψουν οι παραγωγοί την παραγωγή της τροφής μας.

Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν πολιτικοί,  ερευνητές και εκπρόσωποι φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Οι τοποθετήσεις έδωσαν έμφαση στην ανάγκη κλιματικής δράσης, όμως οι εφαρμοζόμενες πολιτικές υστερούν σημαντικά από τις δηλώσεις. Στη χώρα μας εξακολουθούν να απουσιάζουν εκκωφαντικά τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Η Greenpeace ζητάει από την ελληνική κυβέρνηση επείγοντα μέτρα που, με σχέδιο και δίκαιο τρόπο, καταργούν ολοκληρωτικά τα ορυκτά καύσιμα και απαγορεύουν όλα τα νέα έργα ορυκτών καυσίμων στη χώρα και στροφή σε βιώσιμο και αναγεννητικό παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στη βιωσιμότητα, την ανθεκτικότητα, τη βιοποικιλότητα και τη δικαιοσύνη».