Λίμνη Ζαραβίνα: Ποια η... κινεζική μέδουσα των γλυκών νερών, ποιες οι επιπτώσεις - Δείτε βίντεο

του Παναγιώτη Νίτα*

Η παρουσία μέδουσας (Φύλο: Κνιδόζωα, Κλάση: Υδρόζωα) σε γλυκά ύδατα που καταγράφεται για πρώτη φορά στη Βορειοδυτική Ελλάδα και συγκεκριμένα στη λίμνη Ζαραβίνα, αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός στο άκουσμά της ωστόσο δεν είναι ένα φαινόμενο που καταγράφεται για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο.

Η πρώτη περιγραφή της μέδουσας γλυκού νερού δημοσιεύτηκε από τον Βρετανό ζωολόγο Sir Edwin Ray Lankester, μετά την ανακάλυψή της σε δεξαμενή νερού με νούφαρα στο Regent’s Park της Βασιλικής Βοτανικής Εταιρείας στο Λονδίνο το 1880.

Η πρώτη αναφορά για την παρουσία της Craspedacusta sowerbii στην Ελλάδα ήταν στην τεχνητή λίμνη Κρεμαστών κατά το 1980 όταν γίνονταν δειγματοληψίες για την οικολογική ποιότητα των νερών της λίμνης με σκοπό την ιχθυοκαλλιεργητική αξιοποίηση της λίμνης (ερευνητική ομάδα ΙΩΚΑΕ με επικεφαλής τον Δρ. Θ. Κουσουρή). Αργότερα η παρουσία της επιβεβαιώνεται και στις άλλες τεχνητές λίμνες, του Αχελώου ποταμού, αλλά και στη λίμνη Πολυφύτου , μέχρι και τη λίμνη του Μαραθώνα την τελευταία πενταετία.

Δείτε βίντεο από τις συγκεκριμένες μέδουσες που περισυλλέχθηκαν από τη λίμνη Ζαραβίνα:

Σε ό,τι αφορά την εμφάνιση στη λίμνη Ζαραβίνα, τα πρώτα άτομα μέδουσας σε ελεύθερα κινούμενες μορφές παρατηρήθηκαν στις αρχές Σεπτεμβρίου από τον κ. Ηλία Βοδίνο, λουόμενο της λίμνης Ζαραβίνας και κάτοικο της Δ.Ε. Δελβινακίου. Στις 27 Σεπτεμβρίου και σε συνεννόηση με τον υπογράφοντα, στέλεχος του Φορέα Διαχείρισης Λίμνης Παμβώτιδας Ιωαννίνων, έγινε σύλληψη δύο (2) ενήλικων ατόμων μέδουσας όπου ταυτοποιήθηκαν ως είδη του γένους Craspedacusta sp. και ακολούθησε η μεταφορά τους σε εργαστήριο του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, για την επιβεβαίωση του γένους Craspedacusta sp. από τον Καθ. Λεονάρδο Ιωάννη.

Η υδρομέδουσα, με διάμετρο μικρότερη των 25 χιλιοστών, που αναφέρεται ως C. sowerbii έχει υποστηριχθεί ότι προέρχεται από το σύστημα του ποταμού Yangtze στην Κίνα και έχει ευρεία κατανομή σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική, και θεωρείται μη ιθαγενές (ξενικό) υδροζωικό είδος που είναι ευρέως διαδεδομένο.

Η υδρομέδουσα είναι κυρίως διμορφική, εναλλάσσοντας τη μορφή μεταξύ του βενθικού πολύποδα και της πελαγικής μέδουσας. Τρέφεται με ζωοπλαγκτόν όπως κλαδοκεραιωτά του γένους Daphnia και κωπήποδα και συχνά εμφανίζει μεγάλους πληθυσμούς ειδικά κατά τη διάρκεια των θερμότερων περιόδων του έτους.

Οι επιπτώσεις που προκαλούν δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως, ενώ για τον άνθρωπο δεν αποτελούν κίνδυνο καθώς τα κνιδοκύτταρα που διαθέτουν και που περιέχουν νηματοκύστες αδυνατούν να διεισδύσουν στο ανθρώπινο δέρμα. Επομένως, οι μέδουσες γλυκού νερού δεν θεωρούνται να είναι σε θέση να παράγουν το επώδυνο τσίμπημα που προκαλείται από θαλάσσιες μέδουσες.

Οι επιπτώσεις της παρουσίας της C. sowbergii στις κοινότητες ζωοπλαγκτού θεωρούνται αμελητέες, ωστόσο όταν βρίσκεται σε μεγάλους πληθυσμούς, οι μέδουσες μπορούν να επηρεάσουν τη δυναμική του πληθυσμού του ζωοπλαγκτού, να μειώσουν σημαντικά την αφθονία του και να αυξηθεί η βιομάζα των φυκών. Εικάζεται επίσης ότι δεν θεωρείται σημαντικός θηρευτής για αβγά και προνύμφες ψαριών σε αντίθεση με τους πολύποδες που είναι ικανοί να καταναλώνουν εκκολαφθέντα ψάρια, νηματώδη, ολιγοχαίτες, καρκινοειδή, κ.ά..

Υπάρχουν απόψεις ότι η εμφάνιση της υδρομέδουσας, υπό μορφή πολύποδα (βενθικό στάδιο), με τόση ευρεία κατανομή παγκοσμίως, πιθανόν να οφείλεται στους εμπλουτισμούς με την εισαγωγή ξενικών ειδών ψαριών, καραβίδων και μυδιών, είτε από μεταναστευτικά είδη πτηνών είτε από τη μεταφορά υδρόβιων φυτών.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι τα χωροκατακτητικά ξένα είδη έχουν σημαντικές επιρροές στη δομή και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Ένα ξένο μη γηγενές είδος που έχει εισαχθεί, μέσω ανθρώπινης παρέμβασης, όπου στη συνέχεια ονομάζεται χωροκατακτητικό (ή εισβλητικό) όταν είναι εγκατεστημένο, διαδεδομένο και άφθονο και συχνά προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει περιβαλλοντικά προβλήματα, οικονομικές επιπτώσεις σε μια περιοχή ή να επηρεάσει αρνητικά την υγεία του ανθρώπου. Αν και τα περισσότερα εισαγόμενα είδη αποτυγχάνουν να εγκατασταθούν και να εξαπλωθούν, ο αριθμός των νέων εισβλητικών ειδών, που κυμαίνονται από ιούς και βακτήρια έως μύκητες, φυτά και ζώα, σε χερσαία και υδρόβια συστήματα δεν μειώνεται παγκοσμίως.

*Ο Παναγιώτης Νίτας είναι Σύμβουλος Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος, Προστατευόμενων Περιοχών, Υπεύθυνος Τμήματος Διαχείρισης & Προστασίας Φυσικού Περιβάλλοντος

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση