Έρευνα ΑΠΘ: Πώς τα βακτήρια του Θερμαϊκού μετριάζουν τις επιπτώσεις από απόβλητα πλοίων (φωτο)

του Νίκου Αβουκάτου

Εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα μιας πρωτοποριακής έρευνας του ΑΠΘ με την οποία εξετάστηκε η επίδραση του υγρού αποβλήτου πλυντρίδων ναυτιλιακών καυσίμων υψηλότερης περιεκτικότητας σε θείο στον Θερμαϊκό Κόλπο. Στο μικροσκόπιο των Ελλήνων και ξένων επιστημόνων βρέθηκαν οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου αποβλήτου στο θαλάσσιο περιβάλλον δύο περιοχών του Όρμου Θεσσαλονίκης, κοντά στον προβλήτα 1 και στη θαλάσσια περιοχή Νέων Πλαγίων, στον δήμο Προποντίδας.

Όπως διαπιστώθηκε, η βιοποικιλότητα μπορεί να «ασφαλίσει» ένα οικοσύστημα έναντι της υποβάθμισης της λειτουργίας του που προκαλείται από ανθρωπογενείς πιέσεις, όπως η ρύπανση.

«Ο ευτροφισμός του Όρμου της Θεσσαλονίκης είναι συχνά μακροσκοπικά ορατός από την αλλοίωση του χρώματος του θαλασσινού νερού λόγω ανθίσεων του φυτοπλαγκτού και ερυθρών παλιρροιών. Σε αυτές τις συνθήκες ανθίσεων φυτοπλαγκτού, η βιομάζα του πολλαπλασιάζεται υπέρμετρα, ενώ η κυριαρχία περιορίζεται σε λιγοστά είδη και η βιοποικιλότητα μειώνεται με αρνητικές συνέπειες για το οικοσύστημα», λέει στη Greenagenda.gr η υπεύθυνη της δημοσίευσης και της ερευνητικής ομάδας Μαρία Μουστάκα, καθηγήτρια Υδροβοτανικής - Υδροοικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ.

Σκοπός της έρευνας είναι η προστασία του Θερμαϊκού Κόλπου για τη διατήρηση καλής περιβαλλοντικής κατάστασης και υψηλής βιοποικιλότητας.

Ειδικότερα, σε οικοτοξικολογικό έλεγχο βιοκοινοτήτων βακτηριοπλαγκτού, φυτοπλαγκτού και ζωοπλαγκτού υπό την επίδραση μείγματος πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων απόβλητου πλυντρίδων καυσαερίου πλοίων, βρέθηκε σημαντική διαφορά ανθεκτικότητας στις βιοκοινότητες των δύο περιοχών.

«Τρώνε» τους ρύπους εξαντλώντας τους

Αναλυτικότερα, στην περιοχή του Εξωτερικού Θερμαϊκού (περιοχή Χαλκιδικής) οι μικροοργανισμοί του θαλάσσιου περιβάλλοντος έδειξαν υψηλή ανθεκτικότητα λόγω υψηλής λειτουργικής ποικιλότητας προς τον σκοπό αυτόν, εκμηδενίζοντας το αρνητικό αποτέλεσμα. Με την είσοδο του απόβλητου στο θαλασσινό νερό, ταχύτατα, μέσα από έναν πλούτο ειδών βακτηρίων αυξήθηκαν τα κατάλληλα είδη που «τρέφονται» με τοξικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, οδηγώντας στην εξάντλησή τους.

Στην υποβαθμισμένη περιοχή του Όρμου Θεσσαλονίκης οι βιοκοινότητες παρουσίασαν μικρότερη ανθεκτικότητα στη διατήρηση της προηγούμενης κατάστασης.

Οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον από την εφαρμογή της τεχνολογίας των πλυντρίδων καυσαερίου πλοίων έχουν βρεθεί πρόσφατα στο επίκεντρο έρευνας. Από τον Ιανουάριο του 2020 είναι σε ισχύ ο κανονισμός IMO για χαμηλότερα όρια θείου στα καύσιμα, με εναλλακτικό τρόπο ως προς τα ακριβά καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας θείου τον εξοπλισμό πλοίων με πλυντρίδες (scrubbers) θείου. Τα απόβλητα των πλυντρίδων που χύνονται στη θάλασσα θα πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένες προδιαγραφές για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Τα πρώτα πειράματα οικοτοξικολογίας σε μεμονωμένα είδη (σε ένα κοινωνικό κενό) έδειξαν ισχυρή τοξική επίδραση σε θαλάσσιους οργανισμούς ακόμη και σε πολύ μεγάλη αραίωση του απόβλητου σε θαλασσινό νερό.

«Η έρευνά μας είναι η πρώτη που εξετάζει την επίδραση αποβλήτου πλυντρίδων καυσαερίων σε φυσικές βιοκοινότητες του θαλάσσιου περιβάλλοντος και δείχνει διαφορετικά αποτελέσματα από τις μέχρι τώρα έρευνες που έγιναν σε μεμονωμένα είδη απουσία βακτηρίων. Τα βακτήρια, ως οι πιο άφθονοι οργανισμοί στο θαλάσσιο περιβάλλον, αποκρίνονται ταχύτατα, αποικοδομώντας τις πιο επικίνδυνες ενώσεις του απόβλητου (πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες) και μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις», τονίζει η κ. Μουστάκα.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν πρόσφατα.

Η έρευνα αυτή συνεχίζεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος H2020 EMERGE, με συντονιστή της ομάδας του ΑΠΘ τον καθηγητή του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών Λεωνίδα Ντζιαχρήστο.

Αν σας άρεσε το άρθρο, Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση